background
 
Ὁ σωστός τρόπος ὑπακοῆς
π. Εὐσέβιος Βίττης


Ποιός εἶναι ὁ σωστός τρόπος ὑπακοῆς; Ποιά εἶναι ἡ σωστή μορφή της; Ἡ ὑπακοή μπορεῖ νά εἶναι μόνο ἐξωτερική χωρίς ἐσωτερικό βάθος ἤ ἐσωτερική, μέ ἀναγκαῖες ὅμως τίς ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις της. Ἡ ἐξωτερική ὑπακοή μοιάζει μέ τήν κοσμική πειθαρχία καί δέν ἀγγίζει τό ἐσωτερικό ἐκείνου πού τήν ἀσκεῖ ἔτσι. Μοιάζει μέ τήν πειθαρχία πού ἐπιβάλλουν οἱ ἀνθρώπινοι νόμοι, εἶναι δουλική καί κινεῖται ἀπό τόν φόβο τῆς τιμωρίας τοῦ Θεοῦ ἤ ἀπό ἄλλα ὄχι γνήσια ἐλατήρια. Ἡ αὐτοῦ του εἴδους ὑπακοή δέν προσιδιάζει σέ ἐλευθέρους ἀνθρώπους. Ὁ Κύριος ζητάει τήν ἕνωση μαζί του ἐν ἐλευθερία καί γνησιότητι. Ὁδηγητική γραμμή τῆς ὑπακοῆς εἶναι τό θεῖο θέλημα καί προϋπόθεση ἀναγκαία γι’ αὐτό εἶναι ἡ ἐν ἐλευθερία ὑπακοή, ἡ ἐν ἀγάπη ἀμοιβαία ὑπακοή, ἡ ἐν πλήρει ἐπαναπαύσει ὑπακοή, ἡ ἀπομάκρυνση ἀπό τήν ψυχή τοῦ ὑπακούοντος καί τῆς παραμικρότερης σκιᾶς δυσπιστίας, καχυποψίας, ἀμφιβολίας καί ἀρνητικότητας κάθε μορφῆς ἔναντί του πνευματικοῦ του καθοδηγοῦ.

Ἡ γνήσια ὑπακοή ἀποτελεῖ ἕνα πολύ σκληρό πνευματικό ἀγώνισμα πού ἀπαιτεῖ ἐγκαρτέρηση, πολλή ταπείνωση, ἀπόλυτη αὐτοδέσμευση, ἀποφυγή ἐσωτερικῆς κατακρίσεως, ἀκατάπαυστη καλλιέργεια πίστεως καί ἐσωτερικῆς ζωῆς ἐν προσευχή καί ὑπομονητική ἐγκαρτέρηση, γιατί ἡ ἀληθινή ὑπακοή δέν ἀποκτιέται ἀμέσως, ἀλλά ἀπαιτεῖ πολύν χρόνο γιά νά ὡριμάσει. Ὁ βασιλικός δέν μεγαλώνει τραβώντας τόν, ἀλλά ποτίζοντας τόν λίγο λίγο κάθε μέρα. Ὁ βασικότερος ὅμως ἀγώνας γιά τήν ἀπόκτηση γνήσιας ὑπακοῆς εἶναι ὁ συστηματικός πόλεμος ἐναντίον τοῦ ἐγωισμοῦ ἀρνητικά καί ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀγάπης θετικά.

Ὁ ἐγωισμός ἀποκλείει τόσο τήν ὀρθή κατανόηση, ὅσο καί τή βίωση τῶν θείων ἐντολῶν καί ὁπωσδήποτε τῆς ὑπακοῆς. Ὁ ἐγωισμός δημιουργεῖ τή διαίρεση, πού πρῶτος εἰσήγαγε ὁ Ἀδάμ, ὑποδουλώνει στήν κυριαρχία τοῦ πνεύματος τοῦ ἀπομονωτισμοῦ καί περικλείει στά τείχη τοῦ ἀτομισμοῦ μέ βασικό γνώρισμα τό ἴδιον θέλημα, πού δέν συμβιβάζεται μέ κανένα ἄλλο. Στήν Παναγία Τριάδα, τήν πηγή κάθε ἀγαθοῦ, ὑπάρχει μία θέληση τῶν ἐπί μέρους θείων Προσώπων της. Ἀπαρνούμενοι τόν ἐγωισμό μᾶς γινόμαστε δοχεῖα τοῦ θείου θελήματος, διευρύνουμε τήν ὕπαρξή μας μέ κατεύθυνση τήν πραγμάτωση τῆς πληρότητας τῆς ὑπάρξεως κατ’ εἰκόνα τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, πού ἦρθε γιά νά ἐκπληρώσει τό θέλημα τοῦ οὐράνιου Πατρός του.

Ὁ ἄνθρωπος, πού ἔχει ἀπολυτοποιήσει τό λογικό του καί θέλει νά ὑπαγάγει τά πάντα στή δική του κρίση καί ὑπερτονίζει τήν προσωπική του ζωή καί ἐλευθερία, ἀντιτίθεται στή χάρη τοῦ Θεοῦ. Τρομάζει στή σκέψη πώς κάποιος ἄλλος θά ἀναλάβει νά τόν καθοδηγήσει. Ποιός εἶναι, λέει, αὐτός πού θά τολμήσει νά μπεῖ στά μύχια της ψυχῆς μου καί νά εἰσδύσει ἀδιάκριτα στήν προσωπική μου ζωή; Καί πῶς εἶναι δυνατόν ἕνας ποῦ μπορεῖ νά εἶναι κατώτερός μου νά ὁδηγήσει ἐμένα ποῦ μπορεῖ νά εἶμαι κατά πολύ ἀνώτερός του; Καί πῶς μπορεῖ νά ξέρει αὐτός καλύτερα ἀπό μένα τό θεῖο θέλημα; Δέν μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός τή λογική; Καί δέν μπορῶ ἐγώ νά σκεφτῶ σωστά καί ἀσφαλῶς πιό σωστά ἀπό ἐκεῖνον, ποῦ θέλει νά μέ καθοδηγήσει; Ἔχει περισσότερο μυαλό αὐτός ἀπό μένα; Δέν μοῦ χρειάζεται καμιά χειραγωγία καί καμιά ὑπακοή! Καί πάει λέγοντας…

Ἄν τέτοια εἶναι ἡ θεώρηση τῆς ὑπακοῆς καί τοῦ πνευματικοῦ χειραγωγοῦ, εἶναι προφανές, ὅτι δέν ὑπάρχει ἔδαφος μίας ἀμοιβαίας συνεργασίας καί βοήθειας στό χῶρο τῆς ὑπακοῆς. Ἡ ἀπολυτοποίηση τοῦ ἐγώ καί τῶν ἀτομικῶν δυνατοτήτων τοῦ ἐγωιστῆ σκοτίζει τόν νοῦ καί δέν μπορεῖ νά ἀντιληφθεῖ, οὔτε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος δέσμιος του ἐγωισμοῦ του οὔτε, στοιχειωδῶς καν, ποιό μπορεῖ νά εἶναι τό θεῖο θέλημα σέ μία συγκεκριμένη περίπτωση. Γι’ αὐτό καί τοῦ εἶναι ἀδιανόητο πῶς μπορεῖ ἕνας πνευματικός ἄνθρωπος σάν τόν πνευματικό καθοδηγό νά γνωρίζει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα γιά συγκεκριμένες περιπτώσεις.

Ὁ ἐγωιστής λοιπόν ἀρκούμενος στίς προσωπικές του δυνατότητες παραμένει στό σκοτάδι καί στήν ἀξιοθρήνητη φτώχεια τῆς αὐτάρκειάς του. Ἀντίθετα, ὁ ταπεινός καί γεμάτος ἀγάπη καί σεβασμό στό πρόσωπο τοῦ καθοδηγοῦ του, στόν ὁποῖον ἐμπιστεύεται τόν ἑαυτό του γιά νά χειραγωγηθεῖ στό δρόμο τοῦ θείου θελήματος, βοηθιέται στό νά συνειδητοποιήσει τήν ἀνεπάρκεια τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ καί τή γελοιότητα τῆς αὐτάρκειας καί τῆς φαντασιώδους παντογνωσίας τοῦ ἀτομικοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος. Ἔτσι ὁδηγεῖται ἀπό τόν κίνδυνο τοῦ περικλεισμοῦ στά ἀσφυκτικά τείχη τῆς ἐγωπάθειας καί στήν πενία τῆς αὐτάρκειας, στόν πλοῦτο τῆς θείας σοφίας καί στούς ὁλάνοιχτους ὁρίζοντες τῆς ἐλευθερίας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ὑπακοή ξεκινάει ὑποκειμενικά, ἀπό τήν ταπείνωση καί γνώση τῶν ὁρίων καί μέτρων μας. Ὅσο κι ἄν προαχθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ποτέ δέν ἐγκαταλείπει αὐτήν τήν ἀφετηρία, δηλαδή τήν ὑπακοή. Γι’ αὐτό καί κάθε τοῦ πράξη ξεκινάει μέ εὐλογία. Αὐτό σημαίνει ταπείνωση, ἀλλά καί ἀγάπη. Καί ἄν γιά κάθε πράγμα ἀπαιτεῖται εὐλογία, πολύ περισσότερο γιά τά σπουδαία καί μεγάλα. Κάθε πράγμα πού κάνει ὁ ἄνθρωπος εἶναι σημαντικό καί οὐσιῶδες. Μέ τήν ὑπακοή καί τήν εὐλογία ὅλα ἀποκτοῦν ἱερό χαρακτήρα. Ὁ γνήσια ὑπάκουος νιώθει μέσα τοῦ τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο τοῦ χαρίζει ὄχι μόνο τή βαθειά εἰρήνη, ἀλλά καί τή βεβαιότητα τῆς μεταβάσεώς του «ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν» (Ἰω. 5:24).

Μέ τή μεθοδική ἀπάρνηση τοῦ ἰδίου θελήματος καί τῆς ἰδίας κρίσεως πού ἀπεργάζεται ἡ ὑπακοή μέ σκοπό νά συγκατατεθεῖ ὁ ἄνθρωπος στό θεῖο θέλημα, ξεπερνάει σιγά σιγά ὁ ὑπακούων τήν ἀνθρώπινη σοφία, γιατί οὐσιαστικά παραιτεῖται ἀπό τήν ἐθελοτυφλία καί τήν ἐμπάθεια, πού σκοτίζει τό ἡγεμονικό της ψυχῆς, δηλαδή τό νοῦ. Ἀνυψώνεται σέ πνευματική κατάσταση πού δέν μποροῦν νά διανοηθοῦν οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου παρά τά τυχόν προτερήματά τους, τήν κατά κόσμο μόρφωση καί παιδεία. Ἡ ὑπακοή εἶναι τελικά ὁδός πίστεως, πού νικάει τόν κόσμο, ὄχι μόνον αὐτόν, πού τόν περιβάλλει, ἀλλά πρώτιστα αὐτόν πού φωλιάζει μέσα μας.

Γι’ αὐτό ἡ ὑπακοή κατορθώνεται διά τῆς πίστεως. Χωρίς αὐτήν κανένας δέν μπορεῖ νά τή διδάξει καί κανένας δέν μπορεῖ νά τήν προσλάβει καί νοητικά καί πρακτικά. Ἐπειδή δέ ἡ ὑπακοή εἶναι πράξη θρησκευτική, εἶναι ἐνέργεια καθαρά ἐλεύθερη τόσο ἀπό τά ἀρνητικά στοιχεῖα, πού ἀναφέρθηκαν, ὅσο καί ἀπό τόν ἐγωκεντρισμό μας. Ἀλλιῶς δέν ἔχει κανένα νόημα καί ἀξία. Ἀκριβῶς δέ γιατί εἶναι τόσο μεγάλη ἡ ἀξία τῆς ὑπακοῆς, τό ζήτημα τοῦ πνευματικοῦ καθοδηγοῦ δέν εἶναι ζήτημα τύχης, ἀλλά ἐπίμονης ἐκζητήσεώς του ἀπό τόν Θεό μέ προσευχή καί νηστεία.

Ἀπό τό περιοδικό «Ὅσιος Φιλόθεός της Πάρου» τ. 9, ἔκδ. Ὄρθ. Κυψέλης, Θεσσαλονίκη 2003, σέλ. 21 (ἀποσπάσματα)