background
 
ΤΑΠΕΙΝΗ ΙΚΕΣΙΑ ΠΟΙΜΕΝΟΣ ΨΥΧΩΝ

π. Εὐσέβιου Βίττη


ΚΥΡΙΕ, κάποτε ἡ ἅγια Σου καρδιὰ πόνεσε ἀπερίγραπτα βλέποντας τὸ λαό σου σὲ πλήρη ἐγκατάλειψη. «Ἰδὼν τοὺς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθης περὶ αὐτῶν ὅτι ἦσαν ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα».

Ράγιζε ἡ θεανθρώπινη καρδιά Σου ἀπὸ τὸ ἀποκαρδιωτικὸ αὐτὸ θέαμα. Σὲ ἄλλη περίπτωση ἔκλαψες γιὰ τὴν ἴδια αἰτία. Ἀγαποῦσες τόσο πολὺ τὸ λαό Σου! Τὸν ἀγαποῦσες ἀφάνταστα, γιατί ἤσουν -καὶ εἶσαι πάντοτε!- ὁ «Ποιμὴν ὁ Καλός».

Καὶ τὴν ἀπέραντη ἀγάπη Σου γιὰ τὴν Ποίμνη Σου, πού δὲν περιορίζεται σὲ μόνον τὸν «περιούσιο» λαό Σου, ἀλλὰ ἐκτείνεται σὲ ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος τὴν ἔδειξες μὲ τὸν πιὸ ἀναμφισβήτητο, τρόπο. «Ἔθηκας τὴν ψυχὴν Σου ὑπὲρ τῶν προβάτων» πάνω στὸν φρικτὸ Γολγοθᾶ. Καὶ μᾶς ἄφησες ἔτσι αἰώνιο καὶ ἀνέφικτο παράδειγμα καλοῦ Ποιμένος. Μᾶς ἔδειξες ἔμπρακτα ποιοὶ πρέπει νὰ εἶναι, ὅσοι θὰ θελήσουν ὑπακούοντας στὴν κλήση Σου, νὰ γίνουν ποιμένες ψυχῶν. Ὀφείλουν γι` αὐτὸ νὰ «ἐπακολουθήσωσι τοῖς ἴχνεσί Σου», Ὤ, πόσο ἄξιο θαυμασμοῦ καὶ δοξολογίας εἶναι τὸ ὑπέροχο καὶ ἀνέφικτο παράδειγμά Σου!

Πόσο, ἀντίθετα, μηδαμινὸ καὶ ἀξιοδάκρυτο εἶναι τὸ δικό μου παράδειγμα, τὸ δικό μου ἄθλιο καὶ ἐλεεινὸ παράδειγμα!

Πῶς τολμῶ νὰ λέω πῶς εἶμαι ἤ, καλύτερα, πῶς ὑπῆρξα ποιμὴν ψυχῶν; Πόσο ἀπροσμὲτρητη εἶναι ἡ δική μου ἀναξιότητα καὶ ἁμαρτωλότητα!

ΚΥΡΙΕ, Ἐσὺ εἶσαι ὁ ἕνας καὶ μοναδικὸς Ποιμὴν ψυχῶν.

Ἀπὸ ἄπειρη συγκατάβαση ὅμως καὶ ἄμετρο ἔλεος θέλησες νὰ ἐμπιστευθεῖς τὸ μοναδικὸ αὐτὸ ἔργο σὲ ἀνθρώπινα χέρια. Γιὰ αὐτὸ εὐδόκησες ἀπὸ ἄπειρη συγκατάβαση καὶ ἔλεος νὰ καλέσεις ἀκόμη καὶ ἐμένα, τῶν ἀναξίων ἀναξιώτερον καὶ ἁμαρτωλῶν ἁμαρτωλότερο καὶ σιχαμερῶν σιχαμερώτερον, νὰ ἀκολουθήσω τὰ ἴχνη Σου στὸ ἔργο τῆς διαποιμάνσεως ψυχῶν.

Ἐσὺ ὁ ἴδιος ἐναποτέθηκες στὰ ἀκάθαρτα καὶ βέβηλά μου χέρια ὡς «παρακαταθήκη», γιὰ νὰ Σὲ διαφυλάξω ἀλώβητων ὡς τὴ φρικτὴ ἡμέρα τῆς Λογοδοσίας. Στὴν παρακαταθήκη αὐτὴ περιλαμβάνεται καὶ τὸ Σῶμα, τοῦ ὁποίου θεία Κεφαλὴ εἶσαι Ἐσύ, δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία Σου, στὸ πρόσωπο τῆς μικρῆς Ποίμνης, πού μοῦ ἐμπιστευόσουν.

Ἀλλοίμονό μου ὅμως, δὲν ἤμουν ἄξιος αὐτῆς τῆς τιμῆς οὔτε τότε, οὔτε, πολὺ περισσότερο, τώρα. Ὅμως παρόλα αὐτὰ ξέρεις πόσο βαθιὰ λαχτάρησα νὰ μποροῦσα νὰ ἀκολουθήσω μὲ πλήρη συνέπεια τὰ αἱματοβαμμένα ἴχνη Σου.

Ἐσὺ μόνο γνωρίζεις κάποια δάκρυα, κάποιους ἱδρῶτες, κάποιους μόχθους, κάποιες ἀγωνίες, κάποιες ἀγρυπνίες, κάποιες περιφρονήσεις, κάποιες εἰρωνεῖες ἢ καὶ ἀπειλές, πού μοῦ ἀπευθύνθηκαν, κάποιο αἷμα τῆς καρδίας, κάποιους ἀλάλητους στεναγμούς, πού προσφέρθηκαν ταπεινὰ μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ ἐξαγνισθεῖ ἡ ταπεινή μου προσφορά. Ἐσὺ ξέρεις πόσο μοῦ κόστισε ἡ ἀποδοχὴ τῆς κλήσεώς Σου.

Τὸ πῶς ὁδήγησες τὰ διστακτικὰ καὶ παραπαίοντα βήματά μου, τὸ πόσο μὲ ἀνέχθηκες στὶς πτώσεις μου καὶ στὶς ἀδεξιότητές μου, τὸ γνωρίζω πολὺ καλὰ γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Σὲ εὐχαριστῶ, Κύριε, ταπεινὰ γιὰ ὅλα αὐτά.

ΞΕΡΕΙΣ ὅμως πάλι, Κύριε, πόσοι ὄγκοι ἐγωισμοῦ, διαφορώτατων μὲ μητέρα τους τὴ φιλαυτία, ἀνθρωπαρέσκειας, ἰδιοτέλειας, μικροτήτων καὶ μὲ ἕνα λόγο ἁμαρτωλότητος ἀπροσμέτρητης, μόλυναν πάντα τὴν προσφορά μου.

Ξέρεις πώς κατὰ βάθος ἀναζητοῦσα τὸν ἑαυτό μου -καὶ δὲν Σοῦ τὸ κρύβω, τὸ ξέρεις ἄλλωστε ὡς Παντογνώστης, πώς καὶ τώρα τὸ ἴδιο κάνω- ἢ ὑπολόγιζα τοὺς ἀνθρώπους, τὴν κρίση τους τὴν καλὴ γιὰ μένα, τὴν εὔνοιά τους, τὴν τιμή τους γιὰ μένα. Ἀνακαλύπτω τώρα πιὰ μὲ πολλὴ ὀδύνη, πώς πολὺ λίγο ἔβλεπα τὸ Ποίμνιο ὡς ψυχὲς πρὸς σωτηρία. Δὲν πόνεσα μέχρι θανάτου γιὰ αὐτές.

Ὄχι. Ὑπῆρξα πολὺ σκληρὸς κι ἂς φυλαγόμουν νὰ μὴν τὸ δείχνω.

Ὑπῆρξα ξένος πρὸς τὴν τρυφερότητα καὶ τὴν ἀγάπη, ποὺ κλαίει καὶ ἀγρυπνεῖ μὲ πόνο πού προσφέρει τὰ πάντα γιὰ τὸ ὅποιο λογικὸ πρόβατο τῆς μικρῆς του ποίμνης πού πεθαίνει εὐχαρίστως γι’ αὐτὸ πού τὸ ἀγαπάει γιὰ ὅτι εἶναι.

Ἐγώ, κι ἂν ὑποτεθεῖ πώς ἀγαποῦσα σὲ κάποιο βαθμό, τὸν ἑαυτό μου οὐσιαστικὰ ἀγαποῦσα. Ἀγαποῦσα γιὰ τὸν ἑαυτό μου.

Πόσο ἀληθινὸ εἶναι αὐτό, τὸ ἀποδεικνύει τὸ γεγονός, πώς πολλὲς φορὲς τὶς ψυχές, πού μοῦ ἐμπιστεύθηκες, τὶς ἐγκατέλειψα ἄσπλαχνα ἀναζητώντας «καλύτερους» τάχα τρόπους «ἀξιοποιήσεως» τοῦ ἑαυτοῦ μου.

Εἶχα καὶ ἔχω τόσο τερατώδη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό μου! Φοβόμουν οὐσιαστικὰ τὸν θάνατο. Τὸν θάνατο γιὰ Σένα καὶ τὸ Ποίμνιό Σου. Καὶ πιστεύω πώς ποτέ μου δὲν προχώρησα πέρα ἀπὸ ἕναν κούφιο συναισθηματισμὸ λόγων στὸ σημεῖο αὐτό. Καὶ ἀπόδειξη εἶναι οἱ τόσες φορές, πού ἀπομακρύνθηκα οἰκειοθελῶς ἀπὸ τὸ Ποίμνιο.

Ἄλλο τὸ ὅτι ἡ ἀγάπη Σου μοῦ ἔδωσε νὰ καταλάβω πώς δὲν μοῦ ἦταν ἐπιτρεπτὸ νὰ ἐγκαταλείψω μὲ τόσο ἐπιπόλαιο τρόπο τὶς ψυχές, πού μοῦ ἐμπιστεύθηκες. Διά μέσου τῶν γεγονότων μοῦ ἔκανες φανερὸ πώς ἡ θέση μου ἦταν στὸν τόπο, ὅπου μὲ τοποθέτησες ἀρχικὰ καὶ πώς σὲ αὐτὸν ἔπρεπε νὰ πεθάνω.

Ὁ θάνατός μου θὰ ἔπρεπε νὰ πέραση ὅλα τὰ στάδιά του, ὥσπου νὰ ὁλοκληρωθεῖ μὲ τὴν ἐναπόθεση τοῦ πνεύματός μου στὰ χέρια Σου καὶ μαζὶ καὶ τῆς ἐντολῆς Σου. Γι’ αὐτὸ μὲ ξανάφερες στὸν ἀρχικό μου τόπο μὴ εὐλογώντας τὶς προσπάθειές μου, ἀλλὰ ἀντίθετα καταστρέφοντας τὸ ἔργο τῶν χεριῶν μου. Σὲ εὐχαριστῶ γιὰ τὴν καταστροφὴ αὐτή. Σὲ εὐχαριστῶ ταπεινὰ γιὰ τὴν ἀνοχή, πού ἐξακολουθητικά μοῦ δείχνεις, ἔστω κι ἂν εἶναι πολὺ ὀδυνηρὲς οἱ φανερώσεις τους.

Σὲ εὐχαριστῶ γιατί δὲν μὲ ἄφησες στὸν ὕπνο τῶν φαντασιώσεών μου, ἀλλὰ μὲ ξύπνησες στὴν πραγματικότητά μου καὶ στὴν ἀλήθεια πού ἀφορᾶ ἐμένα τὸν ἴδιο. πού θὰ ἦταν δυνατὸ νὰ εἶχα καταντήσει ἀλλιῶς!

Μά, νά, πού χρειάστηκε νὰ ἀπομακρυνθῶ πάλι ἀπὸ τὸ Ποίμνιό Σου. Ὅμως ἐτούτη τὴ φορὰ ὄχι ἀπὸ ὑπαιτιότητα δική μου, Κύριέ μου, ὅσο κι ἂν οἱ ἁμαρτίες μου παίζουν πάλι τὸ θλιβερό τους ρόλο καὶ στὴν περίπτωση αὐτή. Τὸ γιατί τὸ ξέρεις, Κύριέ μου.

Ἐσὺ ξέρεις καὶ τοὺς βαθύτερους λόγους, πού ἐγὼ τοὺς ἀγνοῶ.

Ἐσὺ γνωρίζεις πόσο ἔκλαψα καὶ πόσο κλαίω γι’ αὐτό.

Κλαίω σὰν μωρὸ παιδί.

Ματώνει ἢ καρδιά μου καθὼς βλέπω τὰ πρόβατά Σου λεηλατημένα, χωρὶς ποιμένα, χωρὶς φροντίδα καὶ «θεραπεία» τῶν πολλῶν τους ἀναγκῶν, χωρὶς τὴν κανονικὴ προσφορὰ τοῦ «σιτομετρίου» τους γιὰ νὰ διατηρηθοῦν στὴν πνευματική τους ζωή. Πόσο πονῶ, Κύριέ μου καὶ μὲ μόνη τὴ σκέψη, ὅτι δὲν μπόρεσα νὰ φέρω εἰς πέρας τὸ ἔργο, πού μοῦ ἀνέθεσες. Ὄχι πώς εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ ἔρθη ποτὲ σωστὰ εἰς πέρας, ἀλλὰ νά, ἔτσι ἀνθρώπινα κρίνοντας λέω νὰ μποροῦσα νὰ ἐκπληρώσω τουλάχιστον κάπως ὑποφερτὰ τὸ χρέος μου.

Θὰ ἤθελα καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή μου νὰ ἔδινα, ὅσο φτωχὴ καὶ ἀσήμαντη κι ἂν εἶναι,, ὅσο κι ἂν δὲν ἀξίζει καθόλου, μὰ καθόλου γιὰ τὶς ψυχές, πού μου ἔκανες τὴν ὑψίστη τιμὴ νὰ μοῦ ἐμπιστευθεῖς. Πόσο ἀγάπησα τὸ ποίμνιο αὐτὸ, τὸ ξέρεις, Κύριε. καὶ πόσο τὸ λαχταρῶ δὲν τὸ ἀγνοεῖς καρδιογνώστης, πού εἶσαι.

Ξέρω ὅμως κι ἐτοῦτο: Καμιὰ θυσία δὲν εἶναι εὐπρόσδεκτη ἐνώπιόν Σου καὶ δὲν μεταβάλλεται «εἰς ὀσμὴν εὐωδίας πνευματικῆς», ἂν δὲν γίνεται σύμφωνα μὲ τὸ πανάγιο θέλημά Σου. Καὶ ἂν καμιὰ ἀνθρώπινη δὲν εἶναι ἀξία τῆς Μεγαλοσύνης Σου, πόσο μᾶλλον ἡ δική μου, πού θὰ ἦταν ἤδη ἀπὸ τὴν πηγὴ της βρωμερή καὶ ἀηδιαστικὰ μολυσμένη μὲ κάθε ἀνθρώπινη ἁμαρτία καὶ ἀθλιότητα; Ξέρω πολὺ καλά, Κύριέ μου, πώς τὸ καλὸ δὲν εἶναι καλό, ἂν δὲν γίνεται καλά, ὅταν δὲν γίνεται σύμφωνα μὲ τὸ Ἀπόλυτο Καλό, τὸ πανάγιο θέλημά Σου.

Τὸ ζήτημα δὲν εἶναι νὰ θυσιαστῶ ἐγὼ καὶ ὅπως τὸ θέλω ἐγώ, ἀλλὰ ἂν τὸ θέλεις Ἐσὺ καὶ ὅπως τὸ θέλεις Ἐσύ.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὑποτάσσομαι στὸ θέλημά Σου. Δέχομαι εὐχαρίστως τὴν περιφρόνησή του νὰ θεωροῦμαι «προδότης» τοῦ Ποιμνίου Σου, λιποτάκτης τοῦ χρέους μου ἔναντι τῶν ἀγαπημένων μου ψυχῶν. Μὲ παρηγορεῖ ἡ σκέψη πώς παρόλα αὐτά Ἐσὺ ξέρεις τὰ πάντα. Ξέρεις πιὸ καλὰ καὶ ἀπὸ μένα τὸν ἴδιο αὐτά, πού μὲ ἀφοροῦν.

Ἐσὺ τὰ ξέρεις σωστὰ καὶ ὅπως εἶναι. Οἱ ἄνθρωποι τὰ ξέρουν, ἂν τὰ ξέρουν, ἀνάποδα, λειψά, παραποιημένα, ἀπὸ ἀδέσποτες ἴσως φῆμες, ἀπὸ διεργασίες τῆς δικῆς τους φαντασίας ἢ καχυποψίας καὶ μὲ βάση ἴσως ὅτι ἡ ὄχι καλὴ διάθεση μερικῶν ἴσως ἔχει χαλκέψει.

Μακριά, τοπικὰ πιὰ ἀπὸ τὸ ποίμνιο, πού ἀγαπῶ μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, μὰ καὶ ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ παρευρίσκομαι κοντὰ τοὺς ἐφ’ ὅρου ζωῆς, νιώθω τὸ χρέος νὰ βρίσκομαι δίπλα του πνευματικὰ καὶ ἀθώρητος, νὰ ξαγρυπνῶ μαζί Σου γιὰ τὶς ἀγαπημένες μου ψυχές. Νὰ μιλῶ μαζί Σου γι` αὐτές. Νὰ βουλεύομαι μαζί Σου γιὰ τὶς ἐγκαταλελειμμένες, τὶς πονεμένες, τὶς βασανισμένες, τὶς γεμάτες λαχτάρα νὰ ἔρθουν κοντά Σου ψυχές.

Μέ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου καὶ ἀπὸ ὅτι τυχὸν ξέρω ἢ μαθαίνω, βλέπω τὴν Ποίμνη Σου περιτριγυρισμένη ἀπὸ λύκους διψασμένους γιὰ αἷμα, κυριαρχημένους ἀπὸ ἄγρια βουλιμία νὰ καταβροχθίσουν ψυχές.

Βλέπω μεταμφιεσμένους σὲ πρόβατα θανάσιμους ἐχθροὺς τῶν προβάτων Σου, πού θέλουν νὰ τὰ ἀπομυζήσουν.

Βλέπω τοὺς θρασεῖς «κλέπτας», πού ἔρχονται νὰ «ἁρπάσωσι», νὰ «θύσωσι», νὰ «ἀπολέσωσι». Βλέπω… καὶ τί δὲν βλέπω.

Μὴ μπορώντας ὅμως νὰ κάνω τίποτε ἄλλο, κράζω:

Κύριε, κράζω μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ἀσθενικῆς μου φωνῆς: Βοήθεια, Κύριε! Βοήθεια! Κλέφτες στὸ μαντρί! Λύκοι στὸ κοπάδι μὲ αἱμοβόρα διάθεση! Φωνάζω σὲ Σένα τὸν μόνον Ἀρχιποίμενα, γιατί ξέρω καὶ τὴν ἀπέραντη στοργή Σου γιὰ κάθε πρόβατο προσωπικὰ καὶ τὴν ἄπειρη δύναμή Σου νὰ συμπαρασταθεῖς σ’ αὐτὰ καὶ στὶς δυσκολίες τους καὶ στοὺς πειρασμούς τους. Κράζω ἔτσι δεμένος, πού εἶμαι, μὲ καταματωμένη καὶ κουρελιασμένη τὴν καρδιά μου, μὲ πλημμυρισμένα ἀπὸ δάκρυα τὰ μάτια μου, μὲ φωνή, πού τὴν ἀλλοιώνουν ἀσυγκράτητοι λυγμοί. Κύριε, προστάτευσε τὴν Ποίμνη Σου! Ὁδήγησέ της τὰ βήματα «εἰς νομὰς σωτηρίους», «εἰς τόπον χλόης», «εἰς ὕδατα ἀναπαύσεως». Ἐκεῖ στοὺς θεϊκοὺς λειμῶνες τῆς θεία Σου ἀγαπήσεως ἔκθρεψέ την μὲ τὰ ἁγιαστικά τῆς χάριτός Σου καὶ πρὸ πάντων μὲ τὴν τροφὴ τῆς ἀθανασίας, τὸ πανάγιο Μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τὸ ἀντίδοτο τοῦ θανάτου.

Καὶ πρό πάντων στεῖλε ποιμένες ἅγιους, σεμνούς, σώφρονες, καθαρούς, ταπεινούς, τίμιους, ἀνιδιοτελεῖς, ἀληθινοὺς γνήσιους ὥριμους πνευματικά, «ὑγιαίνοντας περὶ τὴν πίστιν», φωτοειδεῖς καὶ χριστοειδεῖς, ὥστε νὰ κατευθύνουν τὴν Ποίμνη Σου «εἰς τόπον Σου».

Ναὶ Κύριε, Κύριέ μου, Σὲ ἱκετεύω θερμὰ μὲ δάκρυα, στεῖλε ἅγιους ἱερεῖς, ἐργάτες τοῦ θερισμοῦ Σου, οἰκονόμους τῆς ποικίλης Χάριτός Σου στὸ ἐγκαταλελειμμένο Ποίμνιό Σου, Στεῖλε ἱερεῖς παρακαλοῦντας τὸν λαό σου Κύριε!

Ὤ, πόσο θὰ χαίρομαι, ὅταν ἡ Ποίμνη Σου θὰ χαίρεται! Πόσο θὰ σκιρτῶ ἀπὸ ἀγαλλίαση, ὅταν τὸ λογικό Σου κοπάδι θὰ ἀναπαύεται κάτω ἀπὸ τὴ θεία Σου, σκέπη, ἀναπνέοντας τὴ ζείδωρη αὔρα τῆς Χάριτός Σου, ἤρεμο καὶ γαλήνιο, γιατί θὰ ξέρη πὼς πάνω του ἀγρυπνεῖς Ἐσὺ ὁ ἴδιος!

Γνωρίζω ὅμως πόσο ἡ ἀνθρώπινη πραγματικότητα εἶναι πεζή, ἀπογοητευτική, ἀντινομική, γεμάτη ἀδυναμίες. Ξέρω ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μου πόσο δύσκολο εἶναι γιὰ τὰ πρόβατά Σου νὰ ὑποταχθοῦν πέρα γιὰ πέρα στὸ θέλημά Σου. Εἶναι τόσο διεφθαρμένη ἡ φύση μας καὶ τόσο διεστραμμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, Κύριε!

Δὲν ἀγνοῶ ἀκόμα πώς τὸ δυσκολότερο ἐπίτευγμα εἶναι νὰ ἑνωθοῦν ὅλα τὰ πρόβατα ἐσωτερικά, ὀργανικά, ἀληθινὰ σὲ μία πραγματικὰ πνευματικὴ ποίμνη ὑπὸ ἕνα Ποιμένα, Ἐσένα, ὢ Ἰησοῦ μου.

Γιὰ αὐτὸ δὲν προσευχήθηκες ἐσὺ ὁ ἴδιος στὸν Πατέρα Σου λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πάθος Σου; Ξέρω ἀπὸ πικρὴ πείρα τὸν διασπαστικὸ ρόλο τῶν προσωπικῶν ἀντιλήψεων καὶ ἰδεῶν, τῶν συναισθηματικῶν καταστάσεων, τῆς ἄγνοιας τοῦ Εὐαγγελίου Σου τῆς ἐλλείψεως τῆς ἐσωτερικῆς μυστικῆς (ἐπι)κοινωνίας μὲ Σένα καὶ μὲ τὰ ὑπόλοιπα πρόβατά Σου μεταξύ τους, τῆς σφοδρῆς πολεμικῆς ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας Σου, τοῦ κάκου, κάκιστου, παραδείγματος κάποιων ἀνάξιων ποιμένων Σου, ἀπὸ τοὺς ὁποίους ὁ χειρότερος τυχαίνει νὰ εἶμαι ἐγώ.

Ξέρω πόσο ὁ «ἀρχέκακος ὄφις», ὁ ἐχθρὸς διάβολος, σπέρνει κάθε εἴδους ζιζάνια ἀνάμεσα στὰ πρόβατά Σου. Δὲν ἀγνοῶ πόσο δελεαστικὰ καὶ γοητευτικὸς πλάνα εἶναι τὰ μονοπάτια τῆς ἁμαρτίας καὶ τῶν φευγαλέων, ἀπατηλῶν δέ, ἀγαθῶν τοῦ κόσμου ἐτούτου. Ὅλα αὐτὰ καὶ ὅτι σχετικό, κρατοῦν τὸ Ποίμνιό Σου σὲ κατάσταση συγχύσεως, διασκορπισμοῦ, ἀδυναμίας συμπορεύσεως, συμπνευματισμοῦ στὸ Ὄνομά Σου.

Μὴ μπορώντας νὰ κάνω τίποτε -μὰ καὶ στὴν καλύτερη περίπτωση τί μπορεῖ νὰ κάνη ὁ ἄνθρωπος;- Σὲ παρακαλῶ δέξου μία ταπεινὴ προσφορά, Κύριε. Μία προσφορὰ ἑνὸς ἀνάξιου ποιμένος ψυχῶν, πού παρόλη τὴν ἀθλιότητα τοῦ ἀγαπάει τὰ πρόβατά Σου, δηλαδὴ τοὺς ἀδελφούς του, γιατί καὶ αὐτὸς πρόβατό Σου εἶναι, τὰ νιώθει ἑνωμένα μαζί του μὲ μία ἑνότητα «ἐν ἑνὶ πνεύματι καὶ μία καρδίᾳ» καὶ ἱκετεύει γι’ αὐτά. Καὶ ἡ προσφορά μου θὰ εἶναι:

Γιά ὅσα πρόβατά Σου δὲν Σὲ γνωρίζουν καὶ γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ἐπικοινωνοῦν μαζί Σου, θὰ ἐπικοινωνῶ ἐγώ.

Γιὰ ὅσα πρόβατά Σου κλαῖνε γιὰ τὶς ὅποιες παραβάσεις τους καὶ ἐκτροπὲς τους, μικρὲς ἢ μεγάλες, τὶς ἐν γνώσει ἢ ἐν ἀγνοία τους, θὰ κλαίω ἐγώ.

Γιὰ ὅσα πρόβατά Σου βυθίζονται ἀτὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας χάνοντας τὴν ἁγνότητά τους, θὰ θρηνῶ ἐγώ.

Γιὰ ὅσα πρόβατά Σου κοιμοῦνται τὸν μακάριο ὕπνο τῆς ἀμελείας καὶ ἀδιαφορίας, θὰ ξαγρυπνῶ ἐγώ.

Γιὰ ὅσα πρόβατά Σου Σέ βλασφημοῦν καὶ Σὲ περιφρονοῦν, γιατί ποτὲ τους δὲν γνώρισαν πραγματικά, θὰ Σὲ ὑμνῶ καὶ θὰ Σὲ δοξολογῶ ἐγώ.

Γιὰ ὅσα πρόβατά Σου εἶναι δέσμια ὁποιουδήποτε πάθους, γονατιστὸς θὰ Σέ ἱκετεύω νὰ τὰ ἐλευθέρωσης ἀπὸ τὰ φοβερὰ δεσμά τους.

Γιὰ ὅσα πρόβατά Σου Πέφτουν σὲ χέρια λύκων, μὲ ἀγωνιᾶ καὶ ἀπελπισμένα Σοῦ κράζω. Κύριε, Κύριε, Κύριε, σῶσε τα!γλύτωσε τα!

Γιὰ ὅσα πρόβατά Σου βρίσκονται σὲ ἀπελπιστικὴ κατάσταση, σὲ ἀδυναμία νὰ σκεφτοῦν καὶ μὴ μπορώντας νὰ βροῦν τὴ σωτήρια διέξοδο ἀπὸ τὸν λαβύρινθο, στὸν ὁποῖο βρίσκονται, θὰ Σοῦ δέομαι ἐγώ.

Μὲ ὅσα πρόβατά Σου ἀγωνίζονται εἰλικρινά, καὶ δακρύζουν καὶ πονοῦν καὶ πασχίζουν καὶ ματώνουν καὶ ἀδιάκοπα προσπαθοῦν νὰ «τελέσωσι τὸν δρόμον» τους μὲ χαρά, γιὰ νὰ φέρουν σὲ αἴσιο πέρας τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τους, θὰ συναγωνίζομαι καὶ ἐγὼ «ἐν τοῖς προσευχαῖς», ὥστε νὰ ἀξιωθοῦν νὰ λάβουν τὸ στεφάνι τῆς νίκης, τὸ ὁποῖο «θά ἀποδώσεις Σὺ ὁ δίκαιος Κριτὴς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ».

Ξέρω πώς ὁ καθένας μας εἶναι προσωπικὰ ὑπεύθυνος ἐνώπιόν Σου, Κύριε. «Ἕκαστος περὶ ἑαυτὸν δώσει λόγον Σοὶ τῷ Θεῷ».

Ξέρω ὅμως πάλι πώς τίποτε δὲν ἐμποδίζει τὴν ἀγάπη στὸ ὄνομά Σου νὰ ταυτίζεται μὲ ὅλη τὴν Ἐκκλησία Σου, «μὴ ζητοῦσα τὰ ἑαυτῆς», καὶ νὰ ἀκολουθήσει τὰ ἴχνη Σου, γιὰ νὰ γίνει «χριστοειδὴς» καὶ «χριστόμορφος».

Ἐσὺ δὲν ἔκανες γιά μᾶς καὶ ἀντὶ γιὰ μᾶς αὐτὸ τὸ ὁποῖο, ὅ,τι καὶ νὰ ξέραμε, ὅ,τι καὶ νὰ θέλαμε, ὅτι καὶ νὰ πασχίζαμε, δὲν θὰ μπορούσαμε ποτὲ νὰ κατορθώσουμε; Ἂν τόλμησα καὶ εἶπα τὶς μεγάλες κουβέντες, πού εἶπα πιὸ πάνω, τόλμησα νὰ τὸ κάνω μόνο καὶ μόνο, γιατί ξέρω πολὺ καλὰ πώς ὄχι ἐγὼ ὁ γήινος καὶ ἀδαμιαῖος καὶ πρῶτος τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀλλὰ Ἐσὺ εἶσαι Ἐκεῖνος, πού θὰ κάνης ὅ,τι δὲν κάνουμε ἐμεῖς καὶ θὰ συμπλήρωσης τὶς δικές μας ἐλλείψεις καὶ ἀτέλειες.

Κανένας δὲν ἀγαπάει τὰ πρόβατά Σου, ὅσο Ἐσὺ ὁ ἴδιος· καὶ φυσικὰ δὲν περιμένεις νὰ μάθεις τὶς ἀνάγκες τους ἀπὸ τὶς δικές μας ἀναιμικὲς προσευχές. Ἐπειδὴ ὅμως Σὲ ξέρω, ὅσο καὶ ἂν ἡ γνώση μου γιὰ Σένα εἶναι ἀπόλυτα μικρὴ καὶ μηδαμινή, τόλμησα νὰ μιλήσω «εἰς τόπον Σου», ὅπως θὰ μιλοῦσες Ἐσύ. Ἀποτόλμησα νὰ γίνω τῶν δικῶν Σου συναισθημάτων -σὲ κάποιον ἐλάχιστο βαθμό, βέβαια- ἑρμηνεὺς γιὰ τὰ πρόβατά Σου, πού γιὰ χάρη τους ἔγινες «ὁ Ὤν ὃς οὐκ ἦς δι’ ἡμᾶς». Ἂν ὅμως παρόλα αὐτὰ εἶναι τὰ λόγιά μου ὑπερφίαλα καὶ παράτολμα γιὰ τὴν ἀθλιότητά μου, συγχώρησέ με, Κύριε. Συγχώρησε γιατί ξέρω τὴν ἀδυναμία μου. Συγχώρησέ με, γιατί στὴν ὑπερβολὴ τῆς ἀγάπης εἶπα, ὅ,τι καὶ δὲν μοῦ ταιριάζει καὶ μὲ ξεπερνάει «ἄπειρον ὅσον».

Δέξου Κύριε Ἰησοῦ γλυκύτατε, Ἀρχιποίμην Ἰησοῦ, Υἱὲ Θεοῦ Μονογενές, Ἀγάπη τῆς Ἀγάπης τοῦ Πατρός, πού εἶναι ἡ ρίζα κάθε ἀγάπης, δέξου, Κύριέ μου, τὴν ταπεινή μου προσφορά. Δέξου την καὶ ἐπειδὴ ὁπωσδήποτε εἶναι μολυσμένη καὶ βεβορβορωμένη ἀπὸ τὴν ἄμετρη ἁμαρτωλότητά μου, ἐξάγνισέ την Εσύ καθάρισέ την Ἐσύ, συμμόρφωσέ την Ἐσὺ σύμφωνα μὲ τὴ δική Σου σοφία καὶ καθαρότητα.

Δέξου τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς μου, ὅσο κι ἂν εἶναι πήλινη.

Δέξου τὰ δάκρυά μου, ὅσο κι ἂν εἶναι γήινα.

Δέξου τὴν ταπεινή μου ἱκεσία, ὅσο κι ἂν εἶναι φτωχὴ καὶ ἰσχνή.

Σὲ ἱκετεύω, φτωχό Σου πρόβατο κι ἐγώ, γιὰ τὰ πρόβατά Σου, πού εἶναι ἀδέρφια μου, πού εἶναι παιδιά Σου, ποὺ εἶναι παιδία τοῦ «Πατρὸς ἡμῶν τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», Πρωτότοκε καὶ Πρεσβύτερε Ἀδελφέ, Κύριε καὶ Δέσποτα Ἰησοῦ Χριστέ, Σωτήρ μου.

Ὅσον καιρὸ μετάνοιας, συντριβῆς, προσευχῆς, ἀφιερώσεως καὶ ἡσυχίας πνευματικῆς θὰ μοῦ χαρίζει ἡ εὐσπλαχνία Σου -μία μέρα; μία ἑβδομάδα; ἕνα μήνα; ἕνα χρόνο;- ὅσον καιρὸ θὰ μοῦ χαρίζει ἡ ἄμετρη ἀγαθότητά Σου καὶ ἀνοχή Σου, θὰ τὸν ἀφιερώσω σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο: θὰ ἱκετεύω γιὰ τὰ πρόβατά Σου. Ὤ, μὴν ἀπορρίψεις τὴν ταπεινή μου ἱκεσία, Κύριε! Τὸ ξέρεις πὼς ἡ μεγάλη μου εὐτυχία κλείνοντας τὰ μάτια στὸν μάταιον αὐτὸν κόσμο, ἡ πιὸ μεγάλη μου χαρά, θὰ εἶναι νὰ ἔχω κρατήσει μία καὶ μόνο εἰκόνα:

“ἕνα κοπάδι λογικῶν προβάτων, τῶν προβάτων, πού μοῦ εἶχες Ἐσὺ ἐμπιστευθεῖ, μὰ δὲν ἀξιώθηκα νὰ πεθάνω ἀνάμεσά τους, νὰ βόσκουν ἑνωμένα, ἀγαπημένα, εἰρηνικά, πνευματικὰ καταρτισμένα σὲ κάποιους λειμῶνες τῆς Χάριτός Σου, κάτω ἀπὸ τὰ στοργικὰ βλέμματα ἑνὸς ἴσως καὶ περισσότερων- ἁγίων ἱερέων καὶ πνευματικῶν ποιμένων, πού θὰ τοὺς ἔχεις στὸ μεταξὺ Ἐσὺ στείλει, γιατί καὶ γι’ αὐτὸ Σὲ ἔχω ἐνοχλήσει πολύ, ὅπως τὸ ξέρεις καλά.

Ἴσως αὐτή ἡ εἰκόνα, πού θὰ ἔχω κλείσει στὰ μάτια μου, νά ʼναι ἡ μόνη μου ἀπολογία μπρὸς στὸ φοβερὸ Κριτήριο καὶ τὸ ἀδέκαστο Βῆμα Σου.

Ὅταν μοῦ πεῖς: τί ἔκανες λοιπόν, φτωχὴ ψυχή, ἐκεῖ κάτω στὴ γῆ; Θὰ μπορῶ ἴσως τότε μὲ ὅλη τὴν ἁπλότητα καὶ τὸ θάρρος, πού μοῦ ἐμπνέει ἡ ἀγάπη Σου, νὰ Σοῦ ἀποκριθῶ ταπεινά:

Σοῦ δάνειζα τὰ δάκρυά μου,

γιὰ νὰ κάνης τὶς συνθέσεις

τῶν χρωμάτων αὐτῆς τῆς εἰκόνας,

πού ἔφερα μαζί μου Κύριε!

ΑΜΗΝ, ΑΜΗΝ, ΑΜΗΝ, ΚΥΡΙΕ ΜΟΥ, ΙΗΣΟΥ ΜΟΥ !