background
 
 
π. Ευσέβιος Βίττης: 10 χρόνια από την κοίμησή του
Ἱεραπόστολος τῆς Ἀγάπης


Γιάννης Πατσώνης



Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει «ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾿ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. «Α Κορ. 4,15» . Αὐτὸ τὸ βιώνουμε καὶ ὅσοι εἴχαμε τὴν εὐλογία νὰ συγκαταριθμοῦμε μαζὶ μὲ χιλιάδες πνευματικὰ παιδιὰ τοῦ π. Εὐσεβίου (1/4/1927 – 4/11/2009).


Ἀπὸ τὴν βιογραφία του, ἀπὸ ὅσο βέβαια μᾶς ἄφησε γνωστά, γιατὶ ἐπεδίωκε τὴν ἀφάνεια, σημπεραίνουμε πῶς συνδύαζε θεωρία μὲ πράξη καὶ κοινωνικὴ προσφορά.

«Πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι».

 Ἐρημίτης σ’ ἕνα χωριὸ ἔξω ἀπὸ τὸ Σιδηρόκαστρο {κελλὶ Ἁγίου Σάββα, ἁγίας Ματρώνης καὶ τῶν διὰ τῆς εὐχῆς ἁγιασθέντων αὐταδέλφων Μαξίμου καὶ Δομετίου) στὴν Φαιὰ Πέτρα. Ἀλλὰ καὶ στὴν Σουηδία (ἔζησε ἐκεῖ συνολικὰ 20 χρόνια) γιὰ ἕνα μεγάλο διάστημα εἶχε ἱδρύσει «ἐργαζόμενος ἰδίοις χερσίν» τὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου Νικολάου μέσα σ’ ἕνα δάσος, 300 χιλιόμετρα μακρυὰ ἀπὸ τὴν Στοκχόλμη. Τότε ἐργαζόταν σὲ ἕνα ἵδρυμα καὶ κάθε ἡμέρα περπατοῦσε 6 χιλιόμετρα (3 ὥρες περίπου) μὲ θερμοκρασία συχνὰ (-25ΟC).

Ὁ Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος σ’ ἕνα του ἄρθρο σε αὐτὴν τὴν ἐφημερίδα, τὴν «Χριστιανικὴ» στὶς 24.12.2009 ἔγραφε μὲ τὸν τίτλο «Σκαφτιὰς ρακοσυλλέκτης καὶ μαραγκός»: Ὁ π. Εὐσέβειος ἤξερε πολὺ καλὰ τὶ σημαίνει χειρωναξία καὶ δὲν τὴν ἀποστράφηκε … ἀσυμβίβαστος μὲ τὶς ὅποιες σκοπιμότητες καὶ τὴν παραπλανητικὴ χλιαρότητα ἔγινε ρακοσυλλέκτης στὴν ὀργάνωση Ἐμμαοὺς τοῦ ἀβᾶ Πιέρ στὸ Παρίσι … ἡ ἀναζήτηση τοῦ οὐσιώδους τὸν ἔφερε στὴν Σουηδία. Βίος δίχως τὴν ἐλάχιστη ἄνεση … ἀσκήτεψε ὅπως οἱ ἀσκητὲς τῆς ἑρήμου … μὲ τὴν φλόγα ποὺ τὸν κατάκαιγε».

Συγγραφέας πολλῶν βιβλίων νηπτικῶν (Ἀναβάσεις, Οὐκ ἐπ’ ἄρτω μόνω, Εἰς ὕψος νοητόν. Ὁμιλίες στὴν Ἀποκάλυψη Ἰωάννου. Ὁ πολύαθλος Ἰώβ, κ.ἄ.). μεταφραστής (Ὁ δρόμος τῶν ἀσκητῶν, Κουβεντιάζοντας μὲ τὸν πόνο), ἀλλὰ καὶ κοινωνικὸς λειτουργός, ἀποκλειστικὸς νοσοκόμος σὲ ἀναπήρους, δάσκαλος στὶς Σκανδιναβικὲς χῶρες. Ἄμισθος ἱερέας ποὺ ἀκτινοβολοῦσε τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως.

 «Ἡ φυγή»

Θὰ ἀναφερθοῦμε σὲ ἕνα βιβλίο του μὲ διηγήματα «Ἡ φυγὴ» ἔκδ. Ἔλαφος ποὺ δὲν εἶναι τόσο γνωστό, ποὺ δείχνει τὴν «καύσι τῆς καρδίας του ὑπὲρ πάσης τῆς Κτίσεως».

Στὸ πρῶτο κείμενο «Ὁ Ἐρρίκος» περιγράφεται ἕνας φιλότιμος ἐργάτης, μὲ μουτζούρικη δουλειά, ποὺ γίνεται θυσία γιὰ τοὺς ἄλλους συντρέχοντάς τους, ἀνιδιοτελῶς σὲ ἕνα ἑρημικὸ χωριό. Εἶναι ἡ καλοσύνη ἐνσαρκωμένη, ποὺ ἡ αὐταπάρνησή του πηγάζει ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι εἶχε ποτισθεῖ πλούσια μὲ τὸ νάμα τῆς Εὐαγγελικῆς διδαχῆς.

Τὸ 2ο διήγημα εἶναι μία ἀλληγορία γιὰ δύο χαρακτῆρες, ποὺ συναντᾶμε συχνά: ὁ «ἔξυπνος», ποὺ σὰν ἀναρριχητικὸ παράσιτο ἀκούγοντας μόνον τὴν φωνὴ τῆς λογικῆς ἐκμεταλλεύεται ἕναν «ηλίθιο» ἄκακο μὲ ἄδολη καρδιά, ποὺ στὸ τέλος γίνεται «βαρὺς καὶ βλεπόμενος»γιὰ τὸν κόσμο. Μᾶς ἔλεγε σχετικὰ ὁ πατήρ, πὼς ὁ Θεὸς δίνει σὲ ὅλους ἕνα χάρισμα, ποὺ πρέπει νὰ συνδεθεῖ μὲ τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ γίνει αὐτὸ ποὺ πρέπει. Κάθε χαρακτήρας χρειάζεται νὰ ἐξαγιασθεῖ καὶ νὰ ἐνεργεῖ πνευματικά. «Γι’ αὐτὸ σταυρώθηκε καὶ ἀνέστη ὁ Κύριος γιὰ νὰ μεταμορφώσει τὴν φύση μας καὶ νὰ τὴν κάνει ἀπὸ θηριώδη καὶ ἀγριωπή, λεπτή, τρυφερή, πονετική, γεμάτη κατανοούσα ἀγάπη».

Τὸ 3ο κείμενο. «Ὁ Χάρτινος Βρυκόλακας» διεισδύει στὸν ξεπεσμὸ ἑνὸς θύματος στὸ πάθος τῆς χαρτοπαιξίας, ποὺ τελικὰ μετανιωμένος ἀλλάζει πορεία.

Στὸ 4ο ἀφήγημα. «Ὅπως καὶ στὸ παραμύθι» ἀπεικονίζεται ἡ δύναμη τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης. Ἀρχικά, ἀναφέρεται σὲ ἕνα θρύλο στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Ἀρθούρου, ὅταν ἕνας εὐγενὴς ἱππότης ἐπαναφέρει στὸ «ἀρχαῖο κάλλος» μιὰ δύσμορφη ὕπαρξη. Μετὰ παραπέμπει στὸ «Γεροντικό», ὅταν ὁ μοναχὸς Ἰωάννης Κολοβὸς ἁρπάζη ἀπὸ τὸ «καταγώγιο τῶν δαιμόνων» μὲ τὴν ἀρετὴ τῆς διάκρισης καὶ τὸν κλαυθμό του, τὴν ψυχὴ τῆς Παϊσίας ποὺ εἶχε παραπέσει. Ὅμως ὅταν ἐγκατέλειψε τὴν ἁμαρτία μιὰ ὥρα τῆς θερμῆς μετάνοιάς της μέτρησε πάνω ἀπὸ τὴν μετάνοια πολλῶν χρονιζόντων. Αὐτὸ τὸ θέμα ὁ πατὴρ τὸ ἀνέπτυξε σὲ ἕνα κείμενο «Ἡ ὑπέρβασις τοῦ μοραλισμοῦ», ὅπου ἀντιπαραθέτει τὸν φαρισαϊκὸ τρόπο ἀντιμετώπισης μιᾶς ἐλευθεριάζουσας γυναίκας ἀπὸ ἕνα ἄτεγκτο μισσιονάριο στὶς Φιλιππῖνες, στὸ διήγημα «Ἡ βροχὴ» τοῦ Σάμερσετ Μομ, μὲ τὸν θεραπευτικὸ ρόλο τοῦ πνευματικοῦ ποὺ πονάει γιὰ τὸ ἀπαλωλός, καὶ τὸ λυτρώνει ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Κολοβό.

Στὸ 5ο διήγημα «Δωδεκάχρονος Ἄγγελος» παρακολουθοῦμε τὴν καρτερικὴ ἀποδοχὴ ἑνὸς ἀδόκητου χαμοῦ μιᾶς ἀγγελικῆς παιδούλας σὲ ἕνα εἰδυλλιακὸ χωριουδάκι.

Στὸ 6ο κείμενο, ἔχουμε τὴν «Ἀπάντηση τοῦ θείου Σέργιου», τοῦ ξενιτεμένου στὴν Βραζιλία, μὲ ἕνα τρυφερὸ γράμμα στὴν οἰκογένεια ποὺ τὰ παιδιάτης ρωτᾶνε «γιατὶ νὰ σκοτώνονται καὶ ἀθῶα πλάσματα σὲ μιὰ θεομηνία;».

Στὸ 7ο κείμενο. «Ἀθωνικὸ Ὁδοιπορικὸ» πορευόμαστε μὲ τὸν ἀφηγητὴ στὸ Ἅγιον Ὅρος. Ἀφοῦ φτάσει στὴν Δάφνη βαδίζει πρὸς τὴν Σιμωνόπετρα, κάνοντας παραλληλισμοὺς ἀνάμεσα στὴν σωματικὴ γυμνασία ποὺ ἐπιβάλλει ἡ ὁδοιπορία καὶ στὸν ἀγῶνα ποὺ ἀπαιτοῦν οἱ πνευματικὲς ἀναβάσεις. Βλέποντας τὰ μοναστήρια ποὺ ὑψώνονται σὰν φρούρια ἀπόρθητα, ἀναλογίζεται πῶς «ἄπαρτο κάστρο πρέπει νὰ εἶναι ἡ καρδιά», τὸ ἴδιο ἀπάτητη « ἐχθροῖς φοβερὰ καὶ πάσι θαυμαστική». Διατρέχοντας ἀτραποὺς μέσα σὲ πυκνὰ δάση ἀναπέμπει προσευχὴ ἀπὸ τὰ κατάβαθα τῆς ψυχῆς «πρὸς τοὺς ἄγνωστους πατέρες καὶ ἀδελφοὺς ποὺ ἔκαναν τὰ μονοπάτια αὐτὰ βατά». Βεβαιώνεται πὼς «σιγὰ – σιγὰ θὰ ἀνεβαίνει κανένας στὶς ὑπέρτερες βαθμῖδες τῆς πνευματικότητος, ὅμως «εἶναι εὔκολο τὸ ξεστράτιμα ἐπειδὴ ἡ οἴηση καραδοκεῖ νὰ πιάσει στὰ δίχτυά της τὸν ἀπρόσεκτο ἀγωνιστή».

Συγινεῖται μὲ τὴν φιλάδελφη ἀντιμετώπιση ἀπὸ πτωχοὺς ἑρημῖτες ὅμως δὲν ἀποσιωπᾶ καὶ ἕνα γεγονὸς ποὺ διάβασε σὲ ἕνα ὁδοδείχτη. Ἐκεῖ βλέπει πὼς κάποιοι μὲ «ζῆλο οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» ἔδιωξαν ἕνα ξένο μὲ μακριὰ μαλλιὰ καὶ γένεια, πληγώνοντάς τον βαθιά, ἂν καὶ αὐτὸς ἀγαποῦσε παρ’ ὅλη τὴν ἐξωτερική του θωριά, τὸν ἱερὸ τόπο. Καὶ γράφει μὲ ἀφορμὴ αὐτήν: «Ἡ κατανόηση τοῦ ἄλλου δὲν εἶναι δυνατὴ μόνον ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό του. Χρειάζεται κάποια ἄλλη δοκιμασία. Καὶ αὐτὴ πρέπει νὰ τὴ μάθει κανένας μὲ ταπεινὴ μαθητεία στὸ σχολεῖο τῆς ἀγάπης καὶ τῆς ὑπομονῆς».

Κι ἔτσι συμπεραίνουμε κι ἐμεῖς πὼς ἡ ἀγάπη πρέπει νὰ βρίσκει τρόπους πολλοὺς γιὰ νὰ ἐκφραστεῖ – ἐν κρυπτῷ συχνά. Ἀρκεῖ ἕνα ἄγγιγμα στὸν ὦμο συμπονετικό, ἕνα χαμόγελο, μιὰ συμμετοχὴ σὲ πρακτικὲς ἀνάγκες ἑνὸς ἀβοήθητου. Τέλος περνῶντας τὴν σκήτη τῆς Ἁγίας Ἄννας, τὸν Σταυρό, ἀντικρύζει τὰ Κατουνάκια, τὰ φοβερὰ Καρούλια καὶ φτάνει στὴν Κερασιά, στὸ κελλὶ τῶν Εἰσοδίων ὅπου βρίσκει μιὰ ἀνταπόκριση ὅλη θέρμη καὶ πρόσχαρο αὐθορμητισμό.

Στὸ τελευταῖο κείμενο «Ἡ φυγή» ἐξιστωρεῖται ἡ ἐσωτερικὴ διαδρομὴ ἑνὸς ὑπερευαίσθητου, ἄδερμου σχεδὸν νεαροῦ, ποὺ ὡριμάζοντας μὲ τὸν καιρό, κατανοεῖ πὼς ἡ αὐτεπίγνωση θέλει ὄχι μόνο καθαρὴ ματιά, ἀλλὰ σκληρότητα ἀλύγιστη στὴν προσωπικὴ ἀδυναμία μας. Ὁ ἀφηγητὴς συνειδητοποιεῖ πὼς «ἕνα βασικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς προσωπικότητάς του ἦταν μιὰ παράξενη τάση φυγῆς». Κι ἔτσι προβάλλει μέσα του ἡ πεποίθηση πὼς ἦταν γιὰ ἄλλη ζωὴ καμωμένος. «Ἄν ὅλα χάθηκαν δὲν χάθηκε καὶ Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι τελικὰ τὸ Πᾶν». Αὐτὴ ἦταν ἡ κλίση του. Γιατὶ ἡ φυγὴ δὲν εἶναι μόνο ἄρνηση ἀλλὰ καὶ θέση γιὰ τὴν εὕρεση τοῦ οὐρανοῦ. Γιατὶ γι’ αὐτὸν εἶναι πλασμένη ἡ καρδιὰ, ἡ ὕπαρξη ποὺ θὰ εἶναι «μόνη μόνως Μόνον».

Σὲ ὅλα τὰ κείμενα αὐτοῦ τοῦ μικροῦ βιβλίου, προβάλλει ἡ ἀναζήτηση τῆς Ἀγάπης «ποὺ εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν πιστότητα ἀκολουθήσεως τοῦ Ἰησοῦ. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐγκαταθεῖ μέσω τοῦ θείου ἔρωτος γι’ Αὐτὸν στὴν καρδιά μας, τότε ἀπὸ τὴν φλόγα αὐτὴ θὰ πετιοῦνται ἕνα γύρω καὶ οἱ θεϊκὲς σπίθες ὅλων τῶν ἐκδηλώσεων ἀγάπης πρὸς τοὺς ἄλλους. Καὶ τότε θὰ μποροῦμε τὸ κατὰ δύναμη νὰ ἀγαποῦμε μὲ τὴν ἔνταση καὶ τὴν καθαρότητα καὶ τὴν γνησιότητα, ποὺ μ’ αὐτὴν ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, θὰ ἀγαποῦμε μὲ τὴν καρδιὰ τοῦ Ἰησοῦ».

Αὐτά, τὰ παραπάνω τὰ ἔγραψε ὁ πατήρ, λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του, στὸ βιβλίο «Ἐμεῖς καὶ ἡ Ἀγάπη μας».

*Ὁ Γιάννης Πατσώνης εἶναι ἱατρός, πεζογράφος