background
 
Ἡ ὀδύνη, ἀρνητική ὄψη τῆς ἡδονῆς
Ἀρχιμ. Εὐσέβιου Βίττη


Ἡ ὀδύνη, ὅπως καί ἡ ἡδονή, εἶναι ἐπείσακτη στήν ἀνθρώπινη φύση. Ἄν ἦταν ἡ ἡδονή, ἡ ὀδύνη, ὁ φόβος, ἡ λύπη, ἡ ἐπιθυμία κ.λπ. στοιχεῖα ἀπαραίτητα γιά τήν ὕπαρξη, θά τῆς εἶχαν δοθεῖ ἀπό τήν πρώτη της καταβολή, ὅπως μᾶς βεβαιώνουν οἱ Πατέρες. Ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα εἶναι μεταπτωτικά. Ἡ ὀδύνη, πού θά ἐξετάσουμε τώρα, ἀποτελεῖ τήν πιό μεγάλη ἀρνητική συνέπεια τῆς ἡδονῆς. Εἶναι ὁ ἀντίποδάς της. Κάθε ὀδύνη καί πόνος ἔχουν ὡς αἰτία τούς κάποια ἡδονή πού προηγήθηκε πρακτικά. Καί ἀποτελοῦν -ἐκπλήρωση χρέους πού ξεπληρώνεται αἰτιωδῶς ἀπό τόν ἄνθρωπο.Ὁ φυσικός πόνος ἀκολουθεῖ τήν παραφυσική ἡδονή. Μία προχώρηση σέ βάθος ὁδηγεῖ στή διαπίστωση ὅτι κατά βάσιν ὁ ἄνθρωπος γεννιέται μέ προηγούμενό του τό νόμο τῆς ἀναίτιας ἡδονῆς (ὁ τῆς ἡδονῆς νόμος ἀναιτίως προκαθηγήσατο τῆς γενέσεως). Ἡ φυσική δηλαδή ἡδονή ἔχει μέσα τῆς κάτι πού δέν εἶναι σωστό καί δίκαιο. Δέν ἀποτελεῖ καρπό μόχθου καί κόπου, ἀλλά προκαταβολική κτήση αὐτοῦ πού θά ‘πρεπε νά ἐπακολούθηση σέ δίκαια καταβεβλημένο μόχθο καί προσπάθεια. Αὐτά διδάσκει ὁ ἅγιος Μάξιμος.

Ἑπομένως, ἅμα ἡδονή ἅμα πόνος καί ὀδύνη. Ἡ ἡδονή ἔχει μέσα τῆς τό σαράκι τῆς ὀδύνης καί ἑπομένως θά ἔρθει ἡ ὥρα πού θά ἐκδηλωθεῖ ἔτσι ἤ ἀλλιῶς ἀναπόφευκτα ἡ ὀδύνη.

Ἐνῶ ἡ ἡδονή εἶναι “παραλογος” ὡς πρός τήν πρώτη φυσική κατασκευή καί κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ὄχι “κατά λόγον” κι ἐντελῶς ἀδικαιολόγητη γιά τήν ἀνθρώπινη φύση, ἡ ὀδύνη “ὑπεισῆλθε κατά λόγον”, εἶναι δηλαδή ἐντελῶς λογική συνέπεια τῆς ἡδονῆς. Καί ἔκφραση τῆς ὀδύνης εἶναι τά διάφορα “παθήματα”, οἱ θλίψεις, οἱ δυσκολίες, οἱ πειρασμοί.

Σκοπός τῆς ὀδύνης πού “παρεισήχθη” “κατά λόγον” στή φύση μας, ὅπως εἴδαμε, εἶναι ἡ ἀναίρεση τῆς ἡδονῆς, πού ἡ ἴδια εἶναι “παρά λόγον”. Ἐν τούτοις αὐτό δέν σημαίνει τήν ὁριστική ἐξαφάνιση τῆς ἡδονῆς, γιατί ὑπάρχει καί ἡ ἀνώτερη μορφή ἡδονῆς πού εἶναι ἡ πνευματική καί θεία ἡδονή, πού εἶναι δῶρο καί χάρις Θεοῦ. Ἔτσι “τῆς ἡδονῆς θάνατος ἐστίν ὁ πόνος ὁ τέ γάρ προαιρετικός καί ὁ παρά προαίρεσιν”.

Ἡ αἰσθητηριακή ἡδονή ἀποτελεῖ προϊόν της ἐκπτώσεως τῆς ψυχῆς στό “παρά φύσιν”. Ἑπομένως ἀποτελεῖ ἕνα εἶδος βιασμοῦ τῆς ψυχῆς, ὅσο κι ἄν αὐτό φαίνεται παράδοξο. Ὑπό τήν ἐπήρεια τῆς ἡδονῆς ἡ ψυχή “ἀποτίθεται”, βάζει κατά μέρος τό “κατά φύσιν” καί γι’ αὐτό εἶναι ἑπόμενο, ὅσο κι ἄν ἴσως δέν τό συνειδητοποιεῖ πλήρως πάντοτε, νά ὑποφέρει ἀπό τήν ἀφύσικη αὐτή κατάσταση στήν ὁποία περιέρχεται.

Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἐνδιαφέρουσες οἱ παρατηρήσεις πού κάνει ὁ Παναγιώτης Νέλλας ἐπιχειρώντας ἀνάλυση τῆς σκέψεως τοῦ Νικολάου Καβάσιλα.

“Κατά τόν Καβάσιλα ἡ Ἀγάπη πού εἶναι ὁ Θεός (Ἅ’ Ἴω. 4,8) δημιούργησε ἐλεύθερα ἐκ τοῦ μηδενός τήν κτίση. Ἡ ἴδια ἡ πράξη τῆς δημιουργίας ὄντας ἀγαθή εἶχε ὡς ἀποτέλεσμά της ἕναν κόσμο, δηλαδή μία τάξη καί ἁρμονία, πού ἀποτελεῖ τή δικαιοσύνη τῆς κτίσεως. Κατά συνέπεια ἀνάμεσα στή δικαιοσύνη-ἀγαθότητα τοῦ Δημιουργοῦ καί τή δικαιοσύνη-τάξη-ἁρμονία τῆς δημιουργίας ὑπάρχει μία πραγματική ἐσωτερική, εἰκονική σχέση.

Ἔτσι ἡ κατά τοῦ θεοῦ ἐξέγερση ἤ ὕβρις τοῦ ἄνθρωπου μήν μπορώντας νά θίξει τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ -πῶς εἶναι δυνατό τό ἄπειρο νά πληγεῖ ἤ κατά ὁποιοδήποτε τρόπο νά θιγεῖ ἀπό τό πεπερασμένο;- πλήττει πραγματικά τήν εἰκόνα τῆς θείας δικαιοσύνης μέσα στήν κτίση καί ἀποδιοργανώνει τήν εἰκονική ψυχοσωματική συγκρότηση καί λειτουργικότητα τοῦ ἀνθρώπου καί τήν τάξη καί ἁρμονία τῆς κτίσεως. Ἡ “ὕβρις” εἶναι στήν πραγματικότητα ‘ἕνα τραύμα”.

Ἀλλά ἀφοῦ ἡ πτώση ἀποτελεῖ πραγματικά “ὕβριν”, πρέπει νά ὑπάρχει καί ἀντίστοιχη “τιμωρία”. “Εδει μέν γάρ τιμωρία τινί τήν ἁμαρτίαν καταλυθῆναι καί ὧν πρός Θεόν ἐξημάρτομεν τῆς ἀξίας δόντας δίκην ἀπηλλάχθαι τῶν ἐγκλημάτων”.

Ὅμως ἡ τιμωρία πού φυσιολογικά ἔρχεται στόν ὑβριστή δέν προέρχεται ἀπό τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ πού οὔτε ἐπλήγη οὔτε ζητάει ἱκανοποίηση, ἀλλά ἀπό τή δικαιοσύνη τῆς κτίσεως. Οἱ νόμοι τῆς τελευταίας συνεχίζουν νά λειτουργοῦν, ἀλλά ἀποδιοργανωμένα τώρα, καί ἐμπλέκουν σ’ αὐτή τήν ἀντίστροφη λειτουργία τους καί τόν ἄνθρωπο μέ ἀποτέλεσμα νά τόν ταλαιπωροῦν καί νά τόν βασανίζουν.

Ἀπό αὐτή λοιπόν τήν ἄποψη ἡ σύζευξη τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἄλογο σχῆμα καί ἡ μετατροπή τῶν φυσικῶν λειτουργιῶν σέ πάθη, οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, ἀποτελοῦν τή “δίκη” (τιμωρία) ποῦ ἡ ἴδια δικαιοσύνη τῆς κτίσεως ἐπιβάλλει στόν ἄνθρωπο. Γί` αὐτό τό λόγο ζητώντας ὁ ἄνθρωπος τήν ἡδονή βρίσκει τήν ὀδύνη, ζητώντας τή ζωή βρίσκει τό θάνατο…

Ἡ τιμωρία αὔτη, πού ἡ ἄτεγκτη δικαιοσύνη τῆς κτίσεως ἐπιβάλλει στόν ἄνθρωπο, θά ἦταν αἰώνια, διδάσκει ὁ Καβάσιλας, ἄν δέν παρενέβαινε ἡ δικαιοσύνη-ἀγαθότητα τοῦ θεοῦ νά διορθώσει τή δικαιοσύνη τῆς κτίσεως μετατρέποντας φιλάνθρωπο κατά τρόπον ἐσωτερικό τή “δίκη” σέ “φάρμακο” γιατρεύοντας ἔτσι τό “τραύμα” καί τιμωρώντας καταλύοντας τήν “ὕβριν” πού εἶναι ἡ ἁμαρτία. “Πληγή δέ καί ὀδύνη καί θάνατος ἐξ ἀρχῆς κατά τῆς ἁμαρτίας ἐπενοήθη… Διά τοῦτο μετά τήν ἁμαρτία εὐθύς τόν θάνατον καί τήν ὀδύνην συνεχώρησεν ὁ Θεός, οὐ δίκην ἠμαρτηκότι μᾶλλον ἐπάγων ἤ φάρμακον νενοσηκότι παρέχων”.

Συνδέοντας εὔστοχα ὁ ἴδιος θεολόγος τήν ὅλη μεταπτωτικῆς κατάσταση τῆς ὀδύνης μέ τούς δερμάτινους χιτῶνες, μέ τούς ὁποίους ἕντυσε ὁ Θεός τούς γυμνούς πρωτοπλάστους παρατηρεῖ τά ἑξῆς:

“Αν οἱ δερμάτινοι χιτῶνες εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς φυσικῆς διαδικασίας, μέσα ἀπό τήν ὁποία ὁ ἁμαρτωλός καταντᾶ στή σύζευξη μέ τό ἄλογο σχῆμα καί τήν ἐπακόλουθη περιβολή νεκρῶν δερμάτων, πῶς γίνεται νά περιβάλλει ὁ Θεός τόν πεπτωκότα μέ τά δέρματα αὐτά; Στήν ἀντίθεση αὐτή κρύβεται μία μεγάλη ἀλήθεια πού ἀξίζει νά διερευνηθῆ.

Εἴδαμε ὅτι κεντρικό περιεχόμενο τῶν δερματίνων χιτώνων εἶναι ἡ νεκρότητα, ἡ μετατροπή τῆς ζωῆς σέ ἐπιβίωση. Αὐτό ἀποτελεῖ ὄντως φυσιολογικό ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, δέν εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ.Ὁ Θεός δέν δημιουργεῖ τό κακό, ἀλλά ὁ Θεός ἀνέχεται (δηλαδή ἀποδέχεται συγκαταβατικά, κρατᾶ, ὑποβαστάζει) μέσα στήν ἄπειρη ἀγάπη του καί τή νέα αὐτή κατάσταση καί τή μετατρέπει σέ εὐλογία. Μεταβάλλει ὅ,τι εἶναι ἀποτέλεσμα ἄρνησης καί κατά συνέπεια ἀρνητικό σέ σχετικά θετικό. “Ότι καί τοῖς γινομένοις κακοῖς ἀγαθοπρεπῶς κέχρηται ὁ Θεός πρός διόρθωσιν ἠμών”. Τό κακό πού δέν εἶναι ἀπό μόνο τοῦ “οὔτε ὀν” οὔτε, πολύ περισσότερο, “ὄντων ποιητικόν”, κάτω ἀπό τήν καταλυτική καί ἀναστοιχειωτική τῶν πάντων ἀγάπη τοῦ Ἀγαθοῦ μπορεῖ νά γίνει κατά τή συγκλονιστική ἔκφραση τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου “καί ὄν καί ἀγαθόν καί ἀγαθῶν ποιητικόν”.

Ἔτσι ὁ παντοδύναμος Θεός χρησιμοποιεῖ τή νέα κατάσταση ὡς ἕναν ἀπό τούς πολλούς δρόμους πού γνωρίζει ἡ φιλεύσπλαχνη καί πολυποίκιλη σοφία του γιά νά ὁδηγήσει τήν ἀνθρωπότητα στό μεγαλύτερο καλό, στόν Χριστό, ὁ ὁποῖος θά πραγματοποιήσει μέ καινούργιο παραδοξότερο καί θεοπρεπέστερο τρόπο τόν ἀρχικό προορισμό πού, κάνοντας κακή χρήση τῶν φυσικῶν του δυνάμεων, δέν πραγματοποίησε ὁ Ἀδάμ. Καί προσφέρει αὐτή τή σχετικά θετική κατάσταση τῶν δερματίνων χιτώνων ὡς δεύτερη εὐλογία στόν αὐτοεξόριστο ἄνθρωπο, τήν πρόσθετη δεύτερη φύση στή φύση του, γιά νά μπορέσει κάνοντας σωστή χρήση της νά ἐπιβιώσει καί νά πραγματοποιήσει τόν ἀρχικό του προορισμό ἐν Χριστῷ- “Ὁ γάρ χιτών τῶν ἔξωθεν ἠμίν ἐπιβαλλομένων ἐστι, πρός καιρόν τήν ἑαυτοῦ χρῆσιν παρέχων τῷ σώματι οὐ συμπεφυκῶς τή φύσει. Οὔκουν ἐκ τῆς ἀλόγου φύσεως ἡ νεκρότης οἰκονομικῶς περιετέθη τή εἰς ἀθανασίαν κτισθείση φύσει”.

Τί εἶναι ἡ ὀδύνη;

Γιά νά κατανοήσουμε κάπως πιό καλά τήν ὀδύνη, τόν πόνο, τή θλίψη καί ὅλα τά ὁμόστοιχα καί παράγωγά τους, θά μᾶς βοηθήσουν, νομίζουμε, ἕκτος ἀπό ὅσα ἀναφέρθηκαν ἤδη πιό πάνω καί ὅσα θά προστεθοῦν στή συνέχεια.

Ὁ ὅσιος Θαλάσσιος παρατηρεῖ ὅτι (γενικά λύπη εἶναι ἡ στέρηση ἡδονῆς εἴτε κατά Θεόν ἐννοηθῆ αὐτή εἴτε κατά κόσμον, κοσμικά).

Τόν ἴδιο ἀρνητικό προσδιορισμό τῆς λύπης ἐκφράζει καί ὁ ἅγιος Μάξιμος:. (Κατά τή γνώμη μου λύπη εἶναι ἡ διάθεση πού προκύπτει ἀπό τή στέρηση ἡδονῶν. Καί στέρηση ἡδονῶν σημαίνει ἐρχομό ἐπανωτῶν πόνων).

Ἐκεῖνο πού δημιουργεῖ ὀδύνη κατά τούς δύο Πατέρες εἶναι ἡ στέρηση ἡδονῆς. Αὐτό δέν σημαίνει βέβαια πώς ἀναγκαστικά ὅπου δέν ὑπάρχει ἡδονή ὑπάρχει πόνος. Σημαίνει πώς ὅταν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα ἡδονῆς καί αὐτή ἀναζητιέται, ἀλλά διάφορα γεγονότα καί συνθῆκες καί ὅποιοι ἄλλοι σχετικοί παράγοντες δέν ἐπιτρέπουν τήν πραγματοποίησή της, τότε γεννιέται στήν ψυχή ἡ ὀδύνη ὡς δυσάρεστη κατάσταση.

Σέ πιό λεπτομερῆ ἀνάλυση τῆς ὀδύνης πού κάνει ὁ ἅγιος Μάξιμος μᾶς ἐξηγεῖ τή λειτουργία τοῦ πόνου στήν ὕπαρξη ὡς ἕξης:

Ὁ πόνος εἶναι σαφῶς ἔλλειψη ἤ ὑποχώρηση φυσικῆς ἕξεως καί μόνιμης συνήθειας.

Ἔλλειψη τῆς φυσικῆς συνήθειας ἀποτελεῖ πάθος, δηλαδή πάθημα, τῆς φυσικῆς δυνάμεως πού ὑπόκειται στή φυσική ἕξη.

Τό πάθος (πάθημα) αὐτό τῆς φυσικῆς δυνάμεως εἶναι ὁ τρόπος ἐνέργειας ποῦ γίνεται κατά παράχρηση, ὄχι σωστή καί πρεπούμενη χρήση, τῆς φυσικῆς ἐνέργειας. Καί, τέλος, παράχρηση τῆς φυσικῆς ἐνέργειας εἶναι ἡ κίνηση πού εἶναι ἀσύμφωνη μέ ὅ,τι φυσικό καί πού ἀποτελεῖ ἤδη καθεστώς.

Σύμφωνα μέ τήν ἀνάλυση αὐτή τῆς ἐσωτερικῆς διαδικασίας πού δημιουργεῖ στόν ἄνθρωπο τόν πόνο, ἔχουμε τά παρακάτω δεδομένα.

Βασικά στή φύση τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει ἡ δυνατότητα κινήσεως. Ἡ κίνηση αὐτή μπορεῖ νά εἶναι “κατά φύσιν”, τέτοια δηλαδή πού νά ἐξυπηρετεῖ τή φύση σύμφωνα μέ τό βασικό σκοπό πού γι’ αὐτόν ὑπάρχει ἡ φύση. Μπορεῖ ὅμως ἡ κίνηση νά εἶναι καί “παρά φύσιν”. Ἡ “παρά φύσιν” αὐτή κίνηση ἀποτελεῖ “παραχρησιν”, ὄχι σωστή δηλαδή χρήση τοῦ τρόπου, μέ τόν ὁποῖο δημιουργεῖται αὐτή ἡ κίνηση. Τότε ἡ κίνηση αὐτή εἶναι ἀφύσικη, ἀντίθετη πρός τόν κανονικό τρόπο, μέ τόν ὁποῖο λειτουργεῖ σωστά καί κατά σκοπό, ἀντίθετη πρός “τό πεφυκός καί ὑφιστάμενον”, πού ὑπῆρχε πρίν.

Ἡ παραφυσική αὐτή κίνηση ἀποτελεῖ ἐκβιασμό τῆς φυσικῆς λειτουργίας τῆς δυνάμεως πού προκαλεῖ τήν κίνηση. Ἤδη ἡ λειτουργία αὐτή γίνεται ἕξη στή φύση, μία κανονικά δηλαδή ἐπαναλαμβανόμενη διαδικασία. Ὁ βιασμός τῆς λειτουργίας τῆς δυνάμεως αὐτῆς ἀποτελεῖ πιά πάθος, κάτι πού παθαίνει, πού ὑφίσταται ἡ δύναμη αὐτή καί ἡ ἐκτική δύναμη γίνεται ἀρνητική. Ἀποτελεῖ συνεπῶς ἀνώμαλη λειτουργία της. Τό πάθος-πάθημα αὐτό δέν εἶναι παρά ἐλάττωμα καί ἀρρώστια καί πάθηση τῆς φυσικῆς ἕξεως. Ἀπό τέλεια δηλαδή ἤ φυσική ἐκτική δύναμη, ἡ δύναμη τῆς φύσεως νά ἀποκτᾶ ἕξεις καί συνήθειες, στόν τρόπο τῆς λειτουργίας τῆς γίνεται πλημμελής καί ἐλαττωματική. Ἡ ἐλαττωματικότητα αὔτη ἤ, ἔστω, ἡ ὑποχώρηση τῆς κανονικῆς λειτουργικότητος τῆς φύσεως στό σημεῖο αὐτό προκαλεῖ τό αἴσθημα τοῦ πόνου.

Ἡ παραπάνω ἀνάλυση εἶναι προφανῶς πολύ θεωρητική καί ἀφηρημένη καί γι’ αὐτό καί δυσνόητη ἴσως. Γιά νά γίνει πιό ἀντιληπτό τό περιεχόμενό της εἶναι ἀνάγκη νά χρησιμοποιήσουμε ἕνα ἁπτό παράδειγμα. Ἄς πάρουμε γιά παράδειγμα τή φυσική κίνηση ἱκανοποιήσεως τῆς ἀνάγκης νά πιοῦμε νερό.

Ἡ κατά φύσιν κίνηση εἶναι νά πάρουμε νερό καί νά ἱκανοποιήσουμε τή δίψα μας. Ἄν ὅμως πάρουμε ἀντί γιά νερό οἰνόπνευμα, τότε ἡ κίνηση αὐτή γίνεται παρά φύσιν γιατί δέν εἴμαστε καμωμένοι νά πίνουμε οἰνόπνευμα.Ἡ κίνησή μας αὐτή γίνεται κίνηση “κατά παραχρησιν”, ὄχι δηλαδή σωστά καί σύμφωνα μέ τό φυσικό τρόπο πού θά ἔπρεπε νά γίνει ἡ κίνηση αὐτή. Εἶναι ἀντίθετη μέ ἄλλα λόγια πρός ὅτι θά ἀποτελοῦσε τόν κανονικό τρόπο κινήσεως γιά τήν ἱκανοποίηση τῆς φυσικῆς ἀνάγκης νά πιοῦμε νερό.

Ἡ ἀντίθετη πρός τή φύση κίνηση αὐτή, νά πάρουμε οἰνόπνευμα ἀντί γιά νερό, ἀποτελεῖ ἐκβιασμό τῆς φυσικῆς λειτουργίας τῆς δυνάμεως πού προκαλεῖ τήν κίνηση αὐτή. Ἡ δύναμη μᾶς κινεῖ νά πάρουμε νερό. Ἐμεῖς τήν ἐκβιάζουμε καί παίρνουμε οἰνόπνευμα. Ἡ παραφυσική αὐτή λειτουργία νά παίρνουμε οἰνόπνευμα, ἐπαναλαμβανόμενη συχνά γίνεται ἕξη, συνήθεια.

Ἔτσι ὁ βιασμός τῆς φυσικῆς λειτουργίας πού γίνεται γιά νά παίρνουμε ἀντί γιά νερό, ὅταν διψοῦμε, οἰνόπνευμα ἀποτελεῖ, ἀφοῦ ἐπαναλαμβάνεται συχνά, αὐτό πού λέμε πάθος, κάτι δηλαδή πού παθαίνει καί ὑφίσταται ἡ ἐκτική δύναμη τῆς φύσεως. Τό πάθος ὅμως τοῦ νά πίνουμε οἰνόπνευμα ἀντί γιά νερό ἀποτελεῖ ἐλαττωματικότητα τῆς φυσικῆς ἕξεως καί ἀρρώστια της. Ἡ ἐκτική δύναμη, ἄρρωστη πιά, ἀντί νά μᾶς σπρώχνει νά παίρνουμε νερό πού πράγματι χρειάζεται ἡ φύση μας, μᾶς σπρώχνει τώρα νά παίρνουμε οἰνόπνευμα πού δέν χρειαζόμαστε, ἀλλά μᾶς ἔγινε τώρα ἀναγκαῖο, πιό ἀναγκαῖο καί ἀπό τό νερό. Ἡ ὑποχώρηση τώρα τῆς φυσικῆς ἕξεως καί ἡ ἀντικατάστασή της ἀπό τήν καινούργια ἕξη, τό πάθος τοῦ πιοτοῦ στήν περίπτωσή μας, ἔχει ὡς ἐκδήλωση τελική τόν πόνο πού ἐδῶ ἐκφράζεται ὡς ἀλκοολισμός καί ἀρρώστια τοῦ ὀργανισμοῦ, ἡ ὁποία θά τόν ὁδηγήσει τελικά στό θάνατο, τήν ὕψιστη μορφή ὀδύνης καί πόνου.

ΒΙΒΛ. ΗΔΟΝΗ ΟΔΥΝΗ. ΑΡΧΙΜ ΕΥΣΕΒΙΟΣ ΒΙΤΤΗΣ.