Ἀγάπη καί
λειτουργικότητα τῆς ψυχῆς Ἱερομ. Εὐσεβίου
Βίττη
Ὁ ἄνθρωπος ὡς σύνολο
ψυχικῶν δυνάμεων ὅπως τόν ἔπλασε ὁ Θεός ἀρχικά,
εἶχε μία μοναδική λειτουργικότητα. Ἡ
λειτουργικότητα τοῦ ἀνθρώπου σύμφωνα μέ τό σοφό
σχέδιο τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ, πού τόν
δημιούργησε, ἀφοροῦσε στήν ἐθελούσια ἀγαπητική
φορᾶ τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Δημιουργό του, ὥστε
νά φτάνη ἀνεφίκτως, νά βυθίζεται ἀβυθίστως στή
Θεότητα καί νά τήν προσεγγίζη ἀπροσεγγίστως μέ
ὅλο καί πιό στενή, ὅλο καί πιό βαθειά ἀγαπητική
ἕνωση μαζί της. Μέσω δέ αὐτῆς τῆς ἑνώσεως μέ τόν
Θεό νά πετυχαίνη τήν ἕνωσή του καί μέ ὅλα τά
ἄλλα δημιουργήματα εἴτε λογικά, ὅπως εἶναι οἱ
ἄνθρωποι, κυρίως πρός αὐτούς, ἀλλά καί μέ ὅλα τά
ἄλλα δημιουργήματα, ὅπως τήν παρουσιάζει ὁ ἅγιος
Ἰσαάκ ὁ Σύρος.
Ἡ χρήση ὅμως τοῦ
αὐτεξουσίου του ἀνθρώπου, ἡ ὄχι σωστή, ὅπως θά
ἔπρεπε νά γινόταν «κατά φύσιν», ἀνέκοψε αὐτήν τή
φορά. Ὁ ἄνθρωπος ξέπεσε σέ μία «παρά φύσιν»
λειτουργικότητα. Καί αὐτό σήμαινε ἀνάμεσα στά
ἄλλα, ὅτι οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ὡς φορεῖς
ἀγάπης, δέν χρησιμοποιοῦν τίς ἐνέργειες τῶν
αἰσθήσεων ὡς ὄργανά τους, ἀλλά χρησιμοποιοῦνται
οἱ ἴδιες ἀπό τίς αἰσθήσεις ὡς ὄργανά τους.
Δηλαδή ἀνατράπηκαν οἱ ὄροι. Σάν νά ποῦμε, ὅτι
δέν τραβοῦν πιά σ’ ἕνα κάρο, τά ἄλογα τόν
καροτσέρη, ἀλλά ὁ καροτσέρης τά ἄλογα! Ἔτσι,
ἀντί νά συγκεντρώνη ἡ ψυχή διά τῶν αἰσθήσεων
μέσα τῆς τά διηρημένα ἀπό τή φύση τούς στοιχεῖα
σέ ἕναν καινούργιο κόσμο, κάνοντας ἔτσι μία
σύνθεση, ἕνα ἔργο δημιουργικό κατά τό πρότυπό
του Δημιουργοῦ της, ἀφοῦ τῆς ἔδωσε αὐτήν τήν
ἱκανότητα, ὑποδουλώνεται ἡ ψυχή στίς αἰσθήσεις
της καί αἰχμαλωτίζεται ἀπό τά πράγματα διά μέσου
τῶν αἰσθήσεων.
Μέ τόν τρόπο αὐτόν δέν
εἶναι ἡ ψυχή αὐτή, πού ἐπιβάλλεται στά αἰσθητά
καί ὑλικά πράγματα, ἀλλά τά ὑλικά πράγματα
ἐπιβάλλονται κυριαρχικά σ’ αὐτήν μέ συνέπεια νά
ὁδηγῆται σέ «παρά φύσιν» ὑποταγή τῆς σ’ αὐτά.
Ὅταν ὅμως οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ντυθοῦν τή μορφή
τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων καί μορφοποιηθοῦν σύμφωνα
μέ αὐτά, τελικά ὑποκύπτουν σ’ αὐτά καί ἔτσι ἡ
ψυχή, ἀντί νά χρησιμοποιῆ κυριαρχικά καί
λειτουργικά ἐλεύθερα τά ὑλικά πράγματα,
κυριαρχεῖται ἀπό αὐτά. «Διά μέσης σαρκός,
παρατηρεῖ ἕνας ἅγιος, πρός τήν ὕλην ἡ ψυχή
κινουμένη τήν χοϊκήν ὑποδύεται μορφήν», γίνεται
δηλαδή καί ἡ ἴδια χωματένια καί συζεύγνυται τό
ἄλογο σχῆμα, πού ἔχουν τά αἰσθητά, χάνοντας ἔτσι
τόν πνευματικό της χαρακτήρα. Καί γιά νά γίνω
πιό συγκεκριμένος, γι’ αὐτό ἔχουμε ἀνθρώπους,
πού γίνονται σκλάβοι καί ὄχι ἀφεντικά π.χ. τοῦ
χρήματος, σκλάβοι τοῦ ποτοῦ, σκλάβοι τοῦ τζόγου,
κ.λπ. κ.λπ.
Καρπός αὐτῆς τῆς ὑποταγῆς,
τῆς παράλογης αὐτῆς χρήσεως εἶναι τά τέρατα, πού
ἀλλιῶς τά ὀνομάζουμε πάθη. Καί εἶναι ἑπόμενο
στήν περίπτωση αὐτή νά ἐκμηδενίζη ἡ ψυχή τόν
ἑαυτό τῆς «θυμούς καί ἐπιθυμίας καί ἠδονᾶς διά
τῶν εἰρημένων ἀπρεπεῖς ἐφευρίσκουσα». Μία ματιά
στόν σύγχρονο ἄνθρωπο καί τίς ἐκδηλώσεις τῆς
ζωῆς τοῦ μᾶς πείθει γιά τήν ἀλήθεια τῆς ἀπόψεως
αὐτῆς. Ἡ ἡδονή, γιά τήν ὁποία κάνει λόγο αὐτή ἡ
πατερική ρήση, εἶναι τρόπος αἰσθησιακῆς
ἐνέργειας, πού συνίσταται στήν ὤθησή της ἀπό τήν
ἄλογη ἐπιθυμία, ἀπό παρά φύσιν ἐπιθυμία καί ὄχι
κατά φύσιν, πού θέλει ὁ Δημιουργός.
Οἱ
αἰσθήσεις, μέ ἄλλα λόγια, κινοῦνται ἀπό τή
λειτουργικότητα, ἀπό μή λογική ἐπιθυμία καί
σπρώχνει τόν ἄνθρωπο παίρνοντας στήν κατοχή τοῦ
τό ὑλικό ἀγαθό νά τό χρησιμοποιῆ μέ τήν σαρκική
καί καθαρῶς ὑλική εὐχαρίστηση. Π.χ. ἔχοντας τό
ποτό στήν κατοχή του δέν τό χρησιμοποιεῖ γιά νά
ἱκανοποίηση τήν ἀνάγκη νά πιῆ κάτι, ἀλλά νά πίνη
γιά νά πίνη καί νά καταντᾶ τελικά ἕνας θλιβερός
καί παθολογικός πότης, μέ ἄλλα λόγια ἀλκοολικός.
Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά πολλά ἄλλα πράγματα,
ἀκόμη καί γιά τήν ὑλική τροφή, γιά τήν ὁποία
τόσος λόγος γίνεται σχετικά μέ τίς βλαβερές
συνέπειές της, ὅταν τόν λόγο ἔχει ὄχι ἡ λογική
καί ὑγιεινή της χρήση, ἀλλά ἡ λαιμαργία καί ἡ
χωρίς μέτρο καί γνώση χρήση της.
Γιά νά
τό καταλάβουμε αὐτό καλύτερα, ἄς ἀκούσουμε τί
λέει σχετικά ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: Ἡ
ψυχή, λέει, μέ ὄργανό της κάθε αἴσθηση π.χ.,
ὅραση, ἀκοή, γεύση κ.λπ., σύμφωνα μέ τούς
νόμους, πού ἔθεσε ὁ σοφός Δημιουργός τῶν πάντων,
ἔρχεται σέ κατά φύση σχέση μέ διαφόρους τρόπους
μέ τά αἰσθητά πράγματα, ὅταν τά χρησιμοποιῆ καλά
καί ἐπειδή χρησιμοποιεῖ σωστά τίς αἰσθήσεις. Καί
αὐτό, μέ τή συνείδηση πώς πίσω ἀπό τά ὑλικά
πράγματα κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού τά
δημιούργησε. Ἄν ἐνεργήση ἔτσι, δημιουργεῖ μέ τήν
προαίρεσή της μέσα στή διάνοιά της ἕνα
πνευματικόν κόσμο, μία σύνθεση καί πλάθει μία
σωστή ἀντίληψη γιά τόν κόσμο, πού τήν
περιβάλλει, μέ ἀποτέλεσμα νά καταλήγη στήν
δημιουργία μέσα τῆς τή δυνατότητα τῆς ἀρετῆς.
Διά μέσου της ἀρετῆς ἑνώνεται μέ τόν Θεό, τόν
Δημιουργό της. Καί ἔτσι βρίσκεται ἡ ψυχή σέ θέση
νά μπορῆ νά ἀντιλαμβάνεται τό Θεό, πού μέ
κανέναν ἄλλο τρόπο δέν μπορεῖ νά γίνη
ἀντιληπτός.
Γιατί λέγονται αὐτά, πού
ἀσφαλῶς εἶναι λίγο δύσκολα καί δέν μᾶς ἐπιτρέπει
ὁ χρόνος νά τά ἀναλύσουμε περισσότερο; Λέγονται,
γιά νά μᾶς βοηθήσουν νά ἐρευνοῦμε τόν ἑαυτό μας,
ἄν εἶναι ἐλεύθερος ἀπό πάθη, πού αὐτά μέ τή
σειρά τους δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά ἀσκήσουμε
καθαρή ἀγάπη. Συνειδητοποιώντας ὅμως τά πάθη
μας, μποροῦμε νά ἀγωνιστοῦμε γιά τή μεταμόρφωσή
τους ἀπό ἀρνητικές σέ θετικές καταστάσεις καί
δυνάμεις, ὥστε ἐλεύθεροι ἀπό πάθη νά μποροῦμε νά
ἐνεργοῦμε «κατά φύσιν», δηλαδή ὅπως θέλει ὅ
Θεός, καί σέ κάθε ἐνέργειά μας, ἀλλά πρό πάντων
στήν ἐξάσκηση τῆς ἀγάπης μέ τόν πιό σωστό καί
θεάρεστο τρόπο. Μέ τήν αὐτοεξέταση καί τή σωστή
αὐτογνωσία δέν ἀποκλείεται νά διαπιστώσουμε π.χ.
ἐνστικτώδεις ἀντιπάθειες, ἀπέχθειες, ἀποστροφές
γιά κάποια πρόσωπα, ἀρνητικές διαθέσεις ἔναντί
τους, ζήλειες, μίση, σκληρότητα κ.λπ. κ.λπ. Ὅλα
αὐτά, μποροῦμε νά τά ἀνακαλύπτουμε κάτω ἀπό τό
φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Πρέπει ἀνακαλύπτοντας
αὐτές τίς ἀρνητικές καταστάσεις νά ἀπελπιστοῦμε
καί νά ἀπογοητευθοῦμε; Ὄχι βέβαια. Ἄν δέν
κυριάρχησαν μέσα μᾶς κάποια ἀπό αὐτά, ἄν δέν
ἔχουν γίνει πάθη, ἀλλά εἶναι ἁπλῶς καταστάσεις
ἀρνητικές, πρέπει νά πολεμηθοῦν μέ τά μέσα, πού
μᾶς δίνει ἡ Ἐκκλησία μας, π.χ. τόν λόγο τοῦ
Θεοῦ, τήν ἐξομολόγηση καί τήν προσευχή. Ἔτσι
καθαρίζοντας τήν ψυχή μας ἀπό αὐτά τά ζιζάνια,
θά μποροῦμε νά χρησιμοποιοῦμε σωστά καί τά
συναισθήματά μας καί τίς ἄλλες ψυχικές μας
δυνάμεις στήν ὑπηρεσία τῆς κατά Χριστόν ἀγάπης
καί εὐεργετικότητος.
Χρειάζεται λοιπόν νά
ἀνακαλύψουμε τόν τρόπο λειτουργίας τοῦ
ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, χωρίς φόβο καί ταραχή,
ἀνακαλύπτοντας τίς ἰδιοτυπίες τῆς λόγω π.χ.
κληρονομικότητος, ἐπιδράσεων τοῦ περιβάλλοντός
μας ἄμεσου ἤ εὐρύτερου κ.λπ. Τό πρόβλημα δέν
εἶναι γιατί εἴμαστε τέτοιοι, πού διαπιστώνουμε
γιά τόν ἑαυτό μας, ἀλλά πῶς θά γίνουμε αὐτό πού
πρέπει νά γίνουμε σύμφωνα μέ τήν ἀλήθεια τοῦ
Εὐαγγελίου. Ὁ Θεός δέν θά μᾶς κρίνη γιατί
ὑπήρξαμε τέτοιοι, πού ἤρθαμε στόν κόσμο, ἀλλά
γιατί δέν προσπαθήσαμε νά κάνουμε ὅ,τι
χρειαζόταν νά γίνουμε κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,
ἀφοῦ μᾶς δόθηκαν οἱ εὐκαιρίες καί οἱ δυνατότητες
γιά κάτι τέτοιο.
Ἄς ἀφήσουμε λοιπόν τίς
τυχόν ἀπογοητεύσεις μας καί τίς ἀπαισιοδοξίες
γιά τίς τυχόν ἀδυναμίες μας. Ἄς ἀγαπήσουμε
περισσότερο καί συνεπέστερα τόν Κύριο Ἰησοῦ μας.
Ἄς τόν ἐπικαλούμαστε συνεχῶς μέ τήν καρδιακή
προσευχή καί ἄς τρέφουμε ἔτσι τήν ἱερή φλόγα τῆς
ἀγάπης στόν Κύριο. Ἡ ἀκατάπαυστη ἐπίκληση τοῦ
Ἰησοῦ κόμπο τόν κόμπο, ἡ χρήση τοῦ κομποσκοινιοῦ
μας, μέ στεναγμό στόν στεναγμό ἀπό τά βάθη τῆς
καρδιᾶς μας, μέ χτύπο στόν χτύπο τῆς «καιομένης
καρδίας» μας, θά εἶναι οἱ «σταγόνες, αἵ πέτρας
κοιλαίνουσι» πέφτοντας μία μία, ἀθόρυβα,
ἀσήμαντα, ἀδύναμα, φαινομενικά σπάζοντας οἱ
ἴδιες σέ χίλια σταγονίδια καθώς θά πέφτουν στή
σκληρή πέτρα. Τελικά ὅμως θά τήν ὑποτάξουν. Θά
εἶναι τά δόντια τοῦ πριονιοῦ, πού λίγο λίγο
τρῶνε τόν κορμό καί τοῦ πιό ψηλοῦ καί δυνατοῦ
δέντρου. Καί ὅ,τι δέν πέτυχαν ἀνεμοβρόχια,
καταιγίδες καί θύελλες, τό κατορθώνουν τά
ἀσήμαντα αὐτά δοντάκια, πού σιγά σιγά, ἀλλά
συστηματικά, τό ρίχνουν τελικά κάτω. Θά εἶναι ἡ
σιγανή βροχούλα, πού πέφτοντας ἁπαλά ἁπαλά στήν
κατάξερη γῆ τήν κάνει γόνιμη καί πολύκαρπη καί
ἱκανή «του ἑξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γής καί χλόην
τή δουλεία τῶν ἀνθρώπων».. ἱκανή νά μεταμορφώση
«γῆν ἔρημον καί ἄβατον καί ἄνυδρον» σέ
πραγματικό παράδεισο, δηλαδή τήν καρδιά μας.
ἱκανή νά χορτάσουν «τά ξύλα τοῦ πεδίου καί αἵ
κέδροι τοῦ Λιβάνου» οἱ πελώριες.
Ὅταν ὁ
Ἰησοῦς ἐγκατασταθῆ μέσω τῆς φλογερῆς μας ἀγάπης
καί τοῦ θείου ἔρωτος γι’ Αὐτόν στήν καρδιά μας,
τότε ἀπό τή φλόγα αὐτή θά πετιοῦνται ἕνα γύρο
καί οἱ θεϊκές σπίθες ὅλων τῶν ἐκδηλώσεων ἀγάπης
πρός τούς ἄλλους.
Καί τότε πιά δέν θά
τίθεται ζήτημα πῶς νά χρησιμοποιοῦμε σωστά καί
τή συναισθηματικότητά μας καί ὅλες τίς ψυχικές
μας δυνάμεις.. ὅταν «ὁ νῦν ζῶμεν ἐν σαρκί, ἐν
πίστει ζῶμεν τή τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ
ἀγαπήσαντος ἠμᾶς καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ
ἠμῶν» (Γάλ. β’ 20) καί ἀναστάντος ἐνδόξως, τότε
«οὐκέτι ἐαυτοῖς» (θά) ζῶμεν, ἀλλά (θά) ζῆ ἐν
ἠμίν ὁ Κύριος Ἰησοῦς (Γάλ. β’ 20). Καί αὐτό θά
ἀποτελῆ θρίαμβο τῆς ἀγάπης καί ἀγλαό καρπό τῆς
παρουσίας Τοῦ μέσα μας. γιατί θά μποροῦμε νά
ἀγαποῦμε, τό κατά τή δύναμη βέβαια, μέ τήν
ἔνταση καί τήν καθαρότητα καί τή γνησιότητα, πού
μέ αὐτήν ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς. Ή, πιό σωστά, θά
ἀγαποῦμε μέ τήν καρδιά τοῦ Ἰησοῦ. Καί αὐτό,
γιατί, ὅταν ἔτσι ἀγαποῦμε, ὅταν «ζῶντες οὐκέτι
ἐαυτοῖς», ἀλλά «τῷ ὑπέρ ἠμῶν ἀποθανόντι καί
ἐγερθέντι» (Β’ Κόρ. ἐ’ 15) |
|
|
|
|