ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΝΟΣ ΗΛΙΚΙΩΜΕΝΟΥ
τοῦ
μακαριστοῦ π. Εὐσεβίου Βίττη
Κύριε, τό ξέρεις πώς μπῆκα ἤδη στά γηρατειά.
Βοήθησε μέ νά συνειδητοποιῶ ὅλο καί βαθύτερα
αὐτήν τήν πραγματικότητα, ὥστε νά μή γίνωμαι
τυραννικός ἤ βαρετός ἤ ἐπαχθῆς ἤ ἀσυμπαθής καί
σιχαμερός στούς γύρω μου καί ἰδιαίτερα στούς
τυχόν συνεργάτες μου.
Ἀπάλλαξε μέ ἀπό τό
νά ἐπιμένω στίς παλαιωμένες ἰδέες μου μέ πεῖσμα
γεροντικό. Δέν σού ζητῶ νά βελτίωσης τήν κρίση ἤ
τή μνήμη μου. Μοῦ ἔδωσες τά ἀνεκτίμητα αὐτά δῶρα
σ' ἕνα βαθμό στή γόνιμη ἡλικία μου. Σέ εὐχαριστῶ
γιά τό πολύτιμο αὐτό δῶρο τῆς ἀγαθωσύνης Σου.
Τώρα πιά καθώς ὑποβαθμίζεται ἡ ὅλη μου
βιολογική, ψυχολογική καί πνευματική ὑπαρξη,
συνακολουθεῖ νομοτελῶς καί τῆς κρίσης καί τῆς
μνήμης μου ἡ ὑποβάθμιση. Συχνά αὐτή ἡ κατάσταση
μέ μειώνει, μέ λυπεῖ, μέ ταπεινώνει ἀφάνταστα
καί ὄχι σπάνια μέ ἐξευτελίζει στά ἴδιά μου τά
μάτια ἀναγκάζοντας μέ νά ζητῶ ὁλοένα συγγνώμη
γιά τίς μικρές ἤ τίς μεγάλες γκάφες μου. Δέν
κατανοῶ βέβαια πλήρως αὐτήν τήν ἀλλοίωση. Ὅμως
Ἐσύ, Κύριε, ξέρεις πόσο καί ἡ σμίκρυνση καί
συρρίκνωσή μου καί στό σημεῖο αὐτό μου
χρειάζεται. Τήν ἀποδέχομαι ταπεινά, γιατί Ἐσύ
ξέρεις. Καί ἀφοῦ Ἐσύ ξέρεις, δέν χρειάζεται νά
ξέρω ἐγώ τό βαθύτερο γιατί. Ἄλλωστε δέν μπορῶ νά
τήν κατανοήσω. Γιατί λοιπόν νά θλίβωμαι καί νά
πονῶ καί γι' αὐτό; Δέν πρέπει νά ἀποδέχωμαι
ταπεινά τή φθαρτότητα τῆς φύσης μου; Καί δέν
πρέπει νά ὑποτάσσομαι κι ἐγώ ταπεινά στήν τάξη,
πού Ἐσύ μέ τόση ἀγαθότητα γιά τά πλάσματά Σου,
ἑπομένως καί γιά μένα, καθώρισες;
Σφράγισε μέ ἀπαραβίαστη σφραγίδα τά φλύαρα χείλη
μου γιά νά μήν καταπονῶ τούς ἄλλους μέ βαρετές,
ἀνούσιες καί χωρίς κανένα ἐνδιαφέρον ἤ νόημα πιά
χιλιοειπωμένες διηγήσεις παρωχημένων γεγονότων
κάποιων μακρινῶν καί λησμονημένων χρόνων μίας
ἀσήμαντης ἐποχῆς. Παράλληλα ὅμως ἁπάλυνε τίς
ἀντιδράσεις καί τίς κρίσεις μου γιά τήν κρίση
καί τή μνήμη τῶν ἄλλων. Καί μήν ἐπιτρέψεις ποτέ
νά νιώσω νυγμούς ζήλειας γιά τή φρεσκάδα τῆς
μνήμης καί τή δύναμη τῆς κρίσης τῶν ἄλλων. Κᾶνε,
ἀντίθετα, νά χαίρωμαι γι' αὐτό καί νά Σέ
εὐχαριστῶ ὁλόψυχα γιά τά ἄνθη τῆς νεότητος, ὅταν
τυχαίνη νά βρίσκωμαι ἀνάμεσά τους καί νά
ὀσφραίνομαι τό ἄρωμά τους.
Δίδαξε μέ τή
σημασία τῶν λόγων τοῦ Ἀποστόλου Σου: «Εἰ καί ὁ
ἔξω ἠμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ' ὁ ἔσωθεν
ἀνακαινοῦται ἡμέρα καί ἡμέρα» (Β' Κόρ. δ' 16).
Καί νά ἀγωνίζωμαι νά ζῶ αὐτήν τήν
πραγματικότητα.
Τέλος στήριξε τά
παραπαίοντα καί ἀσταθῆ βήματά μου μέ τόν
«βραχίονά Σου τόν ὑψηλόν», ὥστε νά μήν κυλιέμαι
πιά στή γῆ καί νά φρονῶ τά «γεώδη», ἀλλά
ἀντίθετα νά ἔχω στραμμένα τά βλέμματά μου στόν
οὐρανό καί νά φρονῶ τά οὐράνια, ἕως ὅτου
ἀναπαυθῶ στή στοργική Σου θεία ἀγκάλη.
Κύριέ μου, Κύριε, Σέ εὐχαριστῶ. Ἀμήν. |
|
|
 |
|