ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΠΟΝΟΥ
Αν ρίξω μιὰ ματιὰ στὴ ζωή, ἔστω καὶ
φευγαλέα, ἐκεῖνο, ποὺ θὰ διαπιστώσω χωρὶς νὰ
κάνω λάθος, εἶναι ὁ πόνος. Πόνος, ποὺ κάνει
διάτρητη τὴ ζωή. Πόνος, ποὺ τὴ διαποτίζη ὥς τὰ
κατάβαθά της. Πόνος, ποὺ γεννάει χίλια
ἐρωτήματα.
Θὰ ἦταν πολὺ τολμηρὸ νὰ
ἰσχυρισθῆ κανένας, ὅτι μπορεῖ νὰ δώση μιὰ
ὁριστικὰ ἱκανοποιητικὴ ἀπάντηση στὰ περὶ πόνου
ἐρωτήματα. Τὸ νὰ νομίζη κανένας πὼς μπορεῖ νὰ
ἱκανοποιήση τὰ χίλια δυὸ ἐρωτηματικὰ γύρω ἀπὸ τὸ
ζήτημα αὐτό, μόνο ὡς ὑπερφίαλος ἰσχυρισμ`ὸς θὰ
ἦταν, γιατὶ τὸ θέμα αὐτὸ ἀπασχόλησε πολλὰ μεγάλα
πνεύματα χωρὶς νὰ μπορέσουν μὲ τὶς ἀπαντήσεις,
ποὺ ἔδωσαν νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ διψαλέο γιὰ
ἀπαντήσεις σωστές στὰ μεγάλα ζητήματα ἀνθρώπινο
πνεῦμα. Τὸ νὰ ἐπιχειρηθῆ ὅμως κάποια προσέγγιση
στὸ ζήτημα αὐτό, θαρρῶ πὼς καὶ νόμιμο καὶ θεμιτὸ
εἶναι. Βέβαια, ἄν τὸ ζήτημα περὶ πόνου δὲν
ἐξαντλεῖται μὲ ὀγκώδεις ἐργασίες καὶ πολύπλευρη
διερεύνηση τοῦ θέματος, θὰ ἦταν πολὺ τολμηρὸ νὰ
ἐπιχειρηθῆ πρόσψαυση τοῦ θέματος κάπως
ἱκανοποιητικὴ στὰ στενὰ πλαίσια μιᾶς σύντομης
ὁμιλίας. Μὲ αὐτὴν ἐπιφύλαξη θὰ κατατεθοῦν
κάποιες σκέψεις πάνω στὸ θέμα αὐτό μὲ τὴν
ἐλπίδα, ὅτι πιθανὸν νὰ ἀνταποκριθῆ ἡ ἀνάπτυξη
τοῦ θέματος σὲ κάποιες προσδοκίες, μικρότερες ἢ
μεγαλύτερες.
Αν ἡ ματιά μας στὰ
ἀνθρώπινα ἐπιμείνη πιὸ πολύ, θὰ διαπιστώση χωρὶς
μεγάλη δυσκολία πὼς ὁ πόνος εἶναι πολύμορφος καὶ
καὶ σὲ πολὺ γενικὲς γραμμὲς θεωρούμενος
τρισδιάστατος. Ὁ πόνος εἶναι μὲ ἄλλα λόγια
σωματικός, ψυχικὸς καὶ πνευματικός.
Ποιός, ἀλήθεια, ἀγνοεῖ τὸν σωματικὸ πόνο; Ἀπὸ
μικρὸ παιδὶ ὁ ἄνθρωπος ὥς τὰ βαθιὰ του γεράματα
σὲ κάθε στάδιο τῆς ζωῆς του συναντάει τὸν πόνο
ὑπὸ ποικίλες ἐπὶ μέρους μορφές. Ἐνιῶ ὅλα πᾶνε
καλὰ σὲ μιὰ στιγμή, ἀπρόσμενα τὸ κορμὶ λυγίζει
ἀπὸ τὸ βάρος καὶ ἴσως καὶ τὴ βιαιότητα εἰσβολῆς
τοῦ πόνου. Ἀπὸ τὸν πονόδοντο, ποὺ μπορεῖ νὰ
εἶναι βασανιστικός ἤ ἀπὸ τὸν πονοκέφαλο, ποὺ
τυραννάει τὸν ἄνθρωπο, ὥς τὶς τρομερὲς
ἐκδηλώσεις χρόνιων καὶ καταλυτικῶν, βασανιστικῶν
δέ, ἀσθενειῶν ἔχουμε τὴν πολιορκία του ἀπὸ μιὰ
μεγάλη κλίμακα πόνων τ῀ὼν ἀναμεσά τους
ἀσθενειῶν, ποὺ τὸν πολιορκοῦν προσωρινὰ ἤ καὶ
μόνιμα.
Μιὰ ἁπλὴ ἑπίσκεψη στὰ ζωντανὰ
μουσεῖα τοῦ πόνου, ποὺ τὰ ξέρουμε μὲ τὸ ὄνομα
νοσοκομεῖα, θεραπευτήρια, κλινικὲς, ἄσυλα νὰ
ἦταν τὰ μόνα; καὶ ὅσα σχετικά, βλέπουμε νὰ
ἐκτίθεται σὲ ὅλα ὁ ποικιλόμορφος πόνος σὲ ὅλες
τὶς βαθμίδες ὀδυνηρότητος καὶ νὰ μᾶς πείθη γιὰ
τὴν σκυθρωπὴ παρουσία του. Ἀμέτρητα εἰδικὰ
βιβλία τὸν περιγράφουν, μὲ χιλιάδες μηχανήματα
καὶ μηχανολογικὰ εὐρήματα τὸν ἐντοπίζουν καὶ τὸν
ἀντιμετωπίζουν μὲ πολλὰ πρόσωπα συνανθρώπων, ποὺ
ἔχουν διατεθῆ στὴν ὑπηρεσία τῶν πονεμένων.
Συγκλονιστικὲς εἶναι πολλὲς καταστάσεις
βασανιστικῶν ἀσθενειῶν μὲ τρομερὲς πολλὲς φορὲς
παραμορφωτικὲς παρενέργειες σωμάτων πρώην
ὡραίων, σωμάτων ρωμαλέων, σωμάτων γεμάτων ζωὴ
καὶ δύναμη.
Ενας συνεχὴς καὶ ἀδιάπτωτος
βόγγος ἀκούγεται ἀνεβαίνοντας ἀπὸ τὴ γῆ στὸν
οὐρανό, μιὰ συνεχὴς ἀλυσίδα λαλητῶν καὶ ἀλάλητων
στεναγμῶν ἀναδύονται ἀπὸ στήθη πονεμένα, ποὺ
ἐκτὸς τῶν ἄλλων ἐπισημαίνουν τὴ σοβαρότητα καὶ
τὴν ὀξύτητα τοῦ σωματικοῦ πόνου. ὅποιος εἶχε τὴν
εὐκαιρία νὰ βρεθῆ μέσα σὲ αὐτοὺς τοὺς χώρους καὶ
νὰ ζήση ἀπὸ κοντὰ γιὰ κάποιο διάστημα στ`ὰ
βασίλεια αὐτὰ τοῦ σωματικοῦ πόνου, ξέρει τὶ
σημαίνει αὐτὴ ἡ στοιχειώδης περιγραφή, ποὺ ὁ
ὁμιλῶν εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ τὴ ζήση γιὰ κάποια
χρόνια.
Νά, πῶς περιγράφει τὸν πόνο αὐτὸν
ἕνας διακεκριμένος συγγραφεύς, ποὺ ἔζησε τὸν
πόνο ὡς προσωπικό γεγονός:
῏Ηρθε ἡ
στιγμὴ, ποὺ ἀπὸ καιρό περίμενες ἑαυτέ μου. Μιὰ
στιγμὴ σημαδιακή. Νά την κιόλας! Ποὺ νὰ μὴν
ἐρχόταν ποτέ! Ὁ γιατρός ὁ πιὸ σπουδαῖος ἀνάμεσα
στοὺς ἄλλους καὶ ὁ πιὸ εἰδικός, στέκει μὲ μιὰ
ἀκτινογραφία στὸ χέρι καὶ λέει: Δὲν μποροῦμε νὰ
κάνουμε τίποτε δυστυχῶς! Τὸ ξαναλέει θλιμμένα δ
υ σ τ υ χ ῶ ς!
Καὶ ἐσὺ ξέρεις πὼς αὐτὴ
εἶναι ἡ τελικὴ ἀπάντηση. Δὲν ὑπάρχει καμμιὰ
διέξοδος. ὥσπου νὰ πεθάνης ἐσὺ καὶ ὁ πόνος σου
θὰ μένετε πάντα δεμένοι μεταξύ σας. Ὁ πόνος θὰ
κολλήση γερὰ ἐπάνω σου. Θὰ σὲ λειώνη, θὰ σοῦ
σιγοαλέθη τὸ νευρικό σου σύστημα, ὥρα τὴν ὥρα,
μέρα τὴ μέρα, νύχτα τὴ νύχτα... Γιατὶ βέβαια
εἶσαι ἀκόμη σὲ θέση νὰ τὸ κάνης. Ἀπέναντι ἀπὸ τὸ
νοσοκομεῖο κάθεσαι μὲ τὸ πρόσωπο στραμμένο στὸν
τοῖχο. Σκοτεινὲς σκιὲς καὶ ἀνταύγειες φωτὸς
κινοῦνται στὸ γκρίζο δάπεδο, ὅπως τὶς
ἀντιλαμβάνεσαι. Πῶς μπορεῖ ἕνας τοῖχος ἀπὸ
βαρειὲς πέτρες νὰ διαπεραστοῦν ἀπὸ φῶς; Πῶς
μπορεῖ ἕνας τοῖχος νὰ ᾿ναι ἐκεῖ ποὺ εἶναι καὶ
μολοντοῦτο νὰ εἶναι διαπερατός; Πῶς μπορεῖ ὅ, τι
εἶναι κοφτερὸ νὰ πάψη νὰ κόβη; Πῶς μπορεῖ ὅ,τι
καίει νὰ θεραπεύη; Πῶν μπορεῖ μιὰ αἰχμαλωσία
στὴν ἀρρώστια νὰ γίνη ἐλευθερία;
Νιώθεις
καθαρὰ τὸν κρύο ἱδρῶτα στὸ μέτωπό σου. Κι ἕνα
μονάχα πράγμα ἐπιθυμεῖς νὰ κρυφτῆς σὲ μιὰ
σκοτεινὴ γωνιά νὰ εἰσχωρήσης ξανὰ στὰ μητρικὰ
σπλάχνα, ὅλοι οἱ πόνοι τῆς γέννας ἔχουν ἕνα
τέρμα, τὸ θάνατο. ὅ,τι γεννιέται, πρέπει νὰ
πεθάνη. Καὶ θάνατος σημαίνει ἀπελευθέρωση ἀπὸ
τὶς τρομερὲς ὠδῖνες τῆς γέννας...Ἡ ἑτοιμόγεννη
οὐρλιάζει. Τὸ ἴδιο κι ἐσύ...
῾Η σκέψη σου
χτυπάει τὰ φερά της ἀδύναμη καὶ ἀναποφάσιστη.
Δὲν βρίσκει κανένα σταθερὸ σημεῖο νὰ πιαστῆ. Δὲν
βρίσκει κανένα θήραμα ν᾿ἁρπάξη. Τυλιγμένη στὸν
πόνο, διασπασμένη καὶ διαλυμένη τριγυρνάει ἐδῶ
κι ἐκεῖ ἄσκοπα. Ἀναζητάει τὸν ἑαυτό της πότε ἐδῶ
καὶ πότε ἐκεῖ καὶ λαχανιάζει ἐξαντλημένη. Καὶ
πέφτει ξανὰ καὶ ξανὰ σὲ ἀπύθμενα χάη...
Τὰ πρόχειρα ὀχυρώματα,στὰ ὁποῖα κατέφυγες,
τελικὰ ὑποχωροῦν. Ὑποσκάπτονται, διαλύονται,
κλονίζονται. Πίσω ἀπὸ τὸ καταφύγιο, στὸ οποῖο
κατέφυγες, λές πὼς θὰ ἔχης τὴ δυνατότητα νὰ
ἀποσυρθῆς γιὰ λίγο γιὰ νὰ ἀποφύγης τὴν ἐπίθεση.
Νά ὅμως, ποὺ τώρα ἡ ἐπίθεση ἀρχίζει καὶ πάλι.Ὁ
ἀντίπαλός σου, ὁ πόνος, βρίσκεται μπροστά σου κι
ἐσὺ πάλι βρίσκεσαι μπροστά του ἐντελῶς
ἐκτεθειμένος.Ὁ πόνος τὰ ἔκανε ὅλα χίλια κομμάτια
τὴ δουλειά σου, τὰ διαβάσματά σου, τὶς
συνηθισμένες σου ἀγαπημένες ἀσχολίες. ὅ,τι
κάνεις καὶ βλέπεις, νιώθεις ὅλα νὰ εἶναι πιὰ
μόνο ἀποσπάσματα, σκόρπια ἐδῶ κι ἐκεῖ
ὑπολείμματα μι`ᾶς ταλαιπωρημένης καὶ
τσαλακωμένης ἐπιφάνειας ἀκαταστασία,
ἀκατανοησία, κενό κάποιων ἐλπίδων ὑπολείμματα,
ποὺ στριφογυρίζουν στὸ χάος. Ὁ πόνος σοῦ λέει: ἡ
ὑπομονή σου δὲν θὰ περάση τὴ δική μου
βασανίζοντάς σε.Ἡ δύναμή σου θὰ ἐξαντληθῆ.Ἡ
αὐτοπεποίθησή σου θὰ μαραθῆ καθὼς θὰ σὲ σφίγγω
θανάσιμα. Στὸ δωματιό σου, ὅπου θὰ βρίσκεσαι,
δὲν θὰ ὁρίζης ἐσύ, ἀλλὰ ἐγὼ θὰ ὁρίζω σὲ αὐτό.
Καὶ ἡ ἀπελπισία, τὸ ἄγχος, ἡ ἀγωνία καὶἡ
προοπτικὴ τοῦ θανάτου ἀποτελοῦν δορυφόρους μου.
Ταλαίπωρε ἄνθρωπε!... Ἦταν τὰ παραπάνω μιὰ
ὠχρὴ περιγραφή. Ἀδύναμη, εἶναι ἀλήθεια, νὰ
διαζωγραφήση τὴν πραγματικότητα. ὅμως κάτι λέει.
῎Ισως μᾶς δίνει μιὰ ἰδέα γιὰ τὸ πῶς νιώθει
κάποιος, ποὺ δέχτηκε τὸ ἀπρόσμενο χτήπημα τοῦ
δυνατοῦ σωματικοῦ πόνου, ποὺ προμηνᾶ τὸ θάνατο.
Μιὰ ἄλλη κραυγὴ ἀπροσμέτρητης ὁδύνης καὶ
ἀπερίγραπτου πόνου φτάνει στὰ αὐτιά μας ἀπὸ τὰ
βάθη τῶν αἰώνων. Εἶναι ἡ κραυγὴ δίκαιης καὶ
ἅγιας ψυχῆς, τῆς πιὸ καλῆς ἀπὸ ὅλες τῆς ἐποχῆς
του. Κραυγὴ ποὺ συγκλονίζει καὶ καταθέτει ὅλη
τὴν πίκρα καὶ τὸ παράπονο, ποὺ προκαλεῖ ὁ
ἀπρόσμενος πόνος, ποὺ τὴν ἔχει σμπαραλιάσει.
Εἶναι ἡ κραυγὴ τοῦ πολύαθλου Ἰώβ, ὅπως τὴν
διαζω+γράφησε ὁ μεγαλοφυὴς καὶ ἀνυπέρβλητος,
ἄγνωστός μας ὅμως, ποιητὴς τοῦ δράματος τοῦ Ἰώβ.
Μᾶς τὸν παρουσιάζει νὰ ξεχύνη τὴν ὀδύνη του
ἔπειτα ἀπὸ τὸ βουβὸ πένθος τῶν τριῶν φίλων
ἐπισκεπτῶν του ἐπὶ ἑφτὰ ἡμέρες ἀντικρύζοντας, τὸ
τρομερό καὶ ἀβάσταχτο μαρτύριό του πάνω στὸ σωρὸ
τῆς κοπριᾶς, ὑπόλειμμα πιά, λές, ἄχρηστης
ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Πόνος ψυχῆς μαζὶ καὶ
σώματος. Καὶ τὰ δυὸ ἐρειπωμένα καὶ κοντὰ στὸ
χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ τῆς ἀπόγνωσης καὶ τῆς
ἀπελπισίας. Ἀλήθεια τὶ πόνος, γιὰ νὰ ἐκφράζεται
μὲ τέτοιο τρόπο! ἄς τὸν ἀκούσουμε.
1.
Υστερ᾿ ἀπ᾿αὐτὸ ἄνοιξε ὁ Ἰὼβ τὸ στόμα του
καὶ τὴν ῾ημέρα τῆς γέννησής του καταράστηκε
2 καὶ εἶπε
3. ῎Ας ἦταν νὰ χαθεῖ
ἡ μέρα ἐκείνη, ποὺ γεννήθηκα. κι ἡ νύχτα
ἐκείνη, ὅπου εἴπανε γεννήθηκε ἀγόρι!
4. Σκοτάδ᾿ἡ νύχτα ἐκείνη νά ᾿τανε κι ὁ Κύριος
νὰ μὴ νοιαστεῖ ἀπὸ ψηλά γιά κείνη! Καὶ
φ῀ῶς νὰ μὴν ἐρθεῖ
5. σ᾿αὐτὴν!
Θανατερὸ σκοτάδι ἐπάνω της νὰ πέσει καὶ
ζόφος ὁλοσκότεινος σ᾿αὐτὴν νὰ ἁπλωθεῖ!
6. Νά ΄ναι καταραμένη ἡ μέρα κι ἡ νύχτα
ἐκείνη κι ἀπάνω της σκότος νὰ βασιλεύει!
Στοῦ χρόνου τὰ μερόνυχτα θέση νὰ μὴν κατέχει
οὔτε μὲς στ῀ῶν μηνῶν τοὺς ἀριθμούς!
7.
᾿Οδύνη γεμάτη νά ᾿ναι ἡ νύχτα ἐκείνη κι
οὔτε χαρὰ μηδ᾿εὐφροσύνη σ᾿αὐτὴν ποτὲ νὰ
᾿ρθεῖ!
8. Τὴ νύχτα ἐκείνη κατάρα ὁ
μάγος νὰ τῆς δώσει, αὐτός, ποὺ καὶ τῆς
θάλασσας μπορεῖ τὸ μέγα κῆτος νὰ ὑποτάξει!
9. ἄς σκοτιστοῦν τ᾿ἀστέρια αὐτῆς τῆς
νύχτας κι ἄς μένει κατασκότεινη, φῶς νὰ
μὴν ἐρθε῀ῖ ἐπάνω της καὶ τὸν Αὐγερινὸ νὰ μὴν
τὸν ᾿δεῖ στὸ γλυκοχάραμα τῆς μέρας
10.
Γιατὶ δὲν ἔκλεισε τ῀ῆς μητρικῆς κοιλι῀῀ᾶς τῆς
πύλες; Γιατὶ μὲς στὴν κοιλιὰ δὲν πέθανα;
Τώρα δὲ θά ᾿βλεπα τὸν πόνο.
11. Κι ἀφοῦ
γεννήθηκα, γιατὶ εὐθύς δὲ χάθηκα;
12.
Γιατὶ νὰ μὲ λικνίσουνε γόνατα μητρικά;
Γιατὶ μαστοὺς τῆς μάνας θήλασα;
13. Σὲ
τάφο ἄν κοιμόμουν, θὰ ἡσύχαζα καὶ σὲ
θανάτου ὕπνο ἀνάπαψη θὰ εἶχα
14. μὲ
βασιλιάδες καὶ κριτὲς τῆς γῆς μαζί,
περήφανους γιὰ νίκες σὲ πολέμους
15.
μὲ ἡγεμόνες θά ᾿μουνα, πλούσιους σὲ χρυσάφι
καὶ μὲ ἀσήμι κατάφορτα τὰ σπίτια τους.
16. Ναί, θά ᾿χα ἐκτρώματος τὴν τύχη ἤ σὰν
νιογέννητα παιδιά, μὰ πεθαμένα, ποὺ φῶς
στὰ μάτια τους δὲν εἶδαν.
17. Στοὺς
τάφους σβήνει ὁ θυμὸς τ῀ῶν ἀσεβῶν κι οἱ
κουρασμένοι τῆς ζω῀ῆς ἐκεῖ ξεκούραση στὰ
σώματά τους βρίσκουν.
18. Ἐκεῖ αἰώνιοι
νεκροὶ φόρο κανένα δὲν πληρώνουν.
19.
Ἐκεῖ μαζὶ ἀναπαύονται κι ὁ ἄσημος κι ὁ
ἐπίσημος καὶ ὁ μικρὸς κι ὁ μέγας κι ὁ
δοῦλος, ποὺ φοβότανε πρὶν τὸ ἀφεντικό του.
20. Γιατὶ νὰ βλέπουνε τὸ φῶς οἱ
πικραμμένοι; Γιατὶ νὰ ζοῦνε οἱ ψυχές,
π᾿ὀδύνη τὶς κατέχει;
21. Τὸ θάνατο
ἐτοῦτοι λαχταροῦν, ἀλλ᾿ὅμως δὲν τὸν
βρίσκουν, ὅσο κι ἄν σκάβουν νὰ τὸν βροῦν
σὰν θησαυρό κρυμμένον.
22. Θά ᾿ταν
καταχαρούμενοι, ἄν ἕναν τάφο βρίσκανε,
23. γιατὶ ἀνάπαψη στὸν ἄνθρωπο εἶν᾿ὁ
θάνατος, ἀφοῦ μ᾿αὐτὸν γιὰ πάντα τοῦ σβήνει
ὁ Θεὸς τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη.
24.
Προτοῦ νὰ φάω μὲ πνίγει ὁ στεναγμός κλαίω
καὶ φόβος μὲ συνέχει
25. φόβος, ποὺ νὰ
μοῦ τύχει δὲ θὰ ἤθελα αὐτὸς ὁ φόβος
τώρα μὲ ἔχει ἀπαντήσει.
26. Κι ἔτσι οὔτε
εἰρήνη δὲ δοκίμασα, δὲ γεύτηκα τὴν ἡσυχία,
μὰ κι οὔτε ἀνάπαψη καμμιά. Ἀντίθετα, ὀργὴ
Κυρίου πάνω μου ἔχει πέσει....
Πῶς νὰ
μὴ ραγίζεται ἡ καρδιὰ ἀκούγοντας τέτοιο
μοιρολόϊ; Πῶς νὰ μὴ γίνωνται βρύσες τὰ μάτια
μαζὶ μὲ τὴν καρδιά, ποὺ κλαίει μπρὸς σὲ τόσο
μεγάλο πόνο;
Κοντὰ στὶς κραυγὲς αὐτὲς ἄς
προστεθῆ καὶ μιὰ ἄλλη, ὑπαρξιακὴ αὐτή καὶ
περιγραφικὴ τοῦ πνευματικοῦ πόνου, ὅπως τὴν
κάνει ἀριστοτεχνικὰ ὁ θεῖος ἀπόστολος Παῦλος,
γιὰ νὰ νιώσουμε πιὸ ἔντονα τὸ δράμα καὶ τοῦ
πνευματικοῦ πόνου. Οταν ζούσαμε τὴ σαρκικὴ
ζωή, λέει ὁ θεῖος ἀπόστολος ἐκ μέρους τοῦ
φυσικοῦ καὶ μὴ ἀναγεννημένου ἀνθρώπου, τότε, ποὺ
διαφέντευε μέσα μας ὁ ἄνθρωπος ὁ παλιὸς καὶ τοῦ
κακοῦ τὰ πάθη, αὐτά, ποὺ ὁ Νόμος ἀπαγόρευε,
χωρὶς νὰ τὰ θεραπεύη, ἐνεργοῦσαν διὰ μέσου τῶν
μελῶν μου τὸν αἰώνιο θάνατο. Λέτε νὰ μᾶς
προξενοῦσε ἐτούτη τὴν καταστροφὴ ὁ Νόμος τοῦ
Θεοῦ; Καὶ ἦταν ὁ Νόμος κάτι κάτι τὸ τόσο κακὸ κι
ἁμαρτωλό; Μέ κανένα τρόπο! Δὲ θὰ ἀναγνώριζα τὴν
ἐπιθυμία ὡς ἁμαρτωλή, ἄν δὲν μοῦ τό ᾿λεγε ὁ
Νόμος δεν θὰ ἐπιθυμήσης! Μὲ ἀφορμὴ ὅμως ἐτούτη
τὴν ἀπαγόρευση φλογίστηκε μέσα μου ἡ ὁρμητικὴ
λαχάρα τῆς ἁμαρτίας, ποὺ πρῶτα μοῦ φανότανε σὰν
πεθαμένη. Χωρὶς τὸν Νόμο, ὅταν κάποτε δὲν τὸν
εἶχα, χωρὶς τὶς θεκές του προσταγές, ποὺ δὲν τὶς
γνώριζα, δὲν ἤξερα τὶ εἶναι ἁμαρτία. ὅμως μὲ τὰ
προστάγματα του γνώρισα τὴν ἁμαρτία καὶ μὲ τὶς
παραβάσεις του πέθανα πνευματικά. ῎Ετσι ἡ
ἐντολή, ποὺ μοῦ δόθηκε γιὰ νὰ μὲ χειραγωγήση σὲ
λύτρωση καὶ σὲ ζωή, αὐτὴ ἡ ἴδια βρέθηκε νὰ μὲ
ὁδηγήση στὸ θάνατο. Γιατὶ ἡ ἁμαρτία μὲ δελέασε,
μὲ ξεγέλασε μὲ τὴν παράβαση τῆς ἐντολῆς ὡς τάχα
πηγὴ ἀπέραντης εὐτυχίας γιὰ νὰ μὲ θανατώση
πνευματικά. Καὶ φάνηκε τότε πόσο ὀλέθρια εἶναι ἡ
ἁμαρτία, πόσο ὕπουλη καὶ ὑπερβολικὰ
καταστρεπτική εἶναι. Καὶ ἔτσι κατάντησα ἐγὼ ὁ
ἄθλιος καὶ ταλαίπωρος νὰ εἶμαι ἐντελῶς
πουλημένος στὴν ἁμαρτία. Γι᾿αὐτὸ δὲν γνώριζα τὸ
κακό ποὺ ἔκανα. Γι᾿αὐτὸ τελικὰ δὲν κάνω αὐτό,
ποὺ μέσα μου βαθιὰ θὰ ἤθελα, ἀλλὰ ὅ,τι μισῶ,
ὅ,τι ἀποστρέφομαι, αὐτὸ καὶ κάνω. Καὶ ἔχω τὴ
συνείδηση πὼς δὲν ὑπάρχει μέσα μου, στὴ
διεφθαρμένη μου φύση, τὸ καλό. Καὶ αὐτὸ εἶναι
καταφάνερο ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς βλέπω μὲν δίπλα
μου τὸ καλό, ὅμως δὲν μοῦ εἶναι εὔκολο νὰ τὸ
κάνω, ἄν καὶ τὸ ἐπιθυμῶ κατὰ βάθος, ἀλλὰ κάνω τὸ
κακὸ, γιατὶ κάτι μοῦ λέει μέσα μου νὰ μὴν τὸ
πράξω. Καὶ ἄν κάνω τὸ κακό, ποὺ στὴν
πραγματικότητα δὲν τὸ θέλω, αὐτὸ σημαίνει πὼς
δὲν τὸ πράττω οὐσιαστικὰ ἐγὼ, ἀλλὰ ἡ ἁμαρτία,
ποὺ κατοικώντας μέσα μου μὲ ἔχει κάνει σκλάβο
της. ῎Ετσι καταλήγω στὸ συμπέρασμα πὼς ὁ Νόμος
τοῦ Θεοῦ εἶναι βοηθός μου καὶ σύμφωνος μὲ τὴν
κατὰ βάθος θέλησή μου νὰ κάνω τὸ καλό, ἀλλὰ δὲν
μπορῶ νὰ τὸ πράξω μολαταῦτα . Γιατί; Γιατὶ δίπλα
μου καὶ μέσα μου κυριαρχεῖ ἡ ἁμαρτία.
Πραγματικά, μὲ ὅλη μου τὴν ψυχὴ λαχταρῶ καὶ ποθῶ
τὸν Νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ βλέπω ταυτόχρονα νὰ νὰ
κυριαρχῆ σὲ ὅλα μου τὰ μέλη ἡ ἁμαρτία μὲ ὅλη τὴ
φριχτὴ δύναμή της, ποὺ πάει ἀντίθετα σὲ ὅσα ὁ
νοῦς καὶ ἡ συνείδησή μου μοῦ δείχνουν ὡς σωστά.
Καταντῶ ὅμως ἔτσι στὴν πραγματικότητα δοῦλος τῆς
ἁμαρτίας θλιβερός, ποὺ θριαμβεύει διὰ μέσου μου.
Ω, πόσο δυστυχισμένος καὶ ταλαίπωρος
κατάντησα νὰ εἶμαι ἐγὼ ὁ ἄνθρωπος! Πόσο ἀχρεῖος
καὶ ὑπηρέτης τοῦ κακοῦ! Ποιὸς λοιπὸν, ποιὸς θὰ
μὲ ἐλευθερώση ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ποιὸς θὰ
μὲ ἀπαλλάξη ἀπὸ αὐτὸ τὸ σῶμα, τῆς ἁμαρτίας, ποὺ
μὲ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο; Ποιός;
Καὶ νὰ ἦταν
μονάχα ἐτοῦτες οἱ κραυγὲς τοῦ πόνου! Μύριες
ἄλλες φωνὲς τὸ ἴδιο τραγικές, τὸ ἴδιο γοερές, τὸ
ἴδιο φωνὲς ἀπελπισίας, ἀπογνώσεως, φωνὲς, ποὺ
δὲν μοιάζουν πιὰ μὲ φωνές, ἀλλὰ εἶναι μᾶλλον
ρόγχος θανάτου, ἀρκεῖ νὰ μπορῆ νὰ συλλάβη
κανένας τὸν ἀκαθόριστο ἦχο τους. Ἀρκεῖ νὰ ἀνοίξη
κανένας τὰ μάτια του γιὰ νὰ θωρήση τὴν τραγικὴ
ὅσο καὶ ἀπαίσια εἰκόνα ποὺ παρουσιάζει ὁ
μυριόμορφος πόνος, ἀτομικὸς ἤ ὁμαδικός. ῾Η
ἱστορία τόσο ἡ παλαιότερη ὅσο καὶ ἡ πρόσφατη καὶ
ἐπίκαιρη μᾶς παρουσιάζει τὴ σαρωτικὴ παρουσία
τοῦ πόνου καὶ μᾶς ἀφήνει ἐνεοὺς μπροστὰ στὸ
θέαμά του. Καὶ ἀναρωτιέται κανένας
Τὶ τέλος πάντων εἶναι ὁ πόνος;
ἄν θελήσουμε νὰ ἰδοῦμε τὸν πόνο,
ἀντιλαμβανόμαστε πὼς βρισκόμαστε σὲ μιὰ
ἀντινομία, σὲ μιὰ περίεργη θεώρηση. Ἀπὸ τὴ μιὰ
μεριὰ ζοῦμε λιγώτερο ἤ περισσότερο τὸν πόνο ἐπὶ
συντομώτερο ῎ἢ μακρότερο χρονικὸ διάστημα καὶ
ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀδυνατοῦμε νὰ τὸν προσδιορίσουμε.
Καὶ καταλήγουμε πὼς τελικὰ ὁ πόνος εἶναι
mysterium magnum, ὅπως τὸ χαρακτήρισαν. Μπρὸς
στὸ μυστήριο τοῦ πόνου γονάτισαν καὶ πολὺ μεγάλα
πνεύματα, ποὺ ὅμως ἀπομένουν βουβά, ἀνίκανα νὰ
τὸν ὁρίσουν. Προσεγγίσεις ἔκαναν, ἄλλες
πετυχημένες καὶ ἄλλες ὄχι, ἄλλες περιεκτικὲς καὶ
ἄλλες ρηχές καὶ ἀμφιλεγόμενες. ῞Ομως τὸν πόνο
δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν ἐξηγήσουν. Παραμένει
ἀσύλληπτος καὶ ἀπροσέγγιστος. Καὶ ἄλλοι
προσπάθησαν νὰ τὸν παραγνωρίσουν ὡς τάχα
ἀνύπαρκτον καταντώντας σὲ πραγματικὸν
στρουθοκαμηλισμό, γιατὶ ὀ πόνος ἐξακολουθεῖ νὰ
ὑπάρχη καὶ νὰ ἀφήνη ὄχι ἀνεπαίσθητα ἴχνη, ἀλλὰ
ἐρείπια βοῶντα καὶ κράζοντα. ῾Ο πόνος κυριαρχεῖ
στὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου εἴτε μυστικὰ κρυμμένος
μέσα στὶς καρδιὲς εἴτε ἐκδηλωνόμενος κατὰ
τρόπον, ποὺ μοιάζει μὲ σαρωτικὴ θύελλα ἀφήνοντας
μόνον τρομακτικὲς εἰκόνες καταστροφῆς.
Καὶ παρατηρεῖ κάποιος στοχαστὴς μὲ πολλὴ
ὁξυδέρκεια:
Τὸ ὅτι ὑπάρχει χαρά, αὐτὸ δὲν
εἶναι πρόβλημα. Λέμε, ὅτι χαρὰ εἶναι αἴσθημα.
Δὲν εἶναι ὅμως οὔτε κἄν αἴσθημα καὶ πάντως δὲν
εἶναι αἴσθηση. Εἶναι καθαρὰ φυσιολογικ῀``ῶς
μονάχα ἀπουσία τοῦ πόνου, κάτι ἀρνητικό ἤ, ἔστω,
οὐδέτερο... Τὸν πόνο τὸν αἰσθανόμαστε ὡς πόνο
σωματικό, ὅπως τὸν νιώθουν ὡς τέτοιον καὶ τὰ
ζῶα. ᾿Εμεῖς ὅμως οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε κάτι
περισσότερο ἀπὸ τὸ αἴσθημα τοῦ πόνου. ῎Εχουμε τὴ
συνείδηση τοῦ πόνου. ἔχουμε τὴ συνείδηση, ὅτι ὁ
πόνος, σωματικὸς, ψυχικός, καὶ πνευματικός,
εἶναι κάτι τὸ ἀτέλειωτο, ἐγγίζει τὴν αἰωνιότητα
καὶ τὸν θάνατο. ῎Εχει τὴ φύση τοῦ
ἀπείρου, ὅπως λέει καὶ κάποιος ποιητής.Ὁ κόσμος
ὅλος εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ πόνο, ἀλλὰ δὲν εἶναι κάτι
τὸ φυσικὸ καὶ αὐτονόητο. Τὸ ποτάμι πχ τρέχει,
ποτίζει, δροσίζει. Εἶναι κάτι το φυσικό.Ὁ ἀέρας
φυσάει, ἀλλάζει τὶς θερμοκρασίες καὶ ἰσορροπεῖ
πχ τὴν πυκνότητα τῆς ἀτμόσφαιρας ἤ μετακινεῖ τὰ
σύννεφα ἤ συντελεῖ στὴ δημιουργία θυελλῶν, Καὶ
κάνει τόσα ἄλλα ἀκόμη. Ὁ πόνος ὅμως τὶ κάνει στὴ
φύση; Γιατὶ μέσα στὰ φυσικὰ φαινόμενα, ποὺ εἶναι
αὐτονόητα ὑπάρχει αὐτὸ τὸ παρέμβλητο μυστήριο;
Μποροῦμε βέβαια σὲ ἕνα βαθμὸ νὰ ἐξηγήσουμε
τὸν λόγο, ποὺ μᾶς κάνει νὰ πονοῦμε σωματικὰ ἤ
ψυχικά. Δὲν μποροῦμε ὅμως νὰ συλλάβουμε τὸ
γεγονός, ὅτι ὑπάρχει καὶ γιατὶ῾ ὑπάρχει στὸν
κόσμο ὁ πόνος. Κάποιοι ἀπέδωσαν τὴν ὕπαρξη τοῦ
πόνου ὡς καμπανάκι προειδοποιητικὴς
λειτουργίας γιὰ τὴν ὕπαρξη ἤ παρουσία
μιᾶς ὀργανικῆς βλάβης, κάποιας ἀσθένειας κλπ.
Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἀποτελεῖ γενικὸ κανόνα. Δὲν
εἰδοποιεῖ πάντοτε καὶ ἐπικαίρως ὁ πόνος γιὰ
κάποια βλάβη ἤ δυσλειτουργία στὸν ὀργανισμό.
Κάποτε εἰδοποιεῖ ὁ πόνος, ἀλλὰ ὅταν εἶναι πιὰ
πολὺ ἀργά.
Καὶ ἄν παραδεχθοῦμε αὐτὴν τὴν
ἄποψη, ὅτι δηλαδὴ ὁ πόνος προειδοποιεῖ, ἔστω καὶ
ἀκανόνιστα, γιὰ κάποιον κίνδυνο, ὁ ψυχικὸς πόνος
δὲν ἔχει αὐτὴν τὴ δυνατότητα. Καὶ δὲν μποροῦμε
νὰ ἑρμηνεύσουμε φυσιολογικά, ἐν σχέσει δηλαδὴ μὲ
τὴ φυσιολογία ἤ σκοπιμότητα τὸν ψυχικὸ πόνο. Δὲν
μπορεῖ νὰ σταθῆ ἡ ὁποιαδήποτε φυσιολογία τοῦ
πόνου καὶ στὸν ψυχικό χῶρο. ῎Η ἔχουν μὲ ἄλλα
λόγια τὴν ἴδια φυσιολογικὴ ἀποστολὴ οἱ πόνοι,
σωματικοὶ ἤ ψυχικοί, ἤ δὲν ἔχουν καμμιὰ τέτοια
ἀποστολή, πράγμα ποὺ εἶναι περισσότερο πιθανό.
Χαρακτηριστικὸ στὸν πόνο εἶναι ὅτι τὸν πόνο
τὸν ζοῦμε, ἀλλὰ δὲν ζοῦμε τὸ θάνατο. Τὸν θάνατο
τὸν φοβούμαστε, ἀλλὰ δὲν τὸν ζοῦμε, ἄν καὶ εἶναι
μέσα μας καὶ δὲν τὸν ζοῦμε παρὰ μόνο ὑπὸ
ὡρισμένες περιστάσεις. Τὸν πόνο ὅμως τὸν ζοῦμε
ὡς κάτι συγκεκριμένο, ἄν καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὸν
ἐκφράσουμε καὶ νὰ τὸν προσδιορίσουμε λεκτικά.
Πονώντας κλαῖμε, φωνάζουμε, κραυγάζουμε τὸν
ἐκφράζουμε μὲ κάθε δυνατὸ τρόπο. Τὸν πόνο τὸν
αἰσθάνεται καὶ κάθε διεφθαρμένος καὶ ἀναίσθητος
ἄνθρωπος, ἀκόμη καὶ ὁ πιὸ ἀναίσθητος καὶ ὁ πιὸ
διεφθαρμένος. Καὶ εἶναι ἁποδεδειγμένο, ὅτι ὁ
πόνος μαλακώνει, ἐξημερώνει καὶ θὰ ἔλεγα, ὅτι σὲ
κάποιο βαθμὸ ἐξαγιάζει κατὰ κάποιον τρόπο τὸν
ἄνθρωπο, ἔστω κι ἄν εἶναι ἀνίερος αὐτὸς. Γι᾿αὐτὸ
καὶ ὁ πόνος εἶναι πιὸ ἀποτελεσματικὸς παιδαγωγὸς
παρὰ ὁ θάνατος. Καὶ πρέπει γι᾿αὐτὸ νὰ δόθηκε
στὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ ἀγάπη, ὅσο κι ἄν διαμαρτύρεται
ὁ πάσχων καὶ ὑφιστάμενος τὸν πόνο κατὰ την
ἐπίσκεψή του.
Ετσι ὁδηγούμαστε σὲ σημεῖο,
ποὺ μᾶς ὑποχρεώνει νὰ θέσουμε τὸ ἐρώτημα:
Ποιὸ εἶναι τὸ νόημα τοῦ πόνου;
Γιὰ ὅ,τι συμβαίνει στὸν κόσμο ὑπάρχει
πάντοτε κάποιο νόημα ἄλλοτε φανερὸ καὶ αὐτονόητο
καὶ ἄλλοτε ἀφανὲς καὶ ἀνακαλυπτόμενο. Γιὰ ὅ,τι
συμβαίνει στὸν ἄνθρωπο καταβάλλεται προσπάθεια
νὰ ἀνακαλυφθῆ τὸ νόημά του. Καὶ στὴν περίπτωση
τοῦ πόνου, πάντοτε προβάλλει ἕνα ἔντονο γιατί;.
Ποιὸς ὅμως μπορεῖ νὰ μᾶς δώση μιὰ ἀπάντηση
γιὰ τὸ πραγματικὸ νόημα τοῦ πόνου;
Οσες
προσπάθειες ἔγιναν πρὸς αὐτὴν τὴν κατεύθυνση δὲν
πέτυχαν νὰ καταλήξουν σὲ ἱκανοποιητικὴ ἀπάντηση.
῞Ομως ὁ πόνος ὑπάρχει. Καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει,
ἀπεγνωσμένα ὁ ἄνθρωπος ἀποζητάει τὸ γιατί, καὶ
ἀκόμη περισσότερο γιατὶ ἐγώ;_ἔστω κι ἄν ἡ
ἀπάντηση, ποὺ θὰ τοῦ δοθῆ καὶ ἴσως τὸν
ἱκανοποιήση, δὲν πρόκειται νὰ τοῦ θεραπεύση τὸν
πόνο. Τὸ πνεῦμα ὅμως ζητάει πάντοτε τὴν
ἱκανοποίησή του.
Οἱ στοκοὶ φιλόσοφοι πχ,
ἔχουν ὑποβιβάσει τὸν πόνο καὶ μάλιστα τὸν
θάνατο,ποὺ ἀποτελεῖ τὴν κορυφαία ἐκφρασή του στὸ
ἐπίπεδο μιᾶς φυσικῆς λειτουργίας.Τοῦτο
μὲν οὖν κατ᾿ἄνθρωπόν ἐστι λελογισμένον, μὴ
δυσχερῶς μηδὲ ὠστικῶς μηδὲ ὑπερηφάνως πρὸς τὸν
θάνατον ἔχειν, ἀλλὰ περιμένειν ὡς μίαν τῶν
φυσικῶν ἐνεργειῶν.
Πέστε το
αὐτὸ σὲ μιὰ μητέρα, ποὺ ἔχασε τὸ παιδί της γιὰ
νὰ τὴν παρηγορήσετε πλήρως μὲ αὐτό, γιὰ νὰ ἰδῆτε
πόσο αὐτὴ ρήση εἶναι παρηγορητική!... ἤ πέστε το
μὲ πιὸ ἁπλὸ τρόπο Τὶ νά κάνουμε; οἱ ἄνθρωποι
πεθαίνουν ἔτσι ἤ ἀλλιῶς. Τὸ παιδί σου σὰν
ἄνθρωπος κι αὐτὸ πέθανε...
Στὸ σημεῖο
αὐτὸ πρέπει νὰ δεχτοῦμε πὼς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
περιμένουμε ἀπάντηση μὲ τὴ βοήθεια μόνο τῆς
λογικῆς μας, ἡ ὁποία ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβη τὸ
νόημα τοῦ πόνου. Πρέπει νὰ μποῦμε στὸ χῶρο τῆς
πίστεως, ποὺ μόνο αὐτὴ μπορεῖ νὰ μᾶς δώση
ἀπάντηση σὲ ὅ,τι ἡ λογικὴ ἀδυνατεῖ νὰ ἀπαντήση.
Αὐτὸ βέβαια δὲν σημαίνει πὼς ὁποιαδήποτε πίστη
καὶ ὁποιαδήποτε παράλογη αὐθαίρετη ἢ ἀνόητη
ἐκδοχὴ μπορεῖ νὰ εὐσταθήση. Λέγοντας πίστη
ἀναφερόμαστε στὴν εὐαγγελικὴ, τὴ χριστιανικὴ καὶ
δὴ τὴν ὀρθόδοξη πίστη, ποὺ ἀποτελεῖ θεία
φανέρωση καὶ ἀποκάλυψη τοῦ μυστηρίου τῆς
πίστεως.
῾Η πίστη μας τίθεται ἀντιμέτωπη
στὸν πόνο καὶ στὴν κορυφαία του ἔκφραση καὶ
ἐκδήλωση, τὸν θάνατο.Ἡ πίστη μας δὲν
ἐνδιαφέρεται νὰ κάνη ἀνετώτερο τὸ μυστήριο τοῦ
θανάτου ἤ καλύτερα ἀνετώτερη τὴ σκέψη τοῦ
μυστηρίου τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ἐνδιαφέρεται νὰ κάνη
σημαντικώτερον τὸν θανατο, σημαντικώτερον καὶ
ἀπὸ ἐτούτη τὴ ζωή. Γι᾿αὐτὸ τονίζει πχ Οὐκ ἔχομεν
ιὦδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν
ἐπιζητοῦμεν. Καὶ ἄν στὸ θέμα αὐτὸ συντελεῖ γιὰ
τὴν καλύτερη ἀντιμετώπισή του ὁ πόνος ὡς μέσον
εἰσόδου μας στὴν αἰωνιότητα, τότε ὁ πόνος
χρειάζεται ὁπωσδήποτε, ὅποια κι ἄν εἶναι ἡ μορφή
του, εἴτε σωματικὴ εἴτε ψυχικὴ εἴτε πνευματική.
Γι᾿αὐτὸ ἡ πίστη μας συνδέει τὴ ζωὴ καὶ τὸν
θάνατο μὲ τὸν πόνο κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ
᾿Ιησοῦ, ποὺ πόνεσε ὅσο κανένας ἄλλος καὶ ποὺ τὸ
πιὸ οὐσιαστικὸ χαρακτηριστικὸ τῆς ζωῆς του
ὑπῆρξε ὁ πόνος πρὶν ἀπὸ τὸν ὀδυνηρὸ θάνατό του,
ποὺ δὲν ἦταν μόνο πόνος σωματικός, ἀλλὰ καὶ
ψυχικὸς καὶ πευματικός. Ὑπ῀῀ῆρξε τὸ κορύφωμα τοῦ
πόνου του.
Γι᾿αὐτὸ ἡ θεώρηση τοῦ πόνου
στὸν χῶρο τῆς πίστεως δὲν ἀποτελεῖ λογικὸ
συμπέρασμα καὶ ἀπότοκο λογικῆς διερευνήσεως,
ἀλλὰ ὑπέρλογη παραδοχὴ, θεώρηση ὑπερφυσική. Τὸ
νόημα τοῦ πόνου ἡ πίστη μᾶς τὸ ἀνάγει στὴ σοφία
τοῦ Θεοῦ, ποὺ πόνον αὐτὸς γνωρίζει τὸ μυστήριο
τοῦ πόνου καὶ μόνον αὐτὸς γνωρίζει τὸ λόγο, γιὰ
τὸν ὁποῖο ἡ ἀγαθότητά του χρησιμοποιεῖ τὸν πόνο
ἀπὸ ἀγάπη καὶ μόνον ὡς μέσον ἁγιασμοῦ καὶ
θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.Παιδεύει εἰς τὸ μεταλαβεῖν
τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ
Γιὰ τὸν πόνο μιλάει
καὶ ὁ Βουδδισμός. Ὁ Βουδδισμὸς ὅμως ἐπιδιώκει νὰ
καταπνίξη τὸν πόνο. Γιὰ τὸν Βουδδισμὸ ὁ πόνος
δὲν εἶναι σωτήριος, ἀλλὰ ἐξοβελιστέος. Καὶ
ἐπιδιώκει νὰ θεωρηθῆ καὶ ὁ πιὸ μεγάλος πόνος
ἀσήμαντος.Ἀντίθετα ὁ Ἰησοῦς μας θεωρεῖ καὶ τὸν
πιὸ μικρὸ πόνο σημαντικώτατον.Ὁ Βούδδας ζητάει
νὰ πείση τὸν ἄνθρωπο, ὅτι ὁ πόνος εἶναι
ἀνύπαρκτος ἢ ῾ὅτι πρέπει νὰ τὸν ξεχάση. Καὶ τοῦ
προσφέρει ψυχικὰ ναρκωτικά. Σκοπός του εἶναι ἡ
νάρκη, ἡ ἔναρξη τοῦ αἰώνιου ὕπνου μέσα στὴν ἴδια
τὴ ζωή, ἡ ἔναρξη τοῦ αἰώνιου Νιρβάνα, δηλαδὴ τῆς
διάλυσης τοῦ ἀνθρώπου μέσα στὸν ἀπρόσωπο Θεό,
ὅπως μιὰ σταγόνα, ποὺ διαλύεται πέφτοντας μέσα
στὸν ὠκεανό. Ὁ Βουδδισμὸς θέλει νὰ σὲ κάνη νὰ
πεθάνης πρὶν πεθάνης. Ἀφοῦ ὁ πόνος εἶναι ἡ
πραγματικότητα καὶ τὸ ἰδεῶδες του εἶναι ἡ
ἀναισθησία, συνταγή του ἀποτελεῖ ἡ σωτηρία ἀπὸ
τὸν πόνο, δηλαδὴ ἡ φυγὴ ἀπὸ τὴν πραγματικότητα
ναρκώνοντας τὶς αἰσθήσεις καὶ τὴ σκέψη σου. Αὐτὸ
ὅμως δὲν σημαίνει σωτηρία, ἀλλὰ αὐταπάτη.
Σημαίνει πνευματιὴ αὐτοχειρία. Γι᾿αὐτὸ ὁ Βούδδας
δὲν μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ σωτήρας, ἀλλὰ γιατρός, ποὺ
ἐπιδιώκει νάρκωσή σου.
Ἀντίθετα ὁ ᾿Ιησοῦς
δὲν θέλει νὰ σὲ σώση ἀπὸ τὸν πόνο, ἀλλὰ νὰ σὲ
σώση μέσῳ τοῦ πόνου. Δὲν ζητάει νὰ καταπραΰνη
τὸν πόνο, ἀλλὰ διὰ μέσου του νὰ σὲ ξυπνήση. Σὲ
καλεῖ σὲ ἔργο καὶ γι᾿αὐτὸ σὲ ἐγρήγορση καὶ
διαρκῆ νήψη. Δὲν θέλει νὰ σὲ πάρη ὁ ὕπνος τῆς
ἀμέλειας καὶ τῆς ἀδιαφορίας, ἀλλὰ νὰ παραμένης
ἄγρυπνος μέχρι τέλους. Γι᾿αὐτὸ καὶ τὸ παράγγελμά
του εἶναι γρηγορεῖτε, ζητάει τὴ γρήγορση καὶ τὴν
ἀγρύπνια τῆς ψυχῆς. Ἡ γρήγορση καὶ ἡ ἀναμονὴ τοῦ
ἐρχομοῦ τοῦ Κυρίου εἶναι μιὰ βασικὴ ἐντολή του,
καὶ πρέπει νὰ ἀποτελῆ ἀδιάπτωτη λαχτάρα τοῦ
πιστοῦ. Γι᾿αὐτό, γιὰ νὰ μὴ μᾶς πάρη ὁ ὕπνος,
χρησιμοποιεῖ ὡς αὐτόματο καὶ ἀποτελεσματικὸ
ξυπνητήρι τὸν πόνο. Καὶ ὅ,τι αὐτὴ ἡσημασία τοῦ
πόνου συνεπάγεται.
Βέβαια ἡ φύση τοῦ
ἀνθρώπου ἀποστρέφεται τὸν πόνο καὶ τὴ θλίψη. Δὲν
προτιμάει τὴν ὀδύνη. Καὶ τὸ βλέπουμε αὐτὸ στὴ
ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου. Ἡ ἀνθρώπινη φύση του
ἀντιδρᾶ κατὰ τοῦ πόνου στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ.
Θείς τὰ γόνατα προσηύχετο ὁ Ἰησοῦς λέγων Πάτερ,
εἰ βούλει παρενεγκεῖν τὸ ποτήριον τοῦτο ἀπ᾿ἐμοῦ,
πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου, ἀλλὰ τὸ σὸν γινέσθω Λουκ.
κβ 42. ὅμως ὑποτάσσει τὸ ἀνθρώπινο θέλημά του
στὸ θεῖο θέλημα, ὅσο βαρύ, ἔμπονο καὶ σκληρὸ κι
ἄν ἦταν τὸ μαρτύριο, ποὺ περίμενε τὴ φύση του,
ποὺ δὲν εἶχε κανέναν ἀντικειμενικὸ λόγο, καμμιὰ
ἐνοχή, για νὰ τὴν ἐξιλεώση, παρὰ μόνο ἡ ἀγάπη
τοῦ Πατρός καὶ ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀρκετὰ
πιὸ πρίν εἶπε πάλι ἀναμένοντας τὴν ὥρα αὐτή
νῦν ἡ ψυχή μου τετάρακται, καὶ τί εἴπω;
Πάτερ σῶσόν με ᾿εκ τῆς ὥρας ταύτης. ᾿Αλλὰ δια
τοῦτο ἦλθον εἰς τὴν ὥραν ταύτην Ἰω. ιβ
27. Θὰ ὑφίστατο τὴν ὀδύνη τοῦ κόκκου τοῦ
σίτου τοῦ πίπτοντος εἰς τὴν γῆν ἵνα
ἀποθάνη καὶ ἵνα ἀποθανὼν καρπὸν πολύν φέρῃ
Ἰω. ιβ 25.
Ετσι ὁ ᾿Ιησοῦς καθαγίασε τὸν
πόνο ὄχι μόνον μὲ τὴ διδασκαλία του, ποὺ καὶ
μόνη αὐτὴ ἦταν ὑπεραρκετὴ νὰ τὸν καθαγιάση, ἀλλὰ
καὶ τὸν πότισε μὲ τὰ δάκρυά του, μὲ τὴν
ἀνθρώπινη ἀγωνία του, μὲ τὸν ἁποδοχὴ τοῦ
ὀνείδους καὶ τῆς ἀποδοκιμασίας του, μὲ τὴ θλίψη
τῆς ἐγκταλείψεώς του ἀπὸ ὅλους, μὲ τὴν ἀτιμία
τοῦ σταυρικοῦ θανάτου του. Τὸν καθαγίασε μὲ τὸ
τίμιο αἶμα του καὶ τὸν θάνατό του.
Γι᾿αὐτὸ καὶ ἔχει αἰώνιο βάρος καὶ σημασία ὁ
λόγος του: ὁ φιλῶν τὴν ψυχὴν α᾿ὐτοῦ,
ἀπολέσει αὐτήν. Καὶ ὁ μισῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, εἰς
ζωὴν αἰώνιον φυλάξει αὐτήν Ἰω. ιβ 25.
Ὁ πόνος, ποὺ ἀποκορυφώνεται στὴν ἀπέραντη
ἀγάπη του πρὸς τὸν οὐράνιο Πατέρα καὶ
ἐκδηλώνεται μὲ ἀπόλυτη ὑπακοή του ὡς ἀνθρώπου
στὸ θέλημά του ὁ πόνος ποὺ ἐκδηλώνεται ὡς
ἀπέραντη ἀγάπη πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ ὑπογράφεται
μὲ τὸ τίμιο αἶμα του, μεταβάλλει τὸν πόνο σὲ
μέσον ἁγιασμοῦ καὶ σωτηρίας. Γίνεται μέσον
μιμήσεως τοῦ ᾿Ιησοῦ μὲ ἀκολούθηση τοῦ
παραδείγματός του. Ἐὰν ἐμοί τις
διακονιῆ, ἐμοὶ ᾿ακολουθείτω Ἰω. ιβ 26 . Καὶ
Χριστὸς ἔπαθεν ὑπὲρ ἡμῶν, ἡμῖν ὑπολιμπάνων
ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν
αὐτοῦ πρβλ Α Πέτρ. β 21.
Ἀπὸ
τότε ὅσοι πιστοὶ ἀκόλουθοι τοῦ Κυρίου᾿Ιησοῦ,
καλούμεθα νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε στὸν ἀνάντη δρόμο
τοῦ πόνου καὶ ὑπὸ τὶς δυὸ σημασίες τοῦ ὅρου, τοῦ
πόνο ὡς πόνου καὶ τοῦ πόνου ὡς κόπου. Μᾶς τὸ
εἶπε ὁ ἴδιος καὶ μᾶς τὸ βεβαίωσε μὲ τὸ
παράδειγμά του καὶ ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολός
του Πέτρος καὶ μαζ`ί του καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι
συναπόστολοί του. Τὸ ἴδιο, τόνισε καὶ δίδαξε καὶ
ἔπραξε καὶ ἔζησε ὡς τὰ κατάβαθά του τὸν πόνο καὶ
τὸν κόπο ὁ οὐρανοβάμων ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ἀετὸς
τοῦ θείου κηρύγματος στὴν τότε γνωστὴ οἰκουμένη.
᾿Εν παντὶ θλιβόμενοι, ἀλλ᾿οὐ
στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι, ἀλλ᾿οὐκ
ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι, ἀλλ᾿οὐκ
ἐγκαταλειποόμενοι, καταβαλλόμενοι, ἀλλ᾿οὐκ
ἀπολλύμενοι Β Κορ. δ 89. Καὶ᾿εν παντὶ
συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι ἐν ὑπομονιῆ
πολλιῆ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν κόποις, ἐν
ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις,... διὰ δόξης καὶ
ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι
και ἀληθεῖς ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι,
ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι
καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι, ἀεί δὲ
χαίροντες, ὡς πτωχοί, πολλούς δὲ πλουτίζοντες,
ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες Ρωμ. η
4-10.
Καὶ ἀκόμη: Ἐπιδίωξή του
καὶ ἀντίστοιχα καὶ δικό μας χρέος ἦταν
τὸ γνῶναι τὸν᾿Ιησοῦν καὶ τὴν δύναμιν τῆς
ἀναστάσεως αὐτοῦ καὶ μάλιστα καὶ πρὸ πάντων τὴν
κοινωνίαν τῶν παθημάτων αὐτοῦ Φιλιπ. γ
10.
Καὶ αὐτὸ ὑπῆρξε καὶ ὁ κλῆρος ὅλων
τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ; ἄλλοι ἐτυμπανίσθησαν οὐ
προσδεξάμενοι τὴν ἀπολύτρωσιν....ἕτεροι
ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ᾿ἔτι δὲ
δεσμῶν καὶ φυλακῆς ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν,
ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον,
περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασι,
ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι κακουχούμενοι... ἐν
ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ
ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς Ἐβρ. ια 3538.
Καὶ μὲ ἁπλὰ λόγια:
Αλλοι ἅγιοι τιμωρήθηκαν μὲ βασανιστικὰ ὄργανα,
γιατὶ δὲν δέχθηκαν τὴν ἀπαλλαγή τους ἀπὸ τὰ
βασανιστήρια, ἄλλοι δοκιμάστηκαν μὲ ἐμπαιγμοὺς
καὶ φυλακίσεις, λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν,
δοκίμασαν ποκίλους πειρασμούς, τοὺς μαχαίρωναν,
τριγυρνοῦσαν καταδιωγμένοι μὲ προβιὲς καὶ
δέρματα κατσικῶν ἀντὶ γιὰ ἄλλα
ροῦχα,δοκιμάζοντας πλῆθος στερήσεων, ὑφιστάμενοι
ἀμέτρητες ταλαιπωρίες, περιπλανώμενοι σὲ
ἐρημιές, σὲ βουνά, σὲ σπηλιές, σὲ ὀρύγματα καὶ
τρύπες τῆς γῆς...
Καὶ μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση
μᾶς προτρέπει ὁ ἴδιος ἀπόστολος Παῦλος μὲ τοὺς
λόγους ἐτούτους:
Τοιγαροῦν καὶ ἡμεῖς
τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος
μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν
εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι῾ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν
προκείμενον ῾ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς
πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν ᾿Ιησοῦν, ὅς ἀντὶ
τῆς προκειμένης αὐτιῶ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρὸν,
αἰσχύνης καταφρονήσας... ἀναλογίσασθε τὸν
τοιαύτην ὑπομεμενηκότα ὑπὸ ἁμαρτωλῶν ἀντιλογίαν,
ἵνα μὴ κάμητε ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν ἐκλυόμενοι. Οὔπω
γὰρ μέχρις αἵματος ἀντικατέστητε πρὸς τὴν
ἁμαρτίαν ἀνταγωνιζόμενοι καὶ ἐκλέλησθε τῆς
παρακλήσεως ἥτις ὑμῖν ὡς υἱοῖς διαλέγεται
υἱέ μου, μὴ όλιγώρει παιδείας Κυρίου,
μηδὲ ἐκλύου ὐπ᾿αὐτοῦ ἐλεγχόμενος. ὅν γὰρ ἀγαπᾶ
Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὅν
παραδέχεται. Εἰ παιδείαν ὑπομένετε, ὡς
υἱοῖς ὑμῖν προσφέρεται ὁ Θεός. Τὶς γάρ ἐστιν
υἱός, ὅν οὐ παιδεύει πατήρ;... Εἶτα τοὺς μὲν τῆς
σαρκὸς ἡμῶν πατέρας εἴχομεν παιδευτὰς καὶ
ἐνετρεπόμεθα οὐ πολλῶ μᾶλλον ὑποταγησόμεθα τιῶ
πατρὶ τ῀ῶν πνευμάτων καὶ ζήσομεν; Οἱ μὲν γὰρ
πρὸς ὀλίγας ἠμέρας κατὰ το δοκοῦν αὐτοῖς
ἐπαίδευον, ὁ δὲ ἐπὶ τὸ συμφέρον, εἰς τὸ
μεταλαβεῖν τῆς ἀγιότητος αὐτοῦ. Πᾶσα δὲ παιδεία
πρὸς τὸ παρὸν οὐ δοκεῖ χαρᾶς εἶναι, ἀλλὰ λύπης,
ὕστερον δὲ καρπὸν αὐτοῖς εἰρηνικὸν τοῖς δι᾿αὐτῆς
γεγυμνασμένοις, ἀποδίδωσι δικαιοσύνης Ἑβρ. ιβ
111.
Καὶ μὲ ἁπλὰ λόγια:
Λοιπὸν καὶ ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε σύννεφο ὁλόκληρο
μαρτύρων τριγύρω μας, ἄς πετάξουμε ἀπὸ πάνω μας
κάθε βἀρος, ποὺ θὰ μᾶς ἐμπόδιζε στὸν ἀγώνα, ποὺ
ἔχουμε μπροστά μας. Κι ἄς ἔχουμε στὸν ἀγώνα μας
αὐτὸν στραμμένα τὰ βλέμματά μας στὸν ἀρχηγό τῆς
πίστεώς μας τὸ Χριστό, ποὺ καὶ ὀλοκληρώνει καὶ
τελειοποιεῖ αὐτὴν τὴν πίστη μέσα μας. Μὴν
ξεχνᾶμε πὼς ὁ Κύριος ὑπέμεινε τὴν ἀτιμία τοῦ
σταυροῦ, χωρὶς νὰ ὑπολογίση τὴν ντροπή αὐτοῦ τοῦ
ὀδυνηροῦ καὶ ἄτιμου θανάτου.Ἀναλογισθῆτε αὐτόν,
ποὺ σὲ τέτοιας λογῆς ἀντίθεση καὶ ἀντίδραση ἐκ
μέρους τῶν ἁμαρτωλῶν ἀντιπάλων καὶ ἐχθρῶν του
ἔδειξε τόση ὑπομονὴ, ὥστε νὰ μὴ λυγίζη τὸ
φρόνημά σας καὶ ἀποκάμνετε.
Μὴν ξεχνᾶτε,
ὅτι δὲν ἀγωνισθήκατε ἀκόμη μέχρι θανάτου
ἐναντίον τῆς ἁμαρτίας ξεχνώντας τὴν παρηγοριὰ
τῆς θείας σοφίας, ποὺ λέει ἀπευθυνόμενη καὶ
σ`τὸν καθένα σας σὰν παιδί της: Παιδί μου, μὴν
παραμελεῖς τὴν παιδεία καὶ τὴν ἀγωγὴ τοῦ Κυρίου
καὶ μὴν ἀποκάμνεις ἀπὸ τοὺς ἐλέγχους της, ποὺ σὲ
κάνουν ἴσως νὰ πονᾶς. Γιατὶ ὅποιον ἀγαπάει ὁ
Κύριος ὡς γνήσιο παιδί του, τὸν τιμωρεῖ καὶ τὸν
παιδεύει, γιατὶ τὸν θέλει δικό του. Ὑπομένετε
τὴν παιδαγωγία αὐτή, γιατὶ ὁ Θεὸς σᾶς
συμπεριφέρεται σὰν παιδιά του. Γιατί, σᾶς ρωτῶ,
ποιὸ γνήσιο παιδί του δὲν τὸ παιδαγωγεῖ ὁ
πατέρας του; ἔπειτα εἴχαμε παιδαγωγοὺς τοὺς κατὰ
σάρκα πατεράδες μας καὶ τοὺς δείχναμε σεβασμὸ
καὶ νιώθαμε ντροπὴ μπροστά τους. Δὲν πρέπει ὅμως
νὰ ὑποταχθοῦμε πολὺ περισσότερο στὸν Πατέρα τῶν
λογικῶν πλασμάτων του, τὸν Θεὸ καὶ δημιουργό
μας; Οἱ κατὰ σάρκα πατεράδες μας μᾶς
παιδαγωγοῦσαν, ὅπως καταλάβαιναν καλύτερα,Ὁ Θεὸς
ὅμως μᾶς παιδαγωγεῖ διὰ τοῦ πόνου γιὰ τὸ αἰώνιο
συμφέρον μας, προκειμένου νὰ ἁγιασθοῦμε
παίρνοντας μέρος ἀπὸ τὴν ἁγιότητά του. Κάθε
παιδαγωγία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ δὲν φαίνεται νὰ
προξενῆ χαρὰ, ἀλλὰ λύπη. ὅμως α᾿ὐτὴ ἡ παιδαγωγία
ἀποφέρει ἔπειτα στὸν παιδαγωγούμενο πλούσιους
τοὺς καρποὺς τῆς εἰρήνης καὶ τῆς ἀρετῆς.
Αὐτὸν τὸ δρόμο ἀκολούθησαν καὶ ὅλοι
οἱ ῞Αγιοι μέχρι σήμερα. Κανένας ἅγιος δὲν ἤθελε
εὐχαρίστως νὰ δεχθῆ τὸν πόνο.Ἀλλὰ καὶ κανένας
ἅγιος δὲν ἤ θ ε λ ε ν ὰ μ ὴ ν ε ἶ χ ε π ο ν έ σ
ε ι!
****
Αν
διαβλέψουμε τὴ φθαρτότητα καὶ ματαιότητα τοῦ
κόσμου μὲ τὴν ἐπίσκεψη, τοῦ πόνου, τότε εἴμαστε
ἐλεύθεροι ἀπὸ ὅ,τι εἶναι ἔγχρονο καὶ μάταιο καὶ
ἀκριβῶς τότε γιὰ πρώτη φορὰ ἀρχίζουμε νὰ
ἀγαποῦμε μὲ ἀδιατάραχτα πραγματικὴ ἀγάπη τὸν
Κύριο. Τότε γιὰ πρώτη φορὰ μποροῦμε νὰ
ἀπολαύσουμε τὴν ἐλευθερία ἀπὸ ὅ,τι μᾶς δένει μὲ
τὴ φθαρτότητα καὶ τὴν παροδικότητα τῶν
πραγμάτων. Αὐτὸ σημαίνει πὼς μποροῦμε νὰ
ἐκτιμήσουμε σωστὰ καὶ τὴ σημασία τοῦ πόνου μας.
Τότε μποροῦμε νὰ τὸν ἀποδεχτοῦμε τελικὰ καὶ
μάλιστα νὰ τὸν ἀγαπήσουμε. Πονώντας ἀποκτοῦμε
ἕναν ἐργοδότη. Στὴν ἔλλειψη προοπτικῆς μᾶς
παρουσιάζεται μιὰ προοπτική. Ἀνάβει μπροστά μας
κάποιο φῶς ἐκεῖ ποὺ δὲν φαινόταν πηγὴ φωτός.
Ὁ πόνος μὲ τὴ χάρη τοῦ Κυρίου ἔρχεται νὰ μᾶς
βοηθήση καὶ ὄχι νὰ μᾶς καταβάλη καὶ ἐκμηδενίση.
Μᾶς μεταφέρει ἐπανειλημμένα στὸ πεδίο τῆς
σωματικῆς ἤ καὶ ψυχικῆς μας ἀδυναμίας. ἤδη
διαλύεται κάθε ψευδαίσθηση καὶ γνωρίζουμε μέσῳ
τοῦ πόνου τὶ σημαίνει πραγματικὴ ἐκτίμηση τῶν
πάντων γύρω μας, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀξίας κάποιας
ἄλλης πραγματικότητος πέρα ἀπὸ τὰ αἰσθητὰ καὶ
παρερχόμενα.
῾Ο πόνος μᾶς βοηθάει νὰ
ξεγυμνώνουμε τὸ ψέμα, ποὺ ὑπάρχει στὸν κόσμο τῆς
φαντασίας μας, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀπάτη τοῦ κόσμου,
τοῦ ὁποίου τὸ σχῆμα παράγει, δηλαδὴ ἀλλοιώνεται,
μεταβάλλεται. ῾Ο πόνος μᾶς ἀποξενώνει ἀπὸ ὅ,τι
μέχρι τότε μᾶς ἔχει φυλακίσει στὴ φυλακὴ τ῀ὼν
αἰσθήσεων καὶ στὴν ψευδαίσθηση καὶ τὴν ἀπάτη τῆς
προσκολλήσεως στὰ φαινόμενα καὶ παρερχόμενα,
ἑπομένως καὶ στὴν ἀπάτη τῆς ἁμαρτίας . Μὲ τὸν
ἐξαγνισμό, ποὺ μᾶς χαρίζει ὁ πόνος ἐν Χριστιῶ,
μὲ τὸν ἁγιασμό, ποὺ μᾶς δωρίζει ἡ ἀποδοχὴ τοῦ
πόνου ἐν εὐχαριστίᾳ, μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν μέθη
τῆς δυσωδίας τ`ῶν ἀπατηλῶν ἡδονῶν, ποὺ γεννοῦν
τὴν ὀδύνη καὶ τὴν ἀπογοήτευση, τ`ὸν κόρο καὶ τὴν
ἀνελπιστία.
Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ πόνου ὡς
δώρου τοῦ Θεοῦ βιώνουμε ὅλη τὴν ἀποκρουστικότητα
τῆς ἀποφορᾶς τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ κακοῦ. Καὶ
κεκαθαρμένοι ἀπὸ τὴ χάρη καὶ τὸν ἁγιασμό, ποὺ
μᾶς προσφέρει ὁ Κύριος διὰ τοῦ πόνου καὶ τῆς
θλίψεως, μένουμε ἔκπληκτοι καὶ πλημμυρίζουμε ἀπὸ
εὐγνωμοσύνη γιὰ τὸ δῶρο τοῦ πόνου, γιατὶ μᾶς
ἑνώνει μὲ τὸν ἀρχηγὸ τοῦ πόνου, τὸν Κύριο
᾿Ιησοῦ, γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε τελικά, ὅταν τελειώση
ὁ ἀγώνας μας στὴ γῆ ἐτούτη, ἐκεῖ ὅπου
οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ
ἀτελεύτητος ἐν ἀγήρῳ μακαριότητι. Ἀμήν!
Ναί, εἶμαι νικημένος.Ἀνεπιφύλακτα
σοῦ λέω ,πόνε, ὅτι μὲ δίδαξες τὸ μυστικὸ, ποὺ
κάνει νὰ νικοῦμε ὅλα ὅσα πρῶτα μᾶς νικοῦσαν στὴ
ζωή, ποὺ ὅμως ἦταν σκιὲς καὶ φευγαλέες
ὀντότητες. Νίκησα ὅσα νικοῦν καὶ ρίχνουν στὸ
ἔδαφος νικημένον τὸν ἄνθρωπο.
|
|
|
 |
|