background
 
Ὁ πλησίον μας, χαρά μας καί δόξα
π. Εὐσέβιος Βίττης



«Ὑμεῖς ἐστέ ἡ δόξα ἠμῶν καί ἡ χαρά» (Ἅ’ Θέσ. 2:20)

Τί εἶναι οἱ χριστιανοί γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο; Εἶναι ἡ δόξα καί ἡ χαρά του. Γιατί ὑπάρχουμε οἱ χριστιανοί; Ὑπάρχουμε γιά τό τέλος.
Ὑπάρχει μία ἀρχή, ἀλλά ὑπάρχει καί ἕνα τέλος. Γιά τούς μή πιστούς ὑπάρχει μία ἀρχή πού ἔχει ἕνα τέλος: τό τέλος τοῦ παρόντος. Γιά τούς πιστούς ὑπάρχει μία ἀρχή, ὑπάρχει ἕνα τέλος, πού εἶναι ὅμως ἡ ἀρχή χωρίς τέλος. Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο δῶρο πού κάνει τόν ἀπόστολο Παῦλο νά χαίρεται. Διότι θά γίνει κρίσις. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος βλέπει τά ἔσχατα, δέν μένει στό παρόν πού εἶναι περαστικό, ἀλλά στό μέλλον: «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν».

Πάσχουμε ὅλοι ἀπό ὁμαδική ἀμνησία, ἀδελφοί μου. Ξεχνᾶμε ὅτι δέν ἔχουμε μόνιμη κατοικία. Ὁ κόσμος αὐτός θά τελειώσει κάποτε. Πρέπει νά προσβλέπουμε στό τέλος.
Ἡ παροῦσα ζωή εἶναι γεμάτη πόνο καί θλίψεις. «Ἐν τῷ κόσμω θλίψιν ἔξετε», εἶπε ὁ Κύριος, καί πρῶτος αὐτός σήκωσε τό Σταυρό τοῦ μαρτυρίου ἀπό τότε πού γεννήθηκε μέχρι τό τέλος πού πέθανε πάνω στόν Σταυρό. Ἀλλά δέν ἦταν τό τέλος. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά ὡς πρός ἄλλους ἡγέτες πού ἦρθαν καί εἶπαν πάρα πολλά, ἀλλά ἐγκόσμια, ὄχι ὅμως γιά τό τέλος τό χωρίς τέλος.

Θά ἔρθει, λοιπόν, ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, ἡ ὥρα πού περίμενε ὁ ἀπόστολος Παῦλος πού ἐπιθυμοῦσε τό τέλος: «ἐπιθυμίαν ἔχω εἰς τό ἀναλύσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι». Ὁ σκοπός τῆς ζωῆς μᾶς εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ἐγκόλπωση τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, ἡ ἕνωση μαζί Του. «Ἐγώ ἐν αὐτοῖς καί σύ ἐν ἐμοί, ἴνα ὦσι…ἐν», εἶπε ὁ Κύριος… Νά εἴμαστε ἕνα, μία ἑνότητα ἀκατάλυτη.

Τώρα εἴμαστε διηρημένοι σέ ἄτομα. Τότε θά εἴμαστε πρόσωπα. Πρόσωπο πρός πρόσωπο πρός τόν Κύριο καί ἡ προσωπικότητα τοῦ Κυρίου θά ἀντανακλᾶ σέ μας καί θά γινόμαστε ὁλοένα πρόσωπα, δηλαδή ὑπάρξεις ἅγιες, ἐλεύθερες, πού θά ἔχουν σκοπό τήν ἑνότητα μέ τόν Θεό. Θά ἑνωνόμαστε πάντοτε ἀενάως, θά τόν ἀγαποῦμε χωρίς νά χορταίνουμε ἀπό τήν ἀρχή, θά εἶναι μία διαρκῆς ἕνωση πού ποτέ δέν θά ἔχει τέλος γιατί θά τελειοῦται συνεχῶς, θά εἶναι μία κίνηση συνεχής…

Μία δημοσιογράφος κάποτε ἔγραφε: «Τί θά κάνουμε στήν αἰωνιότητα; Πῶς θά περνᾶμε; Θά ἔχει πολλή ἀνία!» Ὤ εὐλογημένη: Δέν ξέρεις τί θά πεῖ Χριστός! Ὅσοι ἔχουν ζήσει κάποια ὁράματα, κάποιες ἐπικοινωνίες μέ τόν Κύριο, δέν εἶναι δυνατόν νά περιγραφεῖ ἡ χαρά πού ἐνοίωθαν. Εἶναι ἀδύνατο νά καταλάβουμε μέ γήινες προοπτικές καί γήινα μέτρα τί θά πεῖ Χριστός. Ὅσοι τόν ἔχουν ζήσει τόν Χριστό, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς ἐξωτερικές συνθῆκες τῆς ζωῆς τοῦ παρόντος βίου, αὐτοί ξέρουν τί σημαίνει ἕνωση μέ τόν Χριστό, τί σημαίνει νά ἀγαπᾶμε τόν Χριστό. Αὐτοί οἱ γυμνόποδες, οἱ ρακένδυτοι, οἱ στερημένοι τῶν πάντων ἅγιοι ἐρημίτες, πού ζοῦσαν ὄμορφα μέ τόν Χριστό καί δέν τούς ἐνοίαζε τίποτα. Ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, πού ἔλιωνε τό χιόνι στά πόδια του καί δέν ἐνοίωθε τίποτα… ἄλλοι στό Ἅγιον Ὅρος, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλυβίτης. Πῶς ζοῦσαν; Μέσα σ’ ἀπέραντη στέρηση, ἀλλά μέ τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας.

Ἔχουμε καταντήσει σέ μεγάλη τυπικότητα καί μένουμε στά ἐξωτερικά στοιχεῖα. Ξεχνᾶμε ὅτι ὁ χριστιανισμός, ἡ πίστη μᾶς εἶναι ὁ ἔσω ἄνθρωπος, ὁ ἔσω κόσμος, ἡ ἕνωση μέ τόν Κύριο, ἡ διαρκής ἀγάπη γιά τόν Κύριο, ἡ τρελή ἀγάπη πού ἐνοίωθε γιά τόν Κύριο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πού ἔλεγε τό ὄνομα Ἰησοῦς καί ἔλιωνε ἀπό ἀγάπη καί χαρά.

Ἔτσι λοιπόν θά ἔρθει στιγμή πού θά φύγουμε, λέει ὁ Ἀπόστολος, τότε θά εἶστε ἡ δόξα καί ἡ χαρά μου. Καί τώρα χαίρω, ἀλλά δέν μπορῶ νά σᾶς ἔχω ὅλους μαζί.
Τότε ὅμως θά σᾶς ἔχω μαζί, θά εἴμαστε πάντα μαζί καί θά ἀποτελεῖτε τά διαπιστευτήριά μου γιά ὅ,τι ἔκανα, γιά τόσες ψυχές πού ἔχω σώσει. Εἶναι προσφορά καταπληκτική αὐτή πού ἔκανε ὁ ἀπόστολος Παῦλος.
Οἱ ἄπιστοι τόν βλαστήμησαν, τόν ἀγνόησαν, τόν περιφρόνησαν, τόν ἔβρισαν, ἀπίστησαν, ἀπεῖχαν ἀπό τή σχέση του μέ τόν Κύριο. «Δέν ὑπάρχει Χριστός», ὅπως δέν ὑπάρχει καί γιά τή στρουθοκάμηλο ὁ ἐχθρός πού ἔρχεται. Ὅσο κι ἄν κλείσουμε τά μάτια, ὁ Χριστός ὑπάρχει, ὁ Θεός ὑπάρχει, ἡ αἰωνιότητα ὑπάρχει, ὅσο κι ἄν τήν ἀγνοήσουμε.

Ὅταν ξεκινῶ ἀπό τό φτωχό μου κελλί τόν χειμώνα καί ἔχει χιονίσει, βλέπω πάνω στό χιόνι πηδήματα ἀπό ποντίκια, ἴχνη ἀπό λύκους, ἀπό ἀνθρώπους. Δέν βλέπω οὔτε ἄνθρωπο οὔτε ζωντανό καί ὅμως ξέρω ὅτι πέρασαν… εἶμαι βέβαιος ὅτι κάποιοι πέρασαν. Τά ἴχνη λοιπόν τῶν ζώων μαρτυροῦν τήν ὕπαρξή τους, κάπου εἶναι κρυμμένα… Ὁ Θεός εἶναι ὁ κρυμμένος Θεός. Ὑπάρχει Θεός πού κανείς δέν βλέπει, οὔτε οἱ ἄγγελοι, γιατί εἶναι ἀπολύτως ἄυλος καί ἀόρατος, ἀλλά πιό ὑπαρκτός ἀπ’ ὅλα τά ὑπαρκτά. Γιατί ἄν ὑπάρχουν, καί αὐτά ὑπάρχουν χάρη στήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι τότε πιστοί καί ἄπιστοι θά κριθοῦμε: «τούς γάρ πάντας ἠμᾶς φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθέν του βήματος τοῦ Χριστοῦ, ἴνα κομίσηται ἕκαστος τά διά τοῦ σώματος ἅ ἔπραξε εἴτε ἀγαθόν εἴτε κακόν».

Ὅταν προσπαθήσουμε νά ζήσουμε μέ τήν προοπτική του τέλους πού εἶναι ἡ ἀρχή μας, μέ τήν προοπτική της αἰωνιότητος πού εἶναι ὁ πόθος μας, τότε θά παρηγορούμαστε στίς πιό μεγάλες θλίψεις, στίς πιό μεγάλες ἐγκαταλείψεις, σέ ὅλα πού κάνουν τούς ἀνθρώπους νά εἶναι πονεμένοι, νά δυστυχοῦν, νά μήν ξέρουν τί τούς γίνεται. Παρ’ ὅλες τίς προσδοκίες τῆς ἐπιστήμης, τῆς ἰατρικῆς, ὅλα δημιουργοῦν καταστάσεις ἀβεβαιότητος, πόνου, ἀνασφάλειας, αἱματοχυσίας, κακότητος, διαφθορᾶς, ἐγκληματικότητος.
Τότε θά ἀποκατασταθεῖ ἡ τάξη, ὄχι τώρα. Ὅσο νά μιλοῦν περί παγκοσμιότητος καί περί ἰσοπεδώσεως τῶν πάντων, τίποτα δέν θά γίνει, κι ἄν γίνει, τίποτε καλύτερο δέν θά προκύψει. Θάνατος, θάνατος ψυχικός πρῶτα καί θάνατος κάθε ἄλλου εἴδους, ἴσως καταστροφή ὁλική.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι «εἶστε χαρά καί δόξα μου».
Χαρά καί δόξα εἶσαι καί σύ σύζυγε τῆς συζύγου, καί σύ σύζυγε τοῦ συζύγου καί οὕτω καθεξῆς. Χαρά καί δόξα ὁ πατέρας καί ἡ μάνα τῶν παιδιῶν, ὄχι γιατί πῆραν βραβεῖα ἤ διακρίσεις, ἀλλά διότι ὁ κοινός ἀγώνας καί ὁ μόχθος τους τότε θά φανεῖ, μήν τό ξεχνᾶμε, ἐκεῖ θά δοῦμε τήν ἱκανοποίηση.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς καλεῖ νά γίνουμε μέ κάθε τρόπο μιμητές του… Νά νοιώθουμε τόν πλησίον μας χαρά μας καί δόξα.

Ἄς παρακαλέσουμε τόν Θεό νά μᾶς δώσει αὐτό τό πνεῦμα, νά εἴμαστε χαρά καί δόξα ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον.
Ὅταν συμβαίνει αὐτό, ὅταν ἔχουμε αὐτό τό πνεῦμα, νά ξέρουμε ὅτι ἀκολουθώντας τόν Χριστό, θά ἀκολουθήσουμε τόν πόνο. Μαζί μέ τόν Χριστό, ὁ πόνος εἶναι γλυκός. Θά χρειαστεῖ νά κλάψουμε μαζί μέ τόν Χριστό• καί ὁ Χριστός ἔκλαψε. Θά χρειαστεῖ νά πονέσουμε μαζί μέ τόν Χριστό, νά ἄρουμε τόν σταυρό, νά σταυρωθοῦμε μαζί Του. Δεῦτε καί συσταυρωθῶμεν, λέει ἕνας ὕμνος… καί ἐμεῖς μαζί Του!

Ὁ Κύριος ἔχυσε τό αἷμα του, ἐμεῖς θά χρειαστεῖ νά χύσουμε ποταμούς ἱδρώτα ἀπό ἀγάπη γι’ Αὐτόν. Θά προσφέρω τήν καρδιά μου, ὅ,τι ἔχω… ὅ,τι εἶμαι…
Ὁ Κύριος ὅμως συγχώρησε. Νά συγχωροῦμε κι ἐμεῖς…
Ὁ Κύριος πρόσφερε τό πᾶν. Ὅτι εἶχε ἦταν πολυτιμότερο ἀπό ὅλο τό Σύμπαν. Δέν ἀποτιμᾶται ἡ προσφορά τοῦ Κυρίου. Καί ἐγώ θά πρέπει νά προσφέρω ὅ,τι ἔχω, ὅ,τι εἶμαι μέ τήν καρδιά μου. Ὄχι ὅτι τό ἔχει ἀνάγκη, ἀλλά εἶναι ἡ ἀπόδειξη τῆς μεγάλης ἀγάπης πρός Αὐτόν. Στό κάτω κάτω τί Τοῦ προσφέρουμε; Ὅλα δικά Του εἶναι. «Τά σά ἐκ τῶν σῶν σοῖ προσφέρομεν, κατά πάντα καί διά πάντα». Δέν ἔχουμε δικό μας τίποτε, τά ἰδιοποιούμαστε καί τά προσφέρουμε στόν Κύριο…

Ἔχει λοιπόν στεφάνους τό μέλλον. Ἀλλά ἔχει καί ὁ παρών καιρός. Μήν τά παρουσιάζουμε τόσο μελαγχολικά καί δύσκολα. Καί τώρα ἔχουμε χαρά. Τή στιγμή πού γνωρίζουμε τόν Χριστό, δέν φοβόμαστε τίποτα, δέν λυπόμαστε γιά τίποτα. Χαιρόμαστε χαρά μεγάλη.
Θά βλέπουμε λοιπόν ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο ὡς χαρά καί δόξα μας, ὅποιος καί νά εἶναι -ἄλλωστε τό εἶπε ὁ Κύριος, «ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ἠμῶν»-, ἔστω κι ἄν αὐτός δέν τό ἀναγνωρίζει αὐτό.

Ὅσιος Φιλόθεός της Πάρου ,τ. 29, ἔκδ. ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΚΥΨΕΛΗΣ, σέλ 205.