Ὁ γέροντας Εὐσέβιος
Βίττης. Ὁ «κεγχριαῖος μοναχός» τοῦ Ἀρχιμ.
Χρυσοστόμου Κ. Παπαθανασίου Ἱεροκήρυκος
Καθεδρικοῦ Ναοῦ Ἀθηνῶν
Τήν Πέμπτη 5 Νοεμβρίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 2009
ἔφυγε γιά τόν οὐρανό ἕνας σπάνιος ἄνθρωπος, ἕνας
«ἱερωμένος ὅλος Θεῶ», ἕνας ἱερομόναχος ποῦ εἶχε
ἀνέβει πολύ ὑψηλά πνευματικά, καρδιακά στό Σινά
καί στό Ὑπερῶον, στό Θαβώρ καί στόν «τρίτο
οὐρανό» κατά Παῦλο. Τό ὄνομα τοῦ κατά κόσμον
Στέργιος Βίττης καί τό μοναχικόν του «ἱερομ.
Εὐσέβιος, α., κεγχριαῖος μοναχός». Ἔτσι ἦταν ἡ
ὑπογραφή του. (Κεγχριαῖος σημαίνει αὐτός ποῦ
ἔχει μέγεθος ἤ σχῆμα κέχρου δηλαδή μικροῦ
σπόρου, μέ κεχρί).
Πραγματικά, ὅ
ἀείμνηστος π. Εὐσέβιος Βίττης εἶχε δώσει τήν
καρδιά του νά γίνει κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ καί
εἶχε προχωρήσει σέ θεογνωσία στό δυσπρόσιτον
ὅρος τῆς θεολογίας. Ταπεινός, ἐργατικός,
δίκαιος, εὐλαβής, πιστός, ἐνάρετος, «καλόγερος»,
αὐστηρός καί μειλίχιος, ὑπομονετικός καί
γενναῖος, φιλεύσπλαγχνος καί ἐλεήμων, φιλόσοφος
νοῦς, θεολόγος θεωρίας καί πράξεως, πυρωμένη
καρδία ἀπό τό Πανάγιον Πνεῦμα.
Δύσκολα
μποροῦσες νά καταλάβεις τόν γέροντα Εὐσέβιο,
γιατί εἶχε ἁγιοπατερικό σκεπτικό, ἐντός ἔμενες
ὅταν τόν ἔβλεπες στή βιοτή του, λυτρωμένος
ἔφευγες ὅταν ἄνοιγες τήν ψυχή σου. Ὁ ἀοίδιμος
δέν ἦταν ἀπό τούς συνήθεις κληρικούς. Ἦταν μία
ξεχωριστή, ἁγιασμένη προσωπικότητα τῶν νεωτέρων
χρόνων τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας μας.
Γεννήθηκε στό χωριό Βλάστη τῆς Πτολεμαΐδος τοῦ
Νομοῦ Κοζάνης τήν 1η Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1927.
Ἀπεφοίτησε ἀπό τό Γυμνάσιο Πτολεμαΐδος μέ βαθμό
20 ἄριστα. Εἶχε καθηγητή τόν ἀρχιμανδρίτη π.
Ἀλέξανδρο Γκανιάτσο, ὁ ὅποιος ἦτο τόσο στό
σχολεῖο ὅσο καί στό φιλανθρωπικό καί
ἱεραποστολικό σωματεῖο, «Ὁ καλός Σαμαρείτης»
ἐπέδρασε εὐεργετικά καί διδακτικά στή ζωή του
καί μάλιστα τήν νεανική. Μετά τήν ἀποφοίτηση τοῦ
ἔδωσε εἰσαγωγικές ἐξετάσεις στή Θεολογική Σχολή
Θεσσαλονίκης ὅπου εἰσήχθη πρῶτος καί συνέχισε
τίς σπουδές του στή Θεολογική Σχολή Ἀθηνῶν, ὅπου
καί ἀρίστευσε. Ἔμεινε στό Φοιτητικό Οἰκοτροφεῖο
«Ἀπόστολος Παῦλος» καί ἔζησε καί γιά ἕνα χρονικό
διάστημα καί στήν Ἀδελφότητα Θεολόγων «Ἡ Ζωή».
Μετά τό 1960 ἀνεχώρησε γιά τή Γαλλία γιά σπουδές
καί στό Παρίσι ἐργάστηκε συγχρόνως στήν
κοινότητα «Ἐμμαούς» τοῦ γνωστοῦ ἀββᾶ Pierre μέ
πνεῦμα πολλῆς ταπεινοφροσύνης καί αὐτοθυσίας.
Στή συνέχεια μετέβη στή Σουηδία καί ἔμενε σ' ἕνα
ἁπλό κελί τό ὁποῖο ἦταν καί ἐργαστήριο
ξυλουργικῆς. Ἐκεῖ μελετοῦσε, προσευχόταν, ζοῦσε
πολύ ταπεινά, ἀσκητικά, καί μέ τήν τέχνη τοῦ
ξυλουργοῦ κέρδιζε τόν ἐπιούσιο. Τά χρόνια ἐκεῖνα
τόν ἀνεκάλυψε σέ ἐπίσκεψη τοῦ ὁ ἀείμνηστος
Ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων Ἀθηναγόρας (ὁ
Κοκκινάκης) καί τόν χειροτόνησε κληρικό. Στή
Σουηδία παρέμεινε μέχρι τό 1980 καί μετέπειτα
ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα. Στή Σουηδία ἵδρυσε τό
Ἱερό Ἡσυχαστήριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου στό RattviΚ,
βόρειά της Στοκχόλμης κοντά σ' ἕνα δάσος ὁπού
ἐκεῖ καί ἀσκήτευσε καί κυριολεκτικά εἶχε
ἀφιερωθεῖ στήν ἀδιάλειπτη προσευχή, τήν κατά
Θεόν περισυλλογή, στή μελέτη καί τή συγγραφή.
Ὅταν ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα, γιά ἕνα μικρό
χρονικό διάστημα ἐγκαταστάθηκε στό Ἅγιον Ὅρος,
ἀλλά στή συνέχεια ἀπεσύρθη στό Ἡσυχαστήριο ποῦ
ἵδρυσε τοῦ Ὁσίου Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου, Ματρώνης
τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει καί Ἱεροῦ Χρυσοστόμου
σέ τοποθεσία στό βουνό πάνω ἀπό τό χωριό Φαιά
Πέτρα τοῦ Σιδηροκάστρου. Συχνά κατέβαινε στό
Σιδηροκάστρο καί στή Φαιά Πέτρα γιά ὁμιλίες καί
ἐξομολόγηση. Πλῆθος πιστῶν τόν περίμενε καί ἤ
πνευματική καθοδήγηση βοήθησε καί στήριξε
πολλούς συνανθρώπους μας.
Εἶναι πολύ
χαρακτηριστικά τά λόγια ἁπλῶν κατοίκων τοῦ
χωριοῦ Φαιά Πέτρα, τά ὅποια ἔγραψε στήν
ἐφημερίδα «Μακεδονία» της 15ης Νοεμβρίου 2009,
σέλ. 25, ὁ Φώτης Κουτσαμπάρης σέ εἰδική ἀποστολή
του στό χωριό. Ἕνας κτηνοτρόφος ὁ Γιῶργος
Γραμματάκης εἶπε: «Ἐάν ἦταν ὅλοι οἱ κληρικοί σάν
αὐτόν, ὅλοι θά πίστευαν. Βοηθοῦσε ὅλο τόν κόσμο.
Ὅταν τόν ἔφερναν διάφορα πράγματα οἱ πιστοί,
ρωτοῦσε ποιά οἰκογένεια ἔχει ἀνάγκη καί τά
προσέφερε. Ἐγώ τόν θεωρῶ ἅγιο». Ὁ ἐργολάβος
οἰκοδομῶν ὁ ὅποιος ἐφτίαξε τίς σόμπες στό κελί
τοῦ π. Εὐσεβίου εἶπε: «Δέν περπατάει πάνω στή γῆ
τέτοιος ἄνθρωπος. Ἦταν ἅγιος».
Ἕνα χρόνο
πρίν ἀπό τήν κοίμηση τοῦ δοκιμάστηκε ἡ ὑγεία του
καί πάνω στή δοκιμασία του καί πάλι φανερώθηκε ἤ
ἀρετή του. Ὅπως βεβαίωσε, σέ ἐκπομπή τῆς κ. Ζωῆς
Πλιάκου τοῦ Ρ/Σ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στίς 6
Δεκεμβρίου 2009, ποῦ εἶχε ἀφιέρωμα γιά τόν
γέροντα, ὁ καθηγητής τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς τοῦ
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Βρεττός, ὁ
ἀείμνηστος πονοῦσε ἀλλά ὑπέμενε καί δέν ἔλεγε
τίποτα, βίωνε αὐτά ποῦ ἔγραφε στό βιβλίο του γιά
τόν Ἰώβ καί ἦταν περισσότερο προσανατολισμένος
πρός τόν οὐρανό παρά πρός τή γῆ. Ὅλοι στό
νοσοκομεῖο ἔλεγαν - «Τί ἄνθρωπος εἶναι αὐτός!».
Κοιμήθηκε σέ ἡλικία 82 ἐτῶν καί ἡ ἐξόδιος
ἀκολουθία ἔγινε τήν Παρασκευή 6 Νοεμβρίου στόν
Ί. Ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου Σταυρουπόλεως
Θεσσαλονίκης μέ τή συμμετοχή τῶν Σέβ.
Μητροπολιτῶν Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ.
Βαρνάβα, Σιδηροκάστρου κ. Μακαρίου καί τοῦ Θεοφ.
Ἐπισκόπου Κολουέζι (Κογκό) κ. Μελετίου, κληρικῶν
καί πλήθους κόσμου παρ' ὅτι δέν ἔγινε καμμία
γνωστοποίηση. Ἡ ταφή τοῦ ἔγινε στή Φαιά Πέτρα
δίπλα στό κελί του, ὅπου γιά πρώτη φορά ἐπετράπη
ἡ παρουσία γυναικών, γιατί ὁ γέροντας τό
Ἡσυχαστήριο τοῦ τό εἶχε ἄβατον. Μία πορεία
πιστῶν χριστιανῶν ἐπί μία ὥρα ἀνέβαινε τό βουνό
γιά νά τιμήσει καί νά προσκυνήσει τό λείψανο τοῦ
ἀοιδίμου γέροντος Εὐσεβίου.
Ἡ συγγραφική
του παραγωγή ὑπῆρξε σημαντική. Παραθέτουμε τά
κυριώτερα ἔργα του:
-Ἀναβάσεις, ἔκδ. «Ἡ
Ἔλαφος», α. χρ.
-Εἰς ὕψος νοητόν, ἔκδ.
«Ἄπ. Διακονίας» (1981).
-Κοινωνικές
διαστάσεις τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, ἔκδ.
Ί. Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου (1983).
-Οὐκ
ἐπ' ἄρτω μόνω ζήσεται ἄνθρωπος, ἔκδ. «Ἡ Ἔλαφος»
(1984).
-Ἀγαλλίαμα τῆς καρδίας, ἔκδ. Ί.
Μητροπόλεως Σιδηροκάστρου (1985).
-Ἡδονή
- Ὀδύνη, ὁ διπλός καρπός τῶν αἰσθήσεων, ἔκδ.
«Ἀκρίτας» (1990).
-Μικρή Φιλοκαλία, ἔκδ.
«Ἄπ. Διακονία» (1992).
-Ἡ Ἐκκλησία μου κι
ἐγώ, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη» (1996).
-Ὁμιλίες πνευματικῆς οἰκοδομῆς στήν Ἀποκάλυψη
τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος
Κυψέλη», τόμος Γ' (1997).
Ἕκτος ἀπό τά
συγγράμματα αὐτά, ὁ π. Εὐσέβιος μετέφρασε ἀπό τά
Σουηδικά ἀρκετά ἔργα. Τά σπουδαιότερα εἶναι τά
βιβλία τοῦ Τitο Colliander, «Ὁ δρόμος τῶν
ἀσκητῶν» καί τό ἡμερολόγιο τοῦ Dr. Hammarskjold
γενικοῦ γραμματέα τοῦ ΟΗΕ μέ τόν τίτλο: «Δεῖχτες
Πορείας». Ἐκεῖνο ὅμως ποῦ ἐντυπωσιάζει ἐξ
ἐπόψεως συγγραφικῆς καί συνάμα ποιμαντικῆς εἶναι
ἡ πληθώρα τῶν ἐπιστολῶν του. Ὡς ἄλλος Ἰσίδωρος
Πηλουσιώτης ὁ ὅποιος ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ ἔλαβε
τόν τίτλο τοῦ λογίου πατρός τῆς Ἐκκλησίας,
ἔγραφε περί τίς 2.500 ἐπιστολές τό χρόνο.
Κλείνουμε μέ τά λόγια του Σεβασμιωτάτου
Μητροπολίτου Σιδηροκάστρου κ. Μακαρίου γιά τόν
ἀείμνηστο γέροντα: «Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας
Εὐσέβιος Βίττης ὑπῆρξε μία σπάνια ἱερατική
μοναχική καί ἀσκητική μορφή, ἀληθινό κόσμημα τῆς
Μητροπόλεώς μας καί τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ Θεός
τόν εἶχε προικίσει μέ πολλά χαρίσματα. Καί εἶχε
τήν ξεχωριστή εὐλογία νά ἀνατραφεῖ πνευματικά
κοντά σέ ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί νά
προσελκύει κοντά του γιά νά τούς οἰκοδομήσει
πνευματικά πολλούς εὐσεβεῖς χριστιανούς. Μέλισσα
ἀληθινή ποῦ σκορποῦσε παντοῦ τό γλυκό μέλι τῆς
ζωῆς καί τῶν λόγων του». (Βλ. Ἱερομ. Εὐσεβίου
Βίττη, Προσευχητικές καί ἐξομολογητικές πατρικές
ἱκεσίες, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», 2009, σ. 1).
Καί κυρίως κατακλείουμε μέ τά δικά του λόγια,
τοῦ ἁγίου γέροντα: «Τό στομάχι καί τό πουγγί τοῦ
μοναχοῦ πρέπει νά εἶναι ἄδεια. Τά μόνα ποῦ
κατόρθωσα».
Ἄς ἔχουμε τήν εὐχή του.
Αἰωνία του ἡ μνήμη.
Περιοδικό «ΑΝΑΠΛΑΣΙΣ», ἄρ. τεύχους 444,
Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2009 |
|
|
|
|