Ὁ θάνατος ὡς ἔσχατη ἔκφραση τῆς
ὀδύνης
Ἔσχατη ἔκφραση τῆς ὀδύνης
ἀποτελεῖ ὁ θάνατος. Ὁ ἅγιος Μάξιμος πού
ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τό θέμα ἡδονῆς-ὀδύνης,
κάνει τίς παρακάτω παρατηρήσεις:
«Τή
ἡδονή τηνικαύτα πρόνοιαν ὁ τῆς σωτηρίας ἠμῶν
κηδόμενος παρέπηξεν ὥσπερ τινά τιμωρόν δύναμιν
τήν ὀδύνην? καθ’ ἤν ὁ τοῦ θανάτου μετά σοφίας
ἐνερριζώθη τή τοῦ σώματος φύσει νόμος,
περιορίζων τῆς τοῦ νοῦ μανίας παρά φύσιν ἐπί τά
αἰσθητά κινουμένην τήν ἔφεσιν». (Ὁ Θεός
φροντίζοντας γιά τή σωτηρία μᾶς ἐγκατέστησε μέσα
μας ὡς τιμωρητική δύναμη τήν ὀδύνη. Σύμφωνα μέ
τή σοφία τοῦ Θεοῦ στή φύση τοῦ σώματος ριζώθηκε
ὁ νόμος τοῦ θανάτου περιορίζοντας τήν παραφυσική
ἔφεση τοῦ νοῦ πού κατευθυνόταν στά αἰσθητά).
Ὅμως σκοπός τῆς ὀδύνης καί τελικά του
θανάτου δέν εἶναι ἡ ἐκμηδένιση τῆς ἀνθρώπινης
φύσεως, ἀλλά ἡ σωτηρία της ἀπό τήν παραφυσική
ἡδονή καί τόν πραγματικό θάνατο, πού σ’ αὐτόν
ὁδηγεῖ ὁ ὁριστικός χωρισμός ἀπό τόν Θεό.
Ἀρχικά δηλαδή, ὅπως καί ἀλλοῦ σημειώθηκε, δέν
ὑπῆρχε μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση οὔτε ἡδονή
γενικά οὔτε αἰσθητηριακή ἡδονή, ὅπως ἔγινε
μεταπτωτικά, ἀλλά νοερή καί πνευματική δύναμη
γιά ἡδονή μέ δυνατότητα νά ἀπoλαμβάνει τήν
κοινωνία της μέ τή θεία φύση, τόν Θεό, κατά
τρόπο ἄρρητο καί ἀπερινόητο. Ἔκπτωση αὐτῆς τῆς
ἀρχικῆς νοερᾶς ἐπιθυμίας καί τάσεως ἀποτελεῖ ἡ
ὑπαγωγή της στήν αἴσθηση καί ἡ παραφυσική
διενέργεια καί βίωσή της.
Σ’ αὐτό εἶναι
σαφής ὁ ἅγιος Μάξιμος: «Διά τήν ἐπελθοῦσαν τή
φύσει παράλογον ἡδονήν ἡ κατά λόγον ὑπεισῆλθεν
ὀδύνη διά πολλῶν παθημάτων, ἐν οἶς καί ἐξ ὧν ὁ
θάνατος, ποιουμένη τῆς παρά φύσιν ἡδονῆς τήν
ἀφαίρεσιν. Οὐ μήν δέ καί τελείαν ἀναίρεσιν, καθ’
ἤν ἡ κατά νοῦν τῆς θείας ἡδονῆς ἀναδείκνυσθαι
πέφυκε χάρις». (Ἐξαιτίας τῆς παράλογης ἡδονῆς
πού ἦρθε στή φύση μπῆκε σ’ αὐτήν ἡ κατά λογική
συνέπεια ὀδύνη διά μέσου πολλῶν παθημάτων, μέσα
στά ὁποῖα ὑπάρχει καί διά μέσου τῶν ὁποίων
ἐνεργεῖ ὁ θάνατος. Σκοπός ὅμως τῆς ὀδύνης εἶναι
ἡ ἀφαίρεση καί ἐκμηδένιση τῆς παρά φύσιν ἡδονῆς
ὄχι δέ καί ἡ ἀπόλυτη ἀναίρεση τῆς λειτουργίας
τῆς ἡδονῆς, γιατί μ’ αὐτήν τήν ἀφαίρεση
συνηθίζει νά φανερώνεται ἡ θεία χάρις).
Καί συνεχίζει: «Ἡ τῶν ἑκουσίων πόνων ἐπίνοια καί
ἡ τῶν ἀκουσίων ἐπαγωγή ἀφαιροῦνται μέν τήν
ἡδονήν καί τήν κατ’ ἐνέργειαν αὐτῆς καταπαύουσι
κίνησιν, οὐκ ἀναιρούσι δέ τήν ὥσπερ νόμον τή
φύσει ἐγκειμένην πρός γένεσιν αὐτή δύναμιν. Ἡ
γάρ κατ’ ἀρετήν φιλοσοφία γνώμης ἀπάθειαν, ἀλλ’
οὐ φύσεως ἐργάζεσθαι πέφυκε? καθ’ ἤν δηλαδή τήν
γνωμικήν ἀπάθειαν ἡ κατά νοῦν τῆς θείας ἡδονῆς
ἐπιγίνεται χάρις». (Ἡ ἐπινόηση τῶν ἑκούσιων
πόνων καί κόπων καί ὁ ἐρχομός τῶν ἀκούσιων καί
ἀθέλητων ἀφαιροῦν τήν ἡδονή καί σταματοῦν τήν
κίνηση πού δημιουργεῖται μέ τήν ἐνέργειά της.
Ὅμως δέν καταλύουν τή δύναμη γιά τή γένεσή της
πού ἐνυπάρχει ὡς νόμος στή φύση. Ἡ ἄσκηση τῆς
ἀρετῆς συντελεῖ στήν ἀπάθεια γνώμης καί ὄχι στήν
ἀπάθεια τῆς φύσεως. Ὅταν ὑπάρξει ἡ «γνωμική
ἀπάθεια», δηλαδή ἡ θεληματική καί ἑκούσια
ὑπέρβαση τοῦ πάθους, τότε ἔρχεται ἡ «κατά νοῦν»,
ἡ σύμφωνη μέ τόν νοῦ χάρις τῆς θείας ἡδονῆς).
Ἡ λειτουργικότητα τῆς ὀδύνης σύμφωνα μέ τά
πιό πάνω καί μάλιστα τοῦ κορυφώματός της, δηλαδή
τοῦ θανάτου, ἀποβλέπει στήν ἀφαίρεση τῆς ἡδονῆς
ἔτσι πού αὐτή κατάντησε νά γίνει, αἰσθησιακή,
ἀλλά μέ κανένα τρόπο στήν πήρωση καί παραμείωση
τῆς φύσεως μέ κατάντημά της μία ἀφύσικη
κατάσταση. Ἡ ὡς νόμος λειτουργικός ἐγκείμενη στή
φύση δυνατότητα νά βιώσει τήν ἡδονή δέν
καταργεῖται. Τῆς ἀφαιρεῖται ὁ κακοήθης ὄγκος τῆς
«αἰσθησιακότητος» γιά νά μπορέσει νά φτάσει στή
«γνωμικήν ἀπάθειαν», στόν ἐξαγνισμό τῆς
βουλήσεως ἀπό ὁποιοδήποτε ἐμπαθές στοιχεῖο, ὥστε
νά μπορεῖ νά ἀπολαμβάνει τήν «κατά νοῦν ἡδονήν»,
πού ἀποτελεῖ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ἀπό ἀγάπη γιά τόν
ἄνθρωπο στήν ἀποκαθαρμένη ἀπό πάθη ψυχή του.
Ὅπως ἤδη τονίσθηκε, ἡ ἡδονή τῶν αἰσθήσεων
ἀποτελεῖ ἐκτροπή τοῦ ἔρωτος τοῦ νοῦ ἀπό τό ὄντως
ὄν, πού εἶναι ὁ Θεός, πρός τό μή-ὄν, πού «εἶναι»
ὅ,τι δέν εἶναι ὁ Θεός, δηλαδή στά αἰσθητά, πού
ὡς κτιστά ἐν σχέσει πρός τόν Θεό εἶναι ὡς
μή-ὄντα, ἀφοῦ εἶναι φθαρτά, ἀλλοιωτά, πρόσκαιρα
καί ρέοντα.
Αὐτό τονίζει καί πάλι ὁ ἅγιος
Μάξιμος: «Ἐπειδή τοίνυν τοῦτο καί ἐπί τούτω ὁ
ἄνθρωπος γέγονεν, ἐν δέ τῷ προπάτορι τῷ ἐτοίμω
πρός ἐξουσίαν ἐπί τό χεῖρον ἐχρήσατο, μετενεγκῶν
ἐκ τοῦ ἐπιτετραμμένου πρός τό κεκωλυμένον τήν
ὄρεξιν (καί γάρ ἤν αὐτεξούσιος, καί τοῦ
κολληθῆναι Κυρίω καί ἕν πνεῦμα γενέσθαι, καί τοῦ
κολληθῆναι τή πόρνη καί ἕν σῶμα γενέσθαι
προείλετο, καί τοῦ θείου εἶναι χάριτι τό χούς
γενέσθαι καθ’ αἵρεσιν προτιμήσας), σοφῶς ἅμα καί
φιλανθρώπως καί τή αὐτοῦ πρεπόντως ἀγαθότητι ὁ
τήν ἡμετέραν σωτηρίαν οἰκονομῶν Θεός τή παραλόγω
κινήσει τῆς ἐν ἠμίν νοερᾶς δυνάμεως παρεπομένην
δεόντως τήν τιμωρίαν παρέπηξεν, αὐτό ἐκεῖνο
τυχόν κατά τόν εἰκότα λόγον κολάσας θανάτω, περί
ὅ τήν κατά νοῦν μόνω Θεῶ χρεωστουμένην τῆς
ἀγάπης δύναμιν κατερρήξαμεν, ἴνα τοῦ μηδενός
ἐρῶντες πρός ὄν πάλιν ταύτην ἐπαναγειν
διδαχθῶμεν τήν δύναμιν». (Ἐπειδή αὐτό εἶναι ὁ
ἄνθρωπος (δημιουργημένος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ) καί
γι’ αὐτό ἔγινε (γιά νά ἑνωθεῖ τελικά μέ τόν
Θεό), ἔχουμε ἐδῶ μία ἐκτροπή. Ὁ Προπάτορας
ἐνεργώντας ἀντίθετα πρός τό σκοπό τῆς ὑπάρξεώς
του, ἄν καί εἶχε τή δυνατότητα γιά ὅ,τι καλό,
χρησιμοποίησε γιά ὅ,τι χειρότερο τήν ἐλευθερία
του. Μετέφερε δηλαδή τήν ἐπιθυμία του ἀπό ὅ,τι
ἦταν ἐπιτρεπτό σέ ὅ,τι δέν τοῦ ἦταν. [Ἦταν δέ
ἐλεύθερος νά προσκολληθεῖ στόν Κύριο καί μέ
τέλεια ἕνωση μαζί του νά γίνει ἕνα πνεῦμα μ’
αὐτόν, ἀλλά καί νά προσκολληθεῖ στήν πόρνη (τήν
ἁμαρτία) καί νά γίνει ἕνα σῶμα μ’ αὐτήν.
Γελάστηκε ὅμως καί διάλεξε τό ἀνεπίτρεπτο. Ἔτσι
ἀποξένωσε θεληματικά τόν ἑαυτό του ἀπό τό
μακάριο σκοπό προτιμώντας ἀντί νά γίνει Θεός
κατά χάριν νά γίνει χῶμα]. Μέ σοφία, ἀλλά καί μέ
τρόπο πού ἅρμοζε στήν ἀγαθότητά του ὁ Θεός, πού
ἐξοικονόμησε τόν τρόπο τῆς σωτηρίας μας,
τοποθέτησε, ὅπως ἦταν σωστό, δίπλα στήν παράλογη
κίνηση τῆς νοερᾶς δυνάμεως μέσα μας τήν τιμωρία.
Καί τό ἔκανε αὐτό ἐπειδή ἔτσι ἴσως ἐκόλαζε
εὔλογα μέ τό θάνατο τό ἴδιο πράγμα πού γι’ αὐτό
κατασυντρίψαμε καί κατακομματιάσαμε τή νοερά
ἀγάπη πού μόνο στόν Θεό χρωστούσαμε. Ἔτσι
μαθαίνοντας ἀπό τόν πόνο καί τήν ὀδύνη ὅτι
ἀγαπήσαμε τό μηδέν, ξαναστρέφουμε τή δύναμη αὐτή
τῆς ἀγάπης πρός τό ὄν, δηλαδή σ’ αὐτό πού
ὑπάρχει, μέ ἄλλα λόγια στόν Θεό).
Σχολιάζοντας τό κείμενο αὐτό ὁ π. Δημήτριος
Στανιλοάε παρατηρεῖ τά ἑξῆς: «Ὁ Θεός ἔχει
συνδέσει μέ τό σῶμα μία ποινή. Αὐτή ὅμως δέν
ἐκπροσωπεῖται ἀπό τό σῶμα σάν σῶμα, ἀλλά ἀπό τόν
θάνατο πού φυτεύθηκε μέσα σ’ αὐτό. Ἀπό τή μία
μεριά ἡ ποινή αὐτή δέν δόθηκε γιά ἕνα ἁμάρτημα
τῆς ψυχῆς σέ μία κατάσταση προϋπάρχουσα, παρά
γιά τήν ἄλογη κίνηση τῆς θέλησής μας μετά τή
δημιουργία μας. Γιατί ἡ θέλησή μας ἀντί νά
κατευθύνει τόν ἔρωτά μας πρός τόν Θεό, πού
ὑπάρχει αἰώνια, τόν ἔχει κατευθύνει πρός τό
σῶμα, πού δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει αἰώνια μέ τή
δική του δύναμη. Ὁ Θεός μᾶς ἔχει δείξει μέ τό
θάνατο, μέ τόν ὁποῖο ἔχει χτυπήσει τό σῶμα καί
τίς βιολογικές ὀντότητες, ὅτι ἀγαποῦμε στήν
πραγματικότητα μέ τήν ἁμαρτία τό μηδέν. Αὐτή ἡ
ποινή λοιπόν δέν εἶναι τιμωρία (κόλαση), ἀλλά
παιδαγωγική ἐπίπληξη, προορισμένη νά μετατρέψει
τόν ἔρωτά μας ἀπό τήν πρός τό μηδέν κατεύθυνση
πρός Ἐκεῖνον πού ὑπάρχει ἀληθινά».
Μία
πολύ σωστή τοποθέτηση τοῦ θανάτου, ἄν καί ὄχι σέ
ἄμεση συσχέτιση μέ τό θέμα ἡδονή-ὀδύνη, πού ὅμως
τό θίγει ἀρκετά, κάνει ὁ Παναγιώτης Νέλλας
διαφωτίζοντας σημαντικά τό θέμα πού ἐδῶ
ἐξετάζουμε. «Ἀμέσως μόλις ἐμφανίσθηκε στήν
ἱστορία ὁ θάνατος, ὁ Θεός, στόν ὁποῖο ἀνήκει
κάθε πρωτοβουλία τελικά, τόν χρησιμοποίησε ὅπως
ὁ ἴδιος θέλησε καί μέ τή διαφορετική χρήση
ἄλλαξε ριζικά τή φύση του. Ἐπιτρέποντας νά
ντυθεῖ ὁ ἄνθρωπος τή βιολογική ζωή, καρπό τῆς
ἁμαρτίας, ἔστρεψε τόν θάνατο, ἐπίσης καρπό τῆς
ἁμαρτίας, κατά τῆς βιολογικῆς ζωῆς καί ἔτσι μέ
τόν θάνατο θανατώνεται ὄχι ὁ ἄνθρωπος, ἀλλά ἡ
φθορά πού τόν περιβάλλει. Ὁ θάνατος καταστρέφει
τό δεσμωτήριο τῆς ἐν φθορά ζωῆς καί ὁ ἄνθρωπος,
καταθέτοντας μέ τό θάνατο στή φθορά ὅ,τι ἔλαβε
ἀπό αὐτήν, ἐλευθερώνεται.
Φανερώνεται
ἔτσι τό μέγα θαῦμα τῆς σοφίας, τῆς ἀγάπης καί
τῆς δύναμης τοῦ Θεοῦ. Ὁ διάβολος δελεάζει τόν
ἄνθρωπο καί τόν γκρεμίζει στό βάραθρο τῆς
διαφθορᾶς ὅταν τόν κρατάει δέσμιο μέ τό θάνατο.
Ὁ Θεός ἐπιτρέποντας τόν θάνατο τόν στρέφει κατά
τῆς φθορᾶς καί κατά τῆς αἰτίας τῆς φθορᾶς, τῆς
ἁμαρτίας, καί θέτει τέρμα τόσο στή φθορά, ὅσο
καί στήν ἁμαρτία. Περιορίζει μέ τόν τρόπο αὐτόν
τό κακό καί σχετικοποιεῖ τήν πτώση. Τό ἀρχικό
σχέδιό του γιά τήν αἰώνια καί μακάρια μέσα τοῦ
ζωή τοῦ ἀνθρώπου μένει ἀνέπαφο. Τό μυστήριο τῆς
ἄπειρης θείας εὐσπλαχνίας ἑρμηνεύοντας οἱ ἅγιοι
Πατέρες διδάσκουν ὅτι ὁ Θεός ἀνέχθηκε καί
συγχώρησε τό θάνατο «ἴνα μή ἀθάνατον ἤ τό
κακόν»…
Ἐξ ἄλλου ὁ διάβολος ἐπεδίωξε μέ
τήν πτώση νά ὑποτάξει τόν ἄνθρωπο στήν ὑλική
κτίση. Καί τό πέτυχε ντύνοντας τόν μέ τό
ἄλογο ὑλικό σχῆμα. Ἀκόμα περισσότερο, μέ τόν
θάνατο ἐπεδίωξε νά τόν ἐξαφανίσει μέσα στήν ὕλη.
Καί φαινομενικά τό πετυχαίνει, ἀφοῦ μέ τήν ταφή
τό σῶμα ἀποδίδοντας στή γῆ τά συστατικά πού πῆρε
ἀπ’ αὐτή διαλύεται μέσα της… Παρεμβαίνοντας ὅμως
καί στό σημεῖο αὐτό μέ τή μεγάλη διακριτικότητά
της ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ ἐμπλουτίζει τήν παθητική
κίνηση τῆς ταφῆς μέ ἕνα στοιχεῖο, θά λέγαμε,
ἐνεργητικό καί μέ τόν τρόπο αὐτό τή
μεταμορφώνει. Ὁ θάνατος γίνεται ὁ τρόπος μέ τόν
ὁποῖο τό ἀνθρώπινο σῶμα εἰσδύει στά ἐσώτατά της
γής, φθάνει στά μύχια της κτίσεως. Μέ τόν θάνατο
ὁ ἄνθρωπος ἀγγίζει τά ὅρια τοῦ σύμπαντος,
γίνεται ἀέρας καί νερό καί φωτιά, ὕλη τοῦ
σύμπαντος, ὕλη καί ἐνέργεια, στοιχεῖο τοῦ
διαστήματος. «Ἐπιστρέφει ὁ χούς ἐπί τήν γῆν ὡς
ἤν», λέει ὁ Ἐκκλησιαστῆς. Ἀλλά αὐτός ὁ «χούς»
δέν εἶναι πιά μόνο ὕλη. Ἔχει ἐπάνω του ἀληθινά
καί πραγματικά τόν «λόγο» καί τό «εἶδος τοῦ
ἀνθρώπου», ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἅγιος Μάξιμος. Ἔτσι ἡ
ὑλική κτίση, πού ἕντυσε τόν ἄνθρωπο μέ τή φθορά
τῆς κατά τρόπο ὀργανικό, ὅπως εἴδαμε, ντύνεται
τώρα, θά λέγαμε, ἐκ τῶν ἔνδον, πάλι κατά τρόπο
ὀργανικό χάρη στήν ἄλλη ὄψη τῆς δίμορφης
πραγματικότητας πού ἀποτελεῖ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος,
μέ ἕνα νέο στοιχεῖο, τό ὁποῖο ὡς σῶμα τοῦ
ἀνθρώπου εἶναι ἐπιδεκτικό ἀφθαρσίας. Γι’ αὐτό
ταυτόχρονα μέ τήν τελική ἀνάσταση τῶν σωμάτων,
πού θά φέρει μέ τή δεύτερη παρουσία τοῦ ὁ
Χριστός, θά φέρει καί τή μεταμόρφωση τοῦ
σύμπαντος σέ «καινή γῆ» καί «καινό οὐρανό».
Ἀρχιμ. Εὐσεβίου Βίττη, Βιβλίο:
Ἡδονή Ὀδύνη Ὁ θάνατος ὡς ἔσχατη ἔκφραση τῆς
ὀδύνης |
|
|
|
|