background
 
Οἱ ὑπαρξιακές καί θεολογικές ρίζες τοῦ Ὀρθοδόξου Μοναχισμοῦ

Τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Εὐσεβίου Βίττη


Τό ἐρώτημα

Ἕνα ἔντονο ἐρώτημα, πού πάντα προβάλλει, ἀφοῦ οἱ γενιές διαδέχονται ἡ μία τήν ἄλλη καί εἶναι φυσικό νά προβάλλουν πάλι καί πάλι σέ κάθε γενιά, τά βαθιά ὑπαρξιακά πνευματικά ἐρωτήματα πού ἀπασχολοῦν τόν ἄνθρωπο, ἕνα ἔντονο ἐρώτημα εἶναι κι ἐτοῦτο. γιατί ὁ μοναχισμός ἀκολουθεῖ τή δύσκολη καί σκυθρωπή ἀτραπό τῆς ἀρνήσεως τῶν «ἠδέων τοῦ κόσμου» καί ἀναδέχεται τό ἀβάσταχτο ὅπως φαίνεται στούς πολλούς, φορτίο τοῦ πόνου καί τοῦ μόχθου τῶν ἀτέλειωτων καί ὄχι σπάνια ὑπεράνθρωπων «ἀσκητικῶν ἱδρώτων»; Δέν ἀποτελεῖ αὐτός ὁ τρόπος βιοτής ἄρνηση ζωῆς; Ποιός ἤ ποιοί εἶναι οἱ βαθύτεροι λόγοι γιά μία τέτοια στάση;

Ἡ θέση τοῦ ζητήματος

Ἡ ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό δέν εἶναι εὔκολη μέ μόνο δύο λόγια, ἄν πρέπη νά κατανοηθῆ σωστά τό θέμα αὐτό. Χρειάζεται γι’ αὐτό μία διείσδυση στά βάθη τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, ὅπου ἔχει τίς ρίζες τοῦ ὁ μοναχισμός. Καί ἡ διείσδυση αὐτή εἶναι δυνατή μέ τή βοήθεια τῆς πατερικῆς θεολογικῆς σκέψεως καί θεωρήσεως τοῦ ἀνθρώπινου προβλήματος γενικώτερα, καί γιά τό ζήτημα πού θέσαμε εἰδικώτερα. Αὐτό ἀκριβῶς θά ἐπιχειρηθῆ στή συνέχεια, ὡς ἕνα βαθμό βέβαια, γιατί ἡ σέ ἔκταση καί βάθος ἀνάπτυξη τοῦ ζητήματος ξεπερνάει ἀναγκαστικά τά περιορισμένα ὅρια τῆς σύντομης αὐτῆς ἐργασίας, πού μόνο μία πρώτη γεύση τοῦ ὅλου θέματος φιλοδοξεῖ νά προσφέρη, τό κατά δύναμιν βέβαια.

Ὁ μοναχισμός μέσα στήν Ἐκκλησία μᾶς ἀποτελεῖ ἔκφραση μίας ἀπόλυτης κινήσεως γιά συνάντηση τοῦ Ἀπόλυτου. Ἀπόλυτη ἡ κίνηση ἀνθρωπολογικά ὡς πρός τήν ἔνταση καί τό βάθος τοῦ πόθου τῆς ψυχῆς κατευθύνεται πρός τόν ἀπερινοήτως Ἀπόλυτον. Εἶναι δηλαδή κίνηση ὁλοκληρωτική προσώπου πρός πρόσωπο, τοῦ ἀνθρώπινου πρός τό θεῖο.

Ὡς τέτοιος ὁ μοναχισμός ξεπερνάει τά ὅρια τοῦ ὁποιουδήποτε μοραλισμοῦ (ἠθικ(ὁλογ)ἰσμοῦ) καί ἀνάγεται στήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη φύση. Γι’ αὐτό καί οἱ ρίζες του καί ἡ ἀφετηρία τοῦ πρέπει νά ἀναζητηθοῦν στήν ἀνθρώπινη φύση τέτοια, πού εἶναι. Καί αὐτό σημαίνει ἀναζήτησή τους ὄχι τόσο σέ ἱστορικούς λόγους καί κοινωνικές συνθῆκες καί ἐξωτερικούς ἐν πάση περιπτώσει ὅρους, ὅσο κι ἄν αὐτοί δέν εἶναι εὐκαταφρόνητοι, ἀλλά κυρίως στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας καί κάτω ἀπό τό φῶς τῆς θεολογίας, πού ἀποτελεῖ ὅ,τι πιό οὐσιαστικό ἔχει νά μᾶς προσφέρη τό Εὐαγγέλιο, δηλαδή τό ἐκτάκτως εὐφρόσυνο καί σωτηριῶδες ἄγγελμα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ στή γῆ. Καί αὐτό σημαίνει στροφή στήν πατερική θεολογική ἀνθρωπολογία, πού ἀποτελεῖ τήν πιό βαθειά καί πιό γνήσια καί αὐθεντική θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου μέ βάση τήν εὐαγγελική διδαχή καί τήν ἀνθρώπινη ἐμπειρία τῆς μεταπτωτικής1 καταστάσεως τῆς φύσεώς μας καί τῆς ἐν Χριστῷ ἀναγεννήσεώς της.

Ἄν ἔχη σοβαρό καί θετικό νόημα ἡ ἐνασχόληση μέ τήν μοναχική πνευματικότητα καί τά ἀφετηριακά της στοιχεῖα κάτω ἀπό τό φῶς τῆς θεολογίας ὑπό τήν ἀρχική της ἔννοια, ὡς γνώσεως καί μυστικῆς κοινωνίας καί ἐμπειρίας τοῦ Θεοῦ, τό ἔχει βέβαια ὄχι γιά ἀκαδημαϊκούς καί θεωρητικούς λόγους, ἀλλά ὡς ἔκφραση ζωῆς πού βιώθηκε καί πρέπει νά βιώνεται. Ὁ μοναχισμός στή γνήσια καί τήν μέ ὅλο τόν πόθο λαχτάρα γιά τήν ὅσο τό δυνατόν βαθύτερη καί ὁλοκληρωτική βίωσή του ἀποτελεῖ, θά λέγαμε, τήν ἀκοίμητη αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ πνευματικότητά του, τή συνεχῆ ὑπόμνηση τοῦ λυτρωτικοῦ καί σωτηριώδους ἔργου πού ἔχει νά ἐπιτελέση στή γῆ, μέσα σέ ἕνα κόσμο αἰχμάλωτό της ἁμαρτίας, ὄχι ἐκκοσμικευόμενη ἡ ἴδια γιά νά ἐπιδράση τάχα ἐπάνω του, ἀλλά ἀποπνευματωνόμενη κατά τό ἀνθρώπινο ὅλο καί πιό πολύ. Μόνον ἔτσι θά μπορῆ νά ἐπιδρᾶ θετικά καί οὐσιαστικά ἀνάμεσά του καί νά ἀποτελῆ τήν ἀκατάπαυστη πρόκληση καί πρόσκληση γιά σωτηρία «ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν αὐτοῦ» (Μάτθ. ἅ’ 21), γιατί αὐτές ἀποτελοῦν οὐσιαστικά τήν κύρια καί βασική πηγή τῶν ταλαιπωριῶν του καί τῆς ἀνείπωτης κακοδαιμονίας του.

Ὡς τέτοια ἡ ὀρθόδοξη μοναχική πνευματικότητα καί πραγματικότητα μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους, γιατί ἡ πνευματικότητα δέν εἶναι ζήτημα κάποιων λίγων προνομιούχων καί δή μόνο τῶν μοναχῶν. Ἡ μοναχική πνευματικότητα ὡς αὐθεντική ἔκφραση τῆς πνευματικότητος τῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἀφορᾶ σέ ὅλα τά μέλη της, ἐφόσον αὐτά θέλουν νά ἀνήκουν συνειδητά σ’ αὐτήν καί νά «στοιχῶσι τοῖς ἴχνεσι» τοῦ Χριστοῦ μέ κάθε συνέπεια στή ζωή τούς (Ἅ’ Πέτρ. β’ 21).

Κάναμε λόγο γιά τίς ρίζες τοῦ Ἀνατολικοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ. Εἶναι ἀναγκαία ἡ ἀναγωγή καί ἡ ἀναφορά μᾶς σ’ αὐτές, γιατί ἔτσι μόνο, μέ τή συνειδητοποίησή τους, μποροῦμε νά ἐξηγήσουμε καί νά ἀντιληφθοῦμε σέ κάποιο βαθμό τόσο τήν ἐσωτερική του ὑφή ὅσο καί τήν ἐξωτερική του ἔκφραση μέ τίς τρεῖς βασικές καί θεμελιακές ἐκδηλώσεις του, τῆς Παρθενικότητος, τῆς Πτωχείας καί τῆς Ὑπακοῆς. Καί οἱ τρεῖς αὐτές ἐκφράσεις ἀποτελοῦν ριζική, ριζοσπαστική καί ἐπαναστατική στάση ἔναντί της φύσεώς μας. Καί αὐτό γιατί ἀποτελοῦν ἀπό τή μία μεριά ἄρνηση βασικῶν ψυχοβιολογικῶν ὁρμῶν, τάσεων καί δυνάμεων τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς μας καί ἀπό τήν ἄλλη βαθύτατη κατάφαση στήν ἴδια τή φύση ὄχι τέτοια πού ἔγινε μεταπτωτικά, ἀλλά τέτοια πού ἔγινε, ἄς μᾶς ἐπιτραπῆ ἡ ἔκφραση, μεταλυτρωτικά, δηλαδή ὕστερα ἀπό τήν τελείωση τῆς ἐν Χριστῷ θείας οἰκονομίας καί τό θαῦμα τῆς ἀνορθώσεώς της καί τῆς ἀποκαταστάσεώς της στό ἀρχαῖο της κάλλος. Ἡ κατάφαση αὐτή πρέπει νά νοηθῆ ὡς ἔκφραση τῆς συνέργειας τοῦ ἀνθρώπου στό ἔργο τῆς σωτηρίας του.

Ἡ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἔκπτωσή του ἀπό τήν ἀρχική του κίνηση

«Τί ἐστιν ἄνθρωπος;» ρωτάει ὁ ἱερός Ψαλμωδός (Ψάλμ. ἡ’ 5). «Πόθεν καί τί καί ἐπί τίνι φέρεσθαι διά τῶν ὀρωμένων γεγόναμεν;» ρωτάει ὁ ὄντως θεηγόρος καί μεγάλος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής καί ἐν ἁγίοις μοναχός (Β’ Θεολ. ἑκατ., μβ’, Φ, Β, 77)2.

Στά ἐρωτήματα αὐτά δίνει ἀπάντηση ἡ θεία Ἀποκάλυψη, τήν ὁποία ἑρμηνεύει αὐθεντικά ἡ πατερική σκέψη. Ὁ ἄνθρωπος σύμφωνα μέ αὐτήν εἶναι ὄν, στό ὁποῖο «ψυχή λογική συνέζευκται σώματι γῆθεν τήν ὕπαρξιν ἔχοντι καί πρός τά κάτω βρίθοντι» (Θεόδωρος Ἐδέσσης, Θεωρητικόν, Φ. Ά, 329, 26 ἐξ.). Ἡ λογική ψυχή, λέει, εἶναι συνδεδεμένη στενά μέ τό σῶμα, πού ἡ ὕπαρξή του εἶναι γήινη καί ἔχει τάση πρός τά κάτω. Καί τά δύο αὐτά στοιχεῖα, ψυχή λογική νοερά καί σῶμα ὑλικό, ἄν καί εἶναι «ἐναντιώτατα», δηλαδή ἐκ διαμέτρου ἀντίθετα μεταξύ τους, ἀποτελοῦν μία ἑνότητα ἀσύγχυτη, χωρίς τροπή τῶν ἐπί μέρους συστατικῶν της τοῦ ἑνός στό ἄλλο. Ψυχή καί σῶμα ἀποτελοῦν μία ὑπόσταση, τό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Καί εἶναι γι’ αὐτό ὁ ἄνθρωπος «μεικτόν ζῶον», στό ὁποῖο κάθε συστατικό του ἐνεργεῖ κατά τή φύση τοῦ χωρίς νά διασπᾶται ἡ ἑνότητά του. Τό ὑλικό σῶμα «ἐφίεται», τείνει καί προσκλίνει στά ὅμοιά του ὑλικά στοιχεῖα. Ἡ προσκλιση αὐτή καί φορᾶ ἀποτελεῖ τήν ἔκφραση βαθύτερης ἀμοιβαιότητος πού ὠθεῖ καί ἕλκει τά ὅμοια γιά ἀλληλοβοήθεια καί ἀλληλοστηριγμό στό εἶναι. Ἡ σχέση αὐτή καί ἐπικοινωνία σέ ἐτούτου τοῦ εἴδους τήν ἀμοιβαιότητα πραγματοποιεῖται διά μέσου τῶν αἰσθήσεων πού μ’ αὐτές εἶναι προικισμένο τό σῶμα. Τό σῶμα πού ὡς ὑλικό εἶναι «βαρύ», «βρίθει» πρός τά κάτω. Τά «κάτω» του εἶναι «προσφυῆ καί ἐράσμια», γιατί ἀνήκει καί αὐτό στήν ὑλική φύση (ὁ ἴδιος Πατήρ ὅ.π.).

Ἀντίθετα γιά τή λογική καί νοερά ψυχή, ἐπειδή ἀκριβῶς εἶναι «νοερά οὐσία», ποθητά, ἐφετά, ἐράσμια καί «ὀρεκτά» εἶναι τά ἀντίστοιχά της νοητά (Θεοδ. Ἐδέσ. ο.π.). Καί σ’ αὐτά τείνει καί αὐτά λαχταράει νά ἀπολαύση.

Στήν ψυχή ὑπῆρξε ἐμβεβλημένος «ἀρχῆθεν» ὁ θεῖος ἔρως πού τήν κάνει νά τείνη πρώτιστα πρός τό Θεό καί ἔπειτα πρός ὅλα τά νοητά κατά τρόπον «ἐκστατικόν», δηλαδή βγαίνοντας ἀπερινόητα ἀπό τόν ἑαυτό της γιά νά συναντήση τό ἐραστό ἤ μᾶλλον τόν Ἐραστόν. «Ἔστι δέ καί ἐκστατικός ὁ θεῖος ἔρως, παρατηρεῖ ὁ Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, οὐκ ἐῶν ἑαυτῶν εἶναι τούς ἐραστᾶς, ἀλλά τῶν ἐρωμένων. Καί δηλούσι τά μέν ὑπέρτερά της προνοίας τῶν καταδεεστέρων γινόμενα καί τά ὁμόστοιχα τῶν ἀλλήλων συνοχῆς καί τά ὑφειμένα της πρός τά πρῶτα θειοτέρας συνοχῆς» (Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, στόν Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, Ζ’ θεολ. ἑκατοντάς, πέ’, Φ, Β, 183). Καί μέ ἁπλά λόγια:

Ὁ θεῖος ἔρως εἶναι ἀπό φυσικοῦ του ἐκστατικός. Δέν ἀφήνει γι’ αὐτό νά ἀνήκουν στόν ἑαυτό τούς οἱ ἐραστές, ὅσοι δηλαδή ἐμφοροῦνται ἀπό αὐτόν, ἀλλά τούς κάνει νά ἀνήκουν σ’ αὐτούς πού ἀποτελοῦν ἀντικείμενο τοῦ ἔρωτός τους, δηλαδή τούς ἀγαπημένους τους. Τό πράγμα αὐτό γίνεται φανερό στό γεγονός ὅτι ὅσα ὄντα εἶναι ἀνωτέρας τάξεως δείχνουν φροντίδα γιά τά κατώτερα. Τά «ὁμόστοιχα», ὅσα δηλαδή εἶναι ἰσοδύναμα, ἰσόβαθμα, ἔχουν μία ἀμοιβαῖα συνοχή μεταξύ τους καί ὅσα βρίσκονται σέ κατώτερη βαθμίδα παρουσιάζουν μία θεϊκή συνεκτικότητα πρός τά πρῶτα.

Μέσα στόν ἐρωτικό αὐτόν κύκλο καί τήν ἐρωτική κίνηση εἶναι ἐντεταγμένη καί ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Στήν κίνηση ὅμως αὐτή πού θά ἔπρεπε νά εἶναι ἐντελῶς φυσική, σύμφωνα μέ ὅσα ἤδη ἀναφέραμε, συναντάει δυσκολίες ἡ ψυχή ὄχι γιατί εἶναι συνεζευγμένη μέ τό σῶμα, ἀλλά γιατί ἡ ἀνθρώπινη φύση ξέφυγε ἀπό τήν ἀρχέγονη φυσική της κατάσταση. Στήν ἀρχέγονη αὐτή κατάσταση δέν ὑπῆρχε γιά τήν ψυχή πρόβλημα ἐκστατικῆς ἐρωτικῆς φορᾶς καί συναντήσεως. Τό πρόβλημα δημιουργήθηκε ἀπό τή στιγμή πού συνέβη ἕνα μοιραῖο, ὅσο καί τραγικό γεγονός γιά τήν ἀνθρώπινη φύση, ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων.

Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὁ Ἀδάμ, εἶχε ὅλη τήν ἄνεση νά κινῆται ἀνεμπόδιστα στήν πρός τά νοητά σχέση του μέ τό νοῦν του καί στήν πρός τά αἰσθητά μέ τίς αἰσθήσεις του. Ἡ κίνηση ὅμως αὐτή εἶχε ἕνα σταθερό χαρακτηριστικό, παρά τήν ἄνεση σχέσεων πρός τά νοητά καί αἰσθητά. Ἦταν τάση καί κίνηση ἀπό τά αἰσθητά πρός τά νοητά καί ὄχι ἀντίστροφα. Ἦταν πάντα ἀναγωγική καί ἀνωφερής.

Μέ τήν πτώση ὅμως ἔχουμε μία ἀνατροπή καί ταυτόχρονα μία ἀντιστροφή καί ἀναστροφή τῆς κινήσεως αὐτῆς. Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος στράφηκε ἀπό τά ἄνω πρός τά κάτω, ἀπό τά «κρείττω» πρός τά «χείρω» (Θεοδ. Ἐδέσ. ο.π. σ. 330, 3), ἀπό τά νοητά πρός τά αἰσθητά, ἀπό τά οὐράνια πρός τά ἐπίγεια, ἀπό τόν Κτίστη πρός τά κτίσματα, ἀπό τόν Δημιουργό του πρός τόν ἑαυτό του, μέ ἀποτέλεσμα νά λατρεύη πιά ὁ ἄνθρωπος «τή κτίσει παρά τόν κτίσαντα» (Ρώμ. ἅ’ 25). Ἔτσι «κατεφρόνησε τῆς θεωρίας τοῦ Θεοῦ καί τῶν ὄντων» (Θεοδ. Ἐδέσ. ο.π. σ. 330, 15). Ἀπέδειξε ἑπομένως τόν ἑαυτό τοῦ ἀνάξιο γιά τή θεία αὐτή ἐνασχόληση.

Δέν ἔπρεπε λοιπόν νά ἀσχολῆται μέ τά αἰσθητά οὔτε νά ἀπασχολῆ τίς αἰσθήσεις του γιά τόν σκοπό αὐτόν; Ἀπαντώντας στό ἐρώτημα αὐτό παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Ἐδέσσης τά παρακάτω: «Λέγω δέ οὔχ ὅτι οὐκ ἐχρήν τόν Ἀδάμ αἰσθήσει κεχρῆσθαι. Οὐ γάρ μάτην αὐτῶ περιέκειτο τό σῶμα, ἀλλ’ ὅτι τῶν αἰσθητῶν ἐντρυφᾶν οὐκ ἐχρήν, ἀλλά τῆς καλλονῆς ἀντιλαμβανομένου τῶν κτισμάτων πρός τόν αἴτιον ἀνατρέχειν ἔδει. Καί τούτου καντεῦθεν κατατρυφᾶν μετά θαύματος, διπλῶς ἔχοντα τάς ἀφορμᾶς τοῦ θαυμάζειν τόν κτίσαντα. Οὐ μήν δέ τοῖς αἰσθητοῖς προσπαγῆναι καί ταῦτα θαυμάζειν, οὐ τόν ποιήσαντα, τοῦ νοητοῦ κάλλους ἀφέμενον... ἐπεῖ δέ κακῶς ἐκεῖνος τή αἰσθήσει χρησάμενος τό αἰσθητόν ἐθαύμαζε κάλλος, ὡραίου δόξαντος αὐτῶ τοῦ καρποῦ πρός ὅρασιν καί καλοῦ εἰς βρῶσιν, οὐ γενόμενος, ἀφῆκε τήν ἀπόλαυσιν τῶν νοητῶν» (Θεόδ. Ἐδέσ., Θεωρητικόν, Φ, Ά, 330, 5 ἐξ).

Δέν ἰσχυρίζομαι, λέει ὁ ἅγιος, ὅτι δέν ἔπρεπε νά χρησιμοποιῆ ὁ Ἀδάμ τίς αἰσθήσεις του. Δέν τοῦ δόθηκε ἄλλωστε χωρίς λόγο τό σῶμα. Καί ἐννοῶ ἐτοῦτο. δέν ἔπρεπε ὁ Ἀδάμ νά σταθῆ στήν ἐντρύφηση καί στήν ἀπόλυτη ἀπόλαυση τῶν αἰσθητῶν. Ἀντίθετα ἔπρεπε νά ἀντιλαμβάνεται τήν ὀμορφιά τῶν κτισμάτων καί νά ἀνάγεται διά μέσου τους πρός τόν αἴτιο καί δημιουργό τους καί ἔτσι μέ ἀφορμή τά δημιουργήματα νά ἀπολαμβάνη μέ αἰσθήματα θαυμασμοῦ τόν Δημιουργό τους ἔχοντας ἔτσι διπλή ἀφορμή θαυμασμοῦ γι’ αὐτόν. Δέν ἦταν σωστό νά προσκολληθῆ στά αἰσθητά καί νά θαυμάζη αὐτά καθ’ ἑαυτά καί ὄχι τό δημιουργό τους, ἀφήνοντας ἔτσι τό νοητό κάλλος καί τή νοητή ὀμορφιά... Ἐπειδή χρησιμοποίησε ἄσχημα τίς αἰσθήσεις τοῦ κατέληξε στό νά θαυμάζη τό αἰσθητό κάλλος γιατί τοῦ φάνηκε ὡραῖος ὁ καρπός καί καλός νά τόν γευτῆ. Ὅταν τόν γεύτηκε, ἄφησε ἤδη τήν ἀπόλαυση τῶν νοητῶν.

Ὁ ἄνθρωπος δέσμιος του ζεύγματος ἡδονῆς – ὀδύνης

Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς προσκολλήσεως τοῦ ἀνθρώπου στά αἰσθητά ἦταν ἡ ἐγκατάλειψή του ἀπό τό Θεό, πού «ἔθετο σκότος τήν ἀποκρυφήν αὐτοῦ» (Ψάλμ. Ἰζ’ 12), χάθηκε δηλαδή ὁ Θεός ἀπό τό ὀπτικό πεδίο τῆς ψυχῆς τοῦ μέσα σέ σκοτεινό πέπλο μυστηρίου. Ὁ ἄνθρωπος, βέβηλος τώρα, δέν εἶχε θέση στό χῶρο τοῦ ἁγίου. Ἀγάπησε τά αἰσθητά. Τοῦ παραχωρήθηκε γι’ αὐτό νά ζῆ μ’ αὐτά ἔχοντας πιά ὄχι ὡς κύριο ἤ μᾶλλον κυρίαρχο ὄργανό του τό νοῦ του, ἀλλά τίς αἰσθήσεις του, στίς ὁποῖες ὁ νοῦς τοῦ ὑποδουλώθηκε. Τά αἰσθητήρια τοῦ νοῦ ἀμβλύνθηκαν ὡς πρός τά νοητά καί ἡ προσπάθεια γιά προσέγγισή τους ἔγινε προβληματική γιά τόν ἄνθρωπο.

Τό πρῶτο λοιπόν βῆμα τοῦ πρωτόπλαστου ἀνθρώπου ἦταν, πέφτοντας, ἡ προχώρηση καί προσχώρησή του στά αἰσθητά, ἀπό τά ὁποία καί στά ὁποῖα φυλακίσθηκε, καί ἡ ἀπώλεια τοῦ πνευματικοῦ ὁρίζοντα, ἡ ἀναγωγή στόν ὁποῖο θά ἀποτελοῦσε ἐφεξῆς καί στήν πιό καλή περίπτωση ὄνειρο ἀπραγματοποίητο. Ἀκριβῶς δέ αὐτή ἡ κίνηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τά αἰσθητά ὡς ἀπόλυτα ὑποκατάστατα τοῦ ὑπέρ τά νοητά καί ὑπέρ πάσαν νόησιν Θεοῦ ἦταν ἡ πρώτη παρά φύσιν ἐνέργειά του. Καί ἡ ἐνέργεια αὐτή σήμαινε τήν ἐμφάνιση στήν ψυχή τοῦ τῆς παρά φύσιν, τῆς ἀντίθετης πρός τή φυσική του ὡς τότε κατάσταση, ἡδονῆς καί τῆς σύστοιχής της ταυτόχρονα, ἀντίρροπης ὅμως ὡς πρός αὐτήν, ὀδύνης.

«Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, πρός τά αἰσθητά κατ’ αὐτήν τήν πρώτην κίνησιν διά μέσης της αἰσθήσεως ἔσχε παρά φύσιν ἐνεργουμένην τήν ἡδονήν. ἡ τηνικαύτα πρόνοιαν ὁ τῆς ἠμῶν σωτηρίας κηδόμενος προσέπηξεν, ὥσπερ τινά τιμωρόν δύναμιν τήν ὀδύνην, καθ’ ἤν ὁ τοῦ θανάτου μετά σοφίας ἐνερριζώθη τή τοῦ σώματος φύσει νόμος περιορίζων τῆς τοῦ νοῦ μανίας παρά φύσιν ἐπί τά αἰσθητά κινουμένην τήν ἔφεσιν» (Μαξίμου Ὁμολογητού, Στ’ θεολ. ἐκ. λγ’, Φ, Β, 153).

Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, λέει, εἶχε ἐνεργούμενη μέσα τοῦ κατά τήν ἴδια τήν πρώτη του κίνηση πρός τά αἰσθητά διά μέσου τῶν αἰσθήσεών του τήν παρά φύσιν ἡδονή. Φροντίζοντας στοργικά γιά τή σωτηρία μας ὁ Θεός φύτεψε μέσα μας καί δίπλα στήν ἡδονή ὡς ἀντίρροπή της δύναμη τήν ὀδύνη. Μέ τήν ὀδύνη ριζώθηκε μέ πολλή σοφία στή σωματική φύση ὁ νόμος τοῦ θανάτου περιορίζοντας ἔτσι τήν παρά φύσιν ἔφεση καί μανιώδη ἐπιθυμία τοῦ νοῦ στήν κίνησή της πρός τά αἰσθητά.

Ἡ ἐμφάνιση τῆς ὀδύνης ταυτόχρονα μέ τήν ἡδονή ἦταν νομοτελής καί αἰτιώδης. «Καί ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεός τῷ Ἀδάμ λέγων. ἀπό παντός ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσω βρώσει φαγῆ, ἀπό δέ τοῦ ξύλου τοῦ γινώσκειν καλόν καί πονηρόν οὐ φάγεσθε ἀπ’ αὐτοῦ. ἡ δ’ ἄν ἡμέρα φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτω ἀποθανεῖσθε» (Γέν. β’ 16-17).

Ἡ παρακοή θά εἶχε ὡς συνέπεια τό θάνατο ὑπό πνευματική μέν ἔννοια ἀμέσως καί τό θάνατο ὑπό σωματική δέ ἔννοια μέσα στό χρόνο. Προοίμιο καί προοδοποίηση τοῦ θανάτου θά ἀποτελοῦσε πιά ἡ ὀδύνη ὡς ζωντανό σύμβολό του. Ὁ Θεός ἦταν σαφής στήν προειδοποίησή του. Ἡ προειδοποίηση αὐτή γινόταν τώρα μία τραγική πραγματικότητα. «Πληθύνων πληθυνῶ τάς λύπας σου καί τόν στεναγμόν σου. ἐν λύπαις τέξη τέκνα», εἶπε ὁ Θεός στήν Εὕα. Καί στόν Ἀδάμ. «ἐπικατάρατος ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις σου. ἐν λύπαις φαγῆ αὐτήν πάσας τάς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου. ἀκάνθας καί τριβόλους ἀνατελεῖ σοί, καί φαγῆ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ... ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σέ εἰς τήν γῆν ἐξ ἤς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἰ καί εἰς γῆν ἀπελεύση» (Γέν. γ’ 16-19).

Θά πρέπη νά διευκρινισθῆ, ὅτι ἡ παρεισαγωγή τῆς ὀδύνης στή φύση τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀντίρροπης στήν ἡδονή δέν ἔχει χαρακτήρα δικανικό-νομικό, δηλαδή «ἔκανες τήν παράβαση; πάρε τώρα τήν τιμωρία πού σου ἀξίζει!». Ἡ εἰσβολή τῆς ὀδύνης ἦταν συνέπεια τῆς ἀπομακρύνσεως τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Ἡ συνεχής ὅμως παρουσία της καί ὁ ἐγκεντρισμός της στήν ἀνθρώπινη φύση μόνο ἀπό φιλανθρωπία καί ἐλεημοσύνη θεϊκή ἔγινε ἐπιτρεπτή.

«Ἡδονή καί ὀδύνη, λέει ὁ ἴδιος ἅγιος, τή φύσει τῆς σαρκός οὐ συνεκτίσθησαν, ἀλλ' ἡ παράβασις τήν μέν ἐπενόησεν εἰς φθοράν τῆς προαιρέσεως, τήν δέ κατεδίκασεν εἰς λύσιν τῆς φύσεως, ἴνα ἡ μέν ἡδονή ψυχῆς ἑκούσιον ἐργάσηται θάνατον, ἡ δέ ὀδύνη διά τῆς λύπης τήν κατ’ εἶδος ποιήσηται τῆς σαρκός ἀπογένεσιν. Κατά πρόνοιαν γάρ πρός κόλασιν τῆς κατά προαίρεσιν ἡδονῆς δέδωκεν ὁ Θεός τή φύσει τήν παρά προαίρεσιν ὀδύνην καί τόν ἐπ’ αὐτή θάνατον» (Μάξ. Ὁμολ., Στ’ θεολ. ἑκατ., λδ’, Φ, Β, 154).

Ἡ ἡδονή καί ἡ ὀδύνη, λέει ὁ ἅγιος, δέν ὑπῆρξαν ἀπό τήν ἀρχή χαρακτηριστικά της φύσεως τῆς σαρκός γιατί δέν δημιουργήθηκαν μαζί μ’ αὐτήν. Ἡ παράβαση ὅμως εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἐπινόηση τῆς ἡδονῆς, πού ὠδηγοῦσε στή διαφθορά τῆς προαιρέσεως καί πού ἐπέβαλε τήν ὀδύνη ὡς καταδίκη μέ ἀποτέλεσμα τή διάλυση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, ὥστε μέ τόν τρόπο αὐτό νά προκαλέση τόν ἑκούσιο θάνατο τῆς ψυχῆς καί ἡ ὀδύνη τήν ἀτομική φθορά τῆς σαρκός. Προνοώντας ὁ Θεός ἔδωσε στή φύση γιά κολασμό τῆς προαιρετικῆς ἡδονῆς τήν ἀπροαίρετη ὀδύνη καί τό θάνατο πού τήν ἀκολουθεῖ.

Συνεπίκουρό του στήν ἄποψη αὐτή ἔχει ὁ ἅγιος Μάξιμος τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Νύσσης. «Ἡδονή καί λύπη, ἐπιθυμία καί φόβος καί τά τούτοις ἑπόμενα τή φύσει τῶν ἀνθρώπων προηγουμένως οὐ συνεκτίσθη. Ἐπεῖ καί εἰς τόν ὄρον ἄν συνετέλουν τῆς φύσεως. Λέγω δέ παρά τοῦ Νυσσαέως μεγάλου Γρηγορίου μαθῶν, ὅτι διά τήν τῆς τελειότητος ἔκπτωσιν ἐπεισήχθη ταῦτα τῷ ἀλογωτέρω μέρει προσφυέντα τῆς φύσεως. δί’ ὧν ἀντί τῆς μακαρίας καί θείας εἰκόνος εὐθύς ἅμα τή παραβάσει διαφανῆς καί ἐπιδηλος ἐν τῷ ἀνθρώπω γέγονεν ἡ τῶν ἀλόγων ζώων ὁμοίωσις. Ἔδει γάρ τῆς ἀξίας τοῦ λόγου καλυφθείσης ὑφ’ ὧν ἀπεσπάσατο τῆς ἀλογίας γνωρισμάτων ἐνδίκως τήν φύσιν τῶν ἀνθρώπων κολάζεσθαι. σαφῶς εἰς συναίσθησιν τῆς λογικῆς μεγαλονοίας ἐλεεῖν οἰκονομοῦντος τοῦ Θεοῦ τόν ἄνθρωπον». (Μάξ. Ὁμολ., Γ’ θεολ. ἐκατ., ξέ’, Φ, Β, 102).

Ἡ ἡδονή καί ἡ λύπη, ἡ ἐπιθυμία καί ὁ φόβος καί τά παρεπόμενά τους δέν δημιουργήθηκαν ἀπό τήν ἀρχή στήν ἀνθρώπινη φύση. Γιατί ἄν ἦταν ἀναγκαία, θά ἀποτελοῦσαν ὅρους ἀπαραίτητους γιά τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη. Ὑποστηρίζω μαθαίνοντας ἀπό τόν Μεγάλο Γρηγόριο, τόν ἐπίσκοπο Νύσσης, ὅτι τά χαρακτηριστικά αὐτά ἔχουν εἰσαχθῆ μεταγενέστερα ὡς προσφύματα στό ἄλογο μέρος τῆς φύσεώς μας. Διά μέσου τους ἔγινε ἀμέσως μετά τήν παράβαση στή θέση τῆς μακάριας καί θείας εἰκόνος πού μέσα τοῦ ἔχει ὁ ἄνθρωπος, εὐκρινής καί καταφάνερη ἡ ὁμοίωσή του πρός τά μή λογικά ζῶα. Ἐπειδή καλύφθηκε ἡ ἀξία τοῦ λόγου ἀπό τά γνωρίσματά της μή λογικότητος πού τράβηξε ἐπάνω του, ἔπρεπε νά κολασθῆ ἀπό αὐτά ἡ φύση τοῦ ὅπως τῆς ἄξιζε. Μέ τόν τρόπο αὐτόν οἰκονόμησε ὁ Θεός τή δυνατότητα νά ἔρθη ὁ ἄνθρωπος σέ συναίσθηση τῆς λογικῆς του ἰδιοφυΐας.

Σύμφωνα μέ τίς πατερικές αὐτές διαπιστώσεις τόσο ἡ ἡδονή ὅσο καί ἡ ὀδύνη δέν ἀποτελοῦν πρωτογενῆ στοιχεῖα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Ἄν πράγματι ἀποτελοῦσαν ἀναγκαία στοιχεῖα γιά τή σύστασή της, θά τῆς εἶχαν δοθῆ ὁπωσδήποτε ἀπό τήν πρώτη ἀρχή τῆς δημιουργίας της. Αἰτία τῆς ἐπεισαγωγῆς τῆς ὀδύνης στό ἀλογώτερο μέρος τῆς ψυχῆς καί τῶν ὁμόλογων μέ αὐτήν (τήν ὀδύνη) στοιχείων ἦταν ἡ ἔκπτωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν τελειότητα καί ἡ ἐξομοίωσή του πρός τά ἄλογα ζῶα. Τά ἀρνητικά στοιχεῖα, ὀδύνη, φόβος, ἀνησυχία, ἄγχος κλπ. ἀποτελοῦν τόν δίκαιο κολασμό τῆς ἀνθρώπινης φύσεως γιά τήν αὐτοπροαίρετη παρέκκλισή της ἀπό τό δρόμο πού θά τήν ὠδηγοῦσε στή θέωση. Ὁ κολασμός ὅμως αὐτός δέν ἔγινε μέ σκοπό τήν ἐκμηδένιση καί τέλεια ἐξουθένωση τοῦ ἀνθρώπου κάτω ἀπό τό βάρος τῆς τιμωρίας. Ἀντίθετα ἡ θεϊκή πρόνοια θέλησε νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπο σέ συναίσθηση τοῦ χαμένου τοῦ μεγαλείου καί τῆς ἀρχέγονης λογικότητός του καί μέ τόν τρόπο αὐτόν σέ λαχτάρα γιά τήν ἐπαναπόκτησή τους.

Μέ τήν ἐμφάνιση τῆς ὀδύνης ἐπῆλθε μία ἀναγκαία ἐξισορρόπηση. Ἡ ὀδύνη ἀποτέλεσε τό φρένο στήν ξέφρενη παράδοση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἡδονή καί ταυτόχρονα βοήθεια γιά τή συνειδητοποίηση καί ἐπίγνωσή του ποῦ θά τόν ὠδηγοῦσε τελικά αὐτή ἡ αἰχμαλωσία του στήν ἡδονή.

Ἡ ἀνακοπή αὐτή τῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου πρός τά ἄνω, τό μή «τά ἄνω φρονεῖν», ἀλλά «τά ἐπί τῆς γής» (πρβλ. Κόλ. γ’ 2), κατά ἀντίστροφη παραλλαγή τῶν λόγων τοῦ θείου ἀποστόλου Παύλου, σήμαινε μία ριζική ἀλλαγή στήν ἀνθρώπινη φύση, στά βάθη τῆς ὁποίας, στόν «πυθμένα» της, ὅπως τά ὀνομάζει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἐγκαταστάθηκε ὁ θάνατος. Ὁ τρόπος μεταδόσεως τῆς ζωῆς στόν κόσμο αὐτόν μεταμορφώθηκε ριζικά καί ἔγινε ἐντελῶς διαφορετικός ἀπό τόν τρόπο πού θά γινόταν προπτωτικά.

«Ὁ Ἀδάμ ὁ προπάτωρ τήν θείαν ἐντολήν παραβάς, ἄλλην ἀρχήν γενέσεως ἐξ ἡδονῆς μέν συνισταμένην, ἐπί δέ τόν διά πόνου θάνατον τελευτώοαν τή φύσει παρά τήν πρώτην παρεισήγαγε καί ἐπενόησε κατά συμβουλήν τοῦ ὄφεως, ἡδονήν οὐκ οὖσαν προλαβόντος πόνου διάδοχον, ἀλλά μᾶλλον εἰς πόνον περαιουμένην πάντας τούς ἐξ αὐτοῦ σαρκί γενομένους κατ’ αὐτόν διά τήν ἐξ ἡδονῆς ἄδικον ἀρχήν εἶχε συνυπαγομένους αὐτῶ δικαίως πρός τό διά πόνου κατά θάνατον τέλος» (Μάξ. Ὁμολ., Στ’ θεολ. ἑκατ., μδ’, Φ, Β, 156).

Παραβαίνοντας ὁ προπάτορας Ἀδάμ τή θεϊκή ἐντολή ἔγινε αἴτιος παρεισαγωγῆς ἄλλης ἀρχῆς γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, διαφορετικώτερης ἀπό τήν πρώτη. Ἡ ἀρχή αὐτή ἔχει τήν ἡδονή ὡς βασικό της στοιχεῖο, ἀλλά καταλήγει στό θάνατο διά μέσου του πόνου. Καί ἐπινόησε σύμφωνα μέ τή συμβουλή τοῦ ὄφεως τήν ἡδονή, πού δέν ἦταν ἀποτέλεσμα κόπου, ὁ ὁποῖος προηγήθηκε ἀπό αὐτήν, διαπεραίωνε ὅμως στόν πόνο ὅλους τους ὅμοιούς του πού ἀπό αὐτόν γεννήθηκαν κατά σάρκα. Ἐπειδή ἡ ἀρχή τῆς ἡδονῆς ὑπῆρξε ἄδικη, εἶχε συνακολούθους του ὅλους τους ἀπογόνους του στό τέλος πού εἶναι ὁ διά μέσου του πόνου θάνατος.

Καί συνοψίζει ὁ θεῖος Πατήρ: «Ὁ Ἀδάμ παρακούσας ἐξ ἡδονῆς ἐδίδαξε τήν γένεσιν... ἡ γυνή παραβάσα τήν ἐντολήν ἐξ ὀδύνης ἄρχεσθαι τήν τῆς φύσεως κατέδειξε γένεσιν» (Μάξ. Ὁμολ., Στ’ θεολ., ἑκατ., μβ’, Φ, Β, 155-6).

Καί λοιπόν τώρα πιά ἀρχίζει ὁ ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν κατακράτηση μόνο τῆς ἡδονῆς καί τήν διά μέσου της κατάλυση τῆς ὀδύνης. Μέ βαθειά γνώση τῆς φύσεώς μας καί τῆς ψυχολογίας τῆς ἡδονῆς τονίζει ὁ ἅγιος Μάξιμος:

«Θέλοντες ἐκφυγεῖν τήν κατά τήν ὀδύνην αἴσθησιν πρός τήν ἡδονήν καταφεύγομεν, τῷ τῆς ὀδύνης αἰκισμῶ πιεζομένην τήν φύσιν ἐπιχειροῦντες παραμυθεῖσθαι. σπουδάζοντες δέ διά τῆς ἡδονῆς τά τῆς ὀδύνης ἀμβλύναι κινήματα πλέον αὐτῆς τό καθ’ ἑαυτῶν ἐπικυροῦμεν χειρόγραφον, ὀδύνης καί πόνου ἔχειν τήν ἡδονήν ἀπολελυμένην οὐ δυνάμενοι» (Μάξ. Ὁμολ., Στ’, θεολ. ἑκατ., μβ’, Φ, Β, 156).

Θέλοντας, λέει, νά ξεφύγουμε τήν αἴσθηση τῆς ὀδύνης καταφεύγουμε στήν ἡδονή, προσπαθώντας ἔτσι νά γλυκάνουμε τή φύση πού τήν πιέζει βασανιστικά ἡ ὀδύνη. Φροντίζοντας δέ νά ἀμβλύνουμε τά κινήματα τῆς ὀδύνης μεγαλώνουμε ἁπλούστατα τό χρέος μας πιό πολύ μή μπορώντας νά ἔχομε ἡδονή ἐλεύθερη ἀπό ὀδύνη καί πόνο.

Ἡ προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου μέ ἄλλα λόγια διαχωρισμοῦ ἡδονῆς-ὀδύνης μένει τελικά ἀτελεσφόρητη. Καί ὅμως παρά τίς συνεχεῖς ἀποτυχίες του δέν παύει νά τόν ἐπιδιώκη ὁ ἄνθρωπος. Ἡ σειρά τῶν ἀποτυχιῶν του δέν τοῦ ἀνοίγει τά μάτια ἤ μᾶλλον ὁ ἴδιος ἀρνεῖται νά τά ἀνοίξη γιά νά ἰδῆ τό σισύφειο ἔργο πού ἐπιχειρεῖ. Τόν τυφλώνει ἡ φιλαυτία του καί τόν ὁδηγεῖ στό ἀδύνατο καί στό ἀνυπόθετο αὐξάνοντας ἔτσι τήν ὀδύνη καί τήν ἀπελπισία του.

Στό σημεῖο αὐτό ἀναφερόμενος ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής παρατηρεῖ: «Οὐκ ἐνδέχεται πότε χωρίς ὀδύνης εἶναι τήν ἡδονήν. Ἐγκέκραται γάρ τή ἡδονή τῆς ὀδύνης ὁ πόνος καν λανθάνειν δοκή τούς ἔχοντας διά τήν κατά τό πάθος τῆς ἡδονῆς ἐπικράτειαν. Ἐπειδή τό ἐπικρατοῦν φαίνεσθαι πέφυκε καλύπτον τήν παρακειμένην αἴσθησιν. Ἡδονῆς οὔν περιποιούμενοι διά τήν φιλαυτίαν καί ὀδύνην διά τήν αὐτήν αἰτίαν φεύγειν σπουδάζοντες τάς ἀμυθήτους τῶν παθῶν ἐπινοοῦμεν γενέσεις» (Μάξ. Ὁμολ., Γ’ θεολ., ἑκατ., νγ’, Φ, Β, 99).

Δέν εἶναι ποτέ δυνατή ἡ ἡδονή χωρίς τήν ταυτόχρονη παρουσία τῆς ὀδύνης. Εἶναι ἀνάμεικτος μέ τήν ἡδονή ὁ πόνος τῆς ὀδύνης, ἔστω κι ἄν αὐτός διαφεύγει τήν προσοχή αὐτῶν πού ὑποκύπτουν στήν ἡδονή ἐξαιτίας τῆς ἐπικρατήσεως τοῦ πάθους της. Καί αὐτό γιατί συνήθως φαίνεται τό ἐπικρατέστερο στοιχεῖο καλύπτοντας τή γειτονική αἴσθηση. Προσπαθώντας λοιπόν νά ἀπολαύσουμε τήν ἡδονή ἐξαιτίας τῆς φιλαυτίας μας καί φροντίζοντας γιά τήν ἴδια αἰτία, τή φιλαυτία δηλαδή, νά ἀποφύγουμε τήν ὀδύνη, ἐπινοοῦμε τελικά τίς ἀναρίθμητες αἰτίες δημιουργίας παθῶν μέσα μας.

Ἡ μή αἴσθηση τῆς ὀδύνης κατά τή διάρκεια τῆς ἡδονῆς δέν σημαίνει καί μή ὕπαρξη ὀδύνης. Ἡ ὀδύνη συνυπάρχει ὁπωσδήποτε κρυμμένη κάπου σέ κάποια πτυχή τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἡ ἐπικράτηση ἁπλῶς τῆς ἡδονῆς δέν ἐπιτρέπει τήν αἴσθηση ὀδύνης, ὅπως ἕνα δυνατό εὔοσμο παρασκεύασμα καλύπτει μίαν ἀφόρητη δυσωδία. Θά ἔρθη ὅμως μία στιγμή πού ἡ ὀδύνη ἔτσι ἤ ἀλλοιῶς θά ἐκδηλωθῆ. Καί ὅσο κανένας ἐπιχειρεῖ νά τήν ἀπομακρύνη, τόσο πιό βίαια ἔρχεται ἐκείνη. Καί ὅσο φροντίζει κανένας νά τήν ξεχάση, τόσο πιό ἐπίμονα ἔρχεται ἐκείνη νά τοῦ ὑπενθυμίση τήν παρουσία της. Ἡ φρενίτιδα ἀπαλλαγῆς ἀπό τήν ὀδύνη μέ κάθε τρόπο ὁδηγεῖ στή δημιουργία καί ἐπικράτηση μέσα στήν ψυχή διαφόρων βασανιστικῶν παθῶν πού μέ τόν καιρό γίνονται δυσεκρίζωτα. Ἡ ἡδονή κάνει τόν ἄνθρωπο ἀπό φίλαυτο ἀκόμη πιό φίλαυτο καί ἐγωιστή. Καί αὐτό σημαίνει πρακτικά ἡ προσπάθειά του νά ἐνισχύση καί νά μονιμοποιήση τήν αὐτονομία του. Αὐτό ὅμως μόνο ὡς φενάκη μπορεῖ νά θεωρηθῆ, γιατί ὁ ἄνθρωπος οὔτε αὐθυπόστατος εἶναι οὔτε αὐτάρκης καί ἀπολύτως ἀνεξάρτητος. Καί ὁπωσδήποτε δέν εἶναι αὐτοσκοπός. Πῶς λοιπόν θά μποροῦσε νά γίνη αὐτόνομος; Ἀλλά καί νά μποροῦσε νά ξεγελάση τόν ἑαυτό του μέ τή φαντασίωση τῆς αὐτονομίας, ἔρχεται ἡ ἴδια ἡ πραγματικότητα νά καγχάση εἰς βάρος του, γιατί ἡ ἡδονή εἶναι θύρα ὀρθάνοιχτη ἐπισυναγωγῆς στό «παθητικόν» της ψυχῆς τοῦ ἑσμοῦ παθῶν, τά ὁποία καταλύουν τήν ἐλευθερία του, τή λίγη, ἔστω, πού μπορεῖ νά ἔχη, ἀπορροφώντας τοῦ κάθε ζωτική ἰκμάδα καί κάθε ἴχνος «αὐτονομίας». Τό κράτος τῆς ἑκούσιας ἡδονῆς καί τῆς ἀκούσιας (πάντα αὐτόκλητης) ὀδύνης ἀποτελοῦν τό πιό τραγικά ἀκλόνητο ἀνθρωπολογικό καθεστώς πού καμμιά προσπάθεια ἐκ μέρους τοῦ ὑπόδουλου σ’ αὐτό ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά τό κλονίση.

Καί τίθεται ἐπιτακτικό τό ἐρώτημα. καί λοιπόν θά μένη γιά τόν ἄνθρωπο «ἄπορος» ἡ ὁδός διαφυγῆς, καί ἀνέφικτος «ὁ τῆς ἐλευθερίας τρόπος τοῖς ὑπό τῆς ἀδίκου τυραννουμένοις ἡδονῆς καί ὑπό τῶν δικαίων πόνων καί τοῦ ἐπ’ αὐτοῖς δικαιοτάτου θανάτου φυσικῶς ἐνεχομένοις»; Θά κυριαρχῆται ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος «ὑπό τῆς ἀδικωτάτης ἡδονῆς καί τῶν δί’ αὐτήν δικαιοτάτων πόνων, ὑφ’ ὧν ἐλεεινῶς διασπᾶται πάσχων ὁ ἄνθρωπος, ἐκ φθορᾶς καθ’ ἡδονήν ἔχων τήν ἀρχήν τῆς γενέσεως καί εἰς φθοράν διά τοῦ θανάτου τό τῆς ζωῆς καταλήγων τέλος»; (Μάξ. Ὁμολ., Στ’ θεολ., ἑκατ., λθ’, Φ, Β, 154). Καί μέ ἁπλούστερα λόγια: Θά εἶναι ἀπρόσιτος ὁ τρόπος τῆς ἀπελευθερώσεως αὐτῶν, πού τυραννοῦνται ἀπό τήν ἄδικη καί ἀδικαιολόγητη ἡδονή καί ταυτόχρονα ἀπό τούς κατά δίκαιο λόγο ἐπιβαλλόμενους ἐξαιτίας τῆς πόνους καί τόν θάνατο, ποῦ ἀποτελεῖ ἀπόλυτα δικαιολογημένη συνέπειά του; Μέ ἄλλα λόγια. θά κυριαρχῆται ἀπό τήν ἀδικαιολόγητη ἡδονή καί τούς ἐξαιτίας τῆς δικαιολογημένους πόνους, ἀπό τούς ὁποίους διασπᾶται καί διαλύεται ἐλεεινά ὁ ἄνθρωπος, πού τούς ὑφίσταται, γιατί ἔχει ἀρχή τῆς γενέσεώς του τή φθαρτική ἡδονή καί κατάληξη τῆς ζωῆς τοῦ τή φθορά τοῦ θανάτου;

«Ὁ τῆς ἐλευθερίας τρόπος»

Ἡ ἀπάντηση τῆς πατερικῆς θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας στό ἀνθρώπινα ἀνέλπιδο ἐρώτημα πού ἔχει τεθῆ πιό πάνω εἶναι ἐτούτη, πού ἀκολουθεῖ καί τή δίνει ὁ σοφώτατος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, πού μνημονεύθηκε στίς προηγούμενες σελίδες. Ἄς συγχωρήση ὁ ἀναγνώστης τήν κάπως μακρά παράθεση τῶν λόγων τοῦ Ἁγίου, ἀλλά εἶναι τόσο σημαντικά ὅσα λέει, ὥστε ἀξίζει τόν κόπο νά μελετηθοῦν μέ κάθε προσοχή. Νά, τί λέει ὁ Ὅσιος Μάξιμος:

«Ἀμήχανον ἤν παντελῶς τήν φύσιν ὑποκλιθεῖσαν τή τέ κατά προαίρεσιν ἡδονή καί τή παρά προαίρεσιν ὀδύνη πάλιν εἰς τήν ἐξ ἀρχῆς ἀνακληθῆναι ζωήν, εἰ μή γέγονεν ἄνθρωπος ὁ Δημιουργός, προαιρέσει δεχόμενος τήν πρός κόλασιν τῆς κατά προαίρεσιν τῆς φύσεως ἡδονῆς ἐπινοηθεῖσαν ὀδύνην οὐκ ἔχουσαν προηγουμένην αὐτῆς τήν ἐξ ἡδονῆς γένεσιν, ἴνα τῆς ἐκ καταδίκης ἐλευθέρωση τήν φύσιν γεννήσεως ἐξ ἡδονῆς ἀρχήν οὐκ ἔχουσαν καταδεχόμενος γέννησιν.

Ἐπειδή μετά τήν παράβασιν πάντες ἄνθρωποι τήν ἡδονήν ἔχουσι τῆς ἰδίας φυσικῶς προκαθηγουμένην γενέσεως καί οὐδείς ἤν τό σύνολον τῆς καθ’ ἡδονήν ἐμπαθοῦς γενέσεως φυσικῶς ὑπάρχων ἐλεύθερος, ἀλλ’ ὡς χρέος πάντες φυσικόν ἀποδιδόντες τούς πόνους καί τόν ἐπ’ αὐτή ὑπέμενον θάνατον. καί ἤν ἄπορος παντάπασιν ὁ τῆς ἐλευθερίας τρόπος τοῖς ὑπό τῆς ἀδίκου τυραννουμένοις ἡδονῆς καί ὑπό τῶν δικαίων πόνων καί τοῦ ἐπ’ αὐτοῖς δικαιοτάτου θανάτου φυσικῶς ἐνεχομένοις. Ἔδει δέ πρός ἀναίρεσιν μέν τῆς ἀδικωτάτης ἡδονῆς καί τῶν δί’ αὐτήν δικαιοτάτων πόνων, ὑφ’ ὧν ἐλεεινῶς διεσπάτο πάσχων ὁ ἄνθρωπος ἐκ φθορᾶς τῆς καθ’ ἡδονήν ἔχων τήν ἀρχήν τῆς γενέσεως καί εἰς φθοράν τήν διά τοῦ θανάτου τό τῆς ζωῆς καταλήγων τέλος. Πρός δέ τήν ἐπανόρθωσιν τῆς παθούσης φύσεως ἐπινοηθῆναι πόνον καί θάνατον, ἄδικον ὁμού καί ἀναίτιον. ἀναίτιον μέν, ὡς οὐδαμῶς προλαβοῦσαν ἡδονήν ἐσχηκότα πρός γένεσιν. ἄδικον δέ, ὡς μηδεμιᾶς τό παράπαν ἐμπαθοῦς ζωῆς ὄντα διάδοχον, ἴνα μέσος ληφθεῖς ἡδονῆς ἀδίκου καί πόνου καί θανάτου δικαιοτάτου, πόνος καί θάνατος ἀδικώτατος ἀνέλη διόλου τήν ἐξ ἡδονῆς ἀδικωτάτην ἀρχήν καί τό δί’ αὐτήν διά θάνατον δικαιότατον τέλος τῆς φύσεως καί γένηται πάλιν ἡδονῆς καί ὀδύνης ἐλεύθερον τό γένος τῶν ἀνθρώπων, τήν ἐξ ἀρχῆς εὐκληρίαν ἀπολαβούσης τῆς φύσεως. μηδενί τῶν ἐμπεφυκότων τοῖς ὑπό γένεσιν καί φθοράν γνωρισμάτων μολυνομένων. Διά τοῦτο Θεός ὑπάρχων τέλειος κατά τήν φύσιν ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος γίνεται τέλειος ἄνθρωπος ἐκ ψυχῆς νοερᾶς καί σώματος παθητοῦ κατά φύσιν παραπλησίως ἠμίν χωρίς μόνης ἁμαρτίας συνεστῶς. τήν μέν ἐκ παρακοῆς ἡδονήν οὐδαμῶς τό σύνολον ἐσχηκῶς προηγουμένην αὐτοῦ της ἐκ γυναικός ἐν χρόνω γεννήσεως. τήν δέ δί’ αὐτήν ὀδύνην ὑπάρχουσαν τέλος τῆς φύσεως, διά φιλανθρωπίαν κατά θέλησιν προσηκάμενος, ἴνα πάσχων ἀδίκως ἀνέλη τήν ἐξ ἡδονῆς ἀδίκου τυραννοῦσαν τήν φύσιν ἀρχήν τῆς γενέσεως. οὐκ ἔχουσαν ὡς χρέος ὑπέρ αὐτῆς ἐκτιννύμενον κατά τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί τοῦ Κυρίου τόν θάνατον, ἀλλά μᾶλλον κατ’ αὐτῆς προβεβλημένον. καί τό διά τοῦ θανάτου δίκαιον τέλος ἐξαφανίση τῆς φύσεως, οὐκ ἔχων τήν δί’ ἤν ἐπεισῆλθε, καί ὑπ’ αὐτοῦ δικαίως τιμωρουμένην, ὡς αἰτίαν τοῦ εἶναι παράνομον ἡδονήν» (Μάξ. Ὁμολ., Στ’, ἑκατ., θεολ., λή’, λθ’, Β, Φ, 154-55).

Ἦταν, λέει ὁ ἅγιος, ἐντελῶς ἀδύνατο νά ἀνακληθῆ στήν ἀρχική της ζωή ἡ φύση πού ὑποτάχθηκε καί στήν προαιρετική ἡδονή καί στήν ἀπροαίρετη, ἀκούσια, ὀδύνη, ἄν δέν γινόταν ἄνθρωπος ὁ Δημιουργός δεχόμενος προαιρετικά τήν ὀδύνη, πού ἐπινοήθηκε γιά κολασμό τῆς προαιρετικῆς ἡδονῆς τῆς φύσεως. Καί τό ἔκανε αὐτό ἀναλαβαίνοντας φύση πού δέν εἶχε προέλθει ἀπό ἡδονή, γιά νά ἐλευθερώση τή φύση ἀπό τή γέννηση, πού προῆλθε ἀπό καταδίκη, καταδεχόμενος γέννηση πού δέν εἶχε τήν ἀρχή της σέ ἡδονή.

Μέ τήν παράβαση ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ὡς φυσικῶς προηγούμενη τῆς προσωπικῆς τους γεννήσεως τήν ἡδονή, καί γενικά δέν ὑπῆρχε κανένας ἐλεύθερος ἀπό τήν ἐμπαθῆ ἡδονική γέννηση, ἀλλά πλήρωναν ὡς φυσικό χρέος τούς πόνους καί ὑπέμεναν τό θάνατο ἐξαιτίας της. Ἦταν δέ ἐντελῶς ἀδύνατο νά βρεθῆ γιά τούς τυραννούμενους ἀπό τήν ἡδονή τρόπος ἀπελευθερώσεως ἀπό αὐτήν καί ἀπό τούς δίκαια γι’ αὐτήν ἐπιβεβλημένους πόνους καί ὑποκείμενους στό δικαιότατο θάνατο πού ἐπακολουθοῦσε.

Ἡ κατάσταση αὐτή τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου ἦταν ἀναγκαία γιά τόν ξεπεσμένον ἄνθρωπο γιά νά ἀναιρεθῆ ἡ ἐντελῶς ἀδικαιολόγητη ἡδονή καί οἱ ἐξαιτίας τῆς πάλι δικαιολογημένοι πόνοι πού διασποῦσαν ἀξιοθρήνητα τόν πάσχοντα ἄνθρωπο. Καί αὐτό γιατί ἡ φθορά ἀποτελοῦσε τήν ἀρχή τοῦ ἐρχομοῦ τους στή ζωή μέ κατάληξη στή φθορά τοῦ θανάτου. Χρειαζόταν ἑπομένως γιά νά ἐπανορθωθῆ ἡ φύση, πού τά ὑφίστατο αὐτά, νά ἐπινοηθῆ πόνος καί θάνατος ἄδικος καί ταυτόχρονα ἀναίτιος.

Χρειαζόταν ἀναίτιος πόνος καί θάνατος, γιατί δέν θά εἶχε ὡς ἀρχή τῆς ὑπάρξεώς της ἡ φύση προηγούμενή της ἡδονή. Καί χρειαζόταν ἄδικος πόνος καί θάνατος γιατί δέν θά ἀποτελοῦσε ἐπακολούθημα ζωῆς ὑποδουλωμένης σέ πάθη. Ἔτσι ὁ πόνος καί ὁ θάνατος αὐτός ὁ ἐντελῶς ἀναίτιος καί ἄδικος, παρεμβαλλόμενος ἀνάμεσα στήν ἐντελῶς ἀδικαιολόγητη ἀπό ἡδονή ἀρχή τῆς φύσεως καί τόν ἐξαιτίας τῆς ἡδονῆς δικαιότατον θάνατό της εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά γίνη ἐλεύθερο πάλι τό ἀνθρώπινο γένος μία πού θά ξαναποκτοῦσε ἡ φύση τόν καλό της κλῆρο, χωρίς νά μολύνεται πιά ἀπό κανένα ἀπό τά ἔμφυτα γνωρίσματα, τά ὁποῖα χαρακτηρίζουν τούς ἀνθρώπους, πού γεννιοῦνται καί διατελοῦν ὑπό τό κράτος τῆς φθορᾶς.

Γι’ αὐτό ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν κατά φύσιν τέλειος Θεός, ἔγινε ἄνθρωπος τέλειος κατά φύσιν, σάν κι ἐμᾶς, μέ νοερή ψυχή καί σῶμα παθητό χωρίς ὅμως ἁμαρτία. Ὡς ἄνθρωπος σαρκωμένος ὁ θεῖος Λόγος δέν εἶχε καθόλου γιά τήν ἀπό γυναίκα ἐν χρόνω γέννησή του ὡς προηγούμενό της τήν ἀπό παρακοή προερχόμενη ἡδονή. Τήν ὀδύνη πάλι πού ἦταν τό τέλος τῆς φύσεως τήν ἀποδέχθηκε θεληματικά ἀπό φιλανθρωπία, ὥστε πάσχοντας ἄδικα, νά ἀναιρέση τήν ἀρχή τοῦ ἐρχομοῦ στήν ὕπαρξη πού εἶχε ὡς αἰτία τήν ἄδικη ἡδονή, ἡ ὁποία τυραννοῦσε τή φύση.
Ἡ φύση, πού ἀνέλαβε ὁ Κύριος, δέν εἶχε νά καταβάλη ὡς ὀφειλόμενο χρέος γιά τήν ἡδονή, ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, τό θάνατο. Ὁ θάνατός του προβλήθηκε τώρα εἰς βάρος τῆς ἡδονῆς, ὥστε νά ἐξαφανισθῆ ἀπό τή φύση ὡς δίκαιό της τέλος ὁ θάνατός της. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου τιμώρησε δίκαια τήν αἰτία τῆς ὑπάρξεως τῆς ξεπεσμένης φύσεως, δηλαδή τήν παράνομη ἡδονή.

Συνεχίζοντας τήν ἴδια ἄποψη τονίζει ἀλλοῦ ὁ ἅγιος Μάξιμος:

«Γέγονεν ὁ Θεός κατ’ ἀλήθειαν ἄνθρωπος καί δέδωκεν ἄλλην ἀρχήν τή φύσει δευτέρας γενέσεως, διά πόνου πρός ἡδονήν μελλούσης ζωῆς καταλήγουσαν. Ὡς γάρ Ἀδάμ ὁ προπάτωρ τήν θείαν ἐντολήν παραβάς, ἄλλην ἀρχήν γενέσεως, ἐξ ἡδονῆς μέν συνισταμένην εἰς δέ τόν διά πόνου θάνατον τελευτώσαν, τή φύσει παρά τήν πρώτην παρεισήγαγε καί ἐπενόησε, κατά συμβουλήν τοῦ ὄφεως, ἡδονήν οὐκ οὖσαν προλαβόντος πόνον διάδοχον, ἀλλά μᾶλλον εἰς τόν πόνον περαιουμένην, πάντας τούς ἐξ αὐτοῦ σαρκί γενομένους κατ’ αὐτόν, διά τήν ἐξ ἡδονῆς ἄδικον ἀρχήν, εἶχε συνυπαγομένους αὐτῶ δικαίως πρός τό διά πόνου κατά τόν θάνατον τέλος, οὕτω καί ὁ Κύριος, γενόμενος ἄνθρωπος κατ’ ἄλλην ἀρχήν δευτέρας γενέσεως ἐκ Πνεύματος Ἁγίου τή φύσει δημιουργήσας καί τόν διά πόνου τοῦ Ἀδάμ δικαιότατον καταδεξάμενος θάνατον, ἐν αὐτῶ δηλαδή γενόμενον ἀδικώτατον, ὡς οὐκ ἔχοντα τῆς ἰδίας γενέσεως ἀρχήν τήν ἐκ παρακοῆς ἀδικωτάτην τοῦ προπάτορος ἡδονήν, ἀμφοτέρων αὐτῶν ἀναιρῶν, ἀρχῆς τέ λέγω καί τέλους τῆς κατά τόν Ἀδάμ ἀνθρωπίνης γενέσεως, οἴα δή προηγουμένως οὐκ ὄντων ἐκ τοῦ Θεοῦ τήν ἀναίρεσιν ἐποιήσατο καί πάντας τούς πνευματικῶς ἐξ αὐτοῦ ἀναγεννωμένους τῆς ἐπ’ αὐτῆς ἐνοχῆς ἐλευθέρους κατέστησε» (Μάξ. Ὁμολ., Στ’, θεολ., ἑκατ., μδ’, Φ, Β, 156).

Μέ ἁπλά λόγια, λέγει ὁ ἅγιος Πατήρ:

Ὁ Θεός ἔγινε ἀληθινά ἄνθρωπος καί ἔδωσε στή φύση ἄλλη, δεύτερη αὐτή, ἀρχή ἐρχομοῦ στήν ὕπαρξη, πού διά μέσου του πόνου καταλήγει στήν ἡδονή τῆς μελλούσης ζωῆς. Ὅπως δηλαδή ὁ προπάτορας Ἀδάμ παραβαίνοντας τή θεϊκή ἐντολή παρεισήγαγε καί ἐπινόησε ἄλλην ἀρχή ἐρχομοῦ στόν κόσμο, διαφορετικώτερη ἀπό τήν πρώτη, πού συνίστατο μέν ἀπό ἡδονή, ἀλλά κατέληγε στόν διά μέσου του πόνου θάνατο, καί αὐτό σύμφωνα μέ τή συμβουλή τοῦ ὄφεως. ὅπως λοιπόν ὁ Ἀδάμ εἰσήγαγε στήν φύση τήν ἡδονή, πού δέν ἦταν καρπός προηγούμενης προσπάθειας, ἀλλά πού κατέληγε στόν πόνο καί ὑπήγαγε μαζί του καί ὅλους ὅσοι καταγόταν ἀπό αὐτόν κατά σάρκα στό τέλος τοῦ θανάτου μέσω τοῦ πόνου, δικαιολογημένα δέ λόγω τῆς ἄδικης ἡδονικῆς ἀρχῆς, ἔτσι καί ὁ Κύριος. Ἀφοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, δημιούργησε ἄλλην ἀρχή, δεύτερη αὐτήν, γενέσεως γιά τήν ἀνθρώπινη φύση ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. Καί καταδέχτηκε τόν διά μέσου του πόνου τοῦ Ἀδάμ δικαιότατο θάνατο, πού γιά τόν Κύριο ὅμως ἦταν ἀδικώτατος, γιατί δέν εἶχε ὁ ἴδιος ἀρχή τῆς γεννήσεώς του τήν ἀδικώτατη ἡδονή ἐκείνου. Μέ τόν τρόπον αὐτόν ἀνήρεσε καί τά δύο, καί τήν ἀρχή καί τό τέλος τῆς σύμφωνα μέ τόν Ἀδάμ γενέσεως τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή ἡδονή καί ὀδύνη (πού κατέληγε στό θάνατο). Τά κατήργησε δέ, γιατί αὐτά δέν προέρχονταν προηγουμένως ἀπό τό Θεό. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ἀπελευθέρωσε ἀπό τήν ἐνοχή γι’ αὐτήν ὅλους ὅσοι ξαναγεννιοῦνται πνευματικά ἀπό αὐτόν.

Τό νέο σωτηριῶδες ζεῦγμα:
Ὀδύνη - Ἡδονή

Αὐτό, πού ἦταν ἀδύνατο γιά τόν ἄνθρωπο, ἡ ἄρση τοῦ κράτους τῆς παράνομης καί «ἀδικωτάτης» ἡδονῆς καί ἑπομένως καί τῶν συνεπειῶν της, ἡ κατάργηση μέ ἄλλα λόγια της ἀπολυτοποιημένης φιλαυτίας καί τῆς ἐπαναστατημένης αὐτονομίας τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, πραγματοποιήθηκε ἀπό τόν σαρκωθέντα Θεόν Λόγον. Ἡ ἀνθρώπινη φύση στό πρόσωπό του ἀπέκτησε τήν ἐλευθερία της. Ὁ Λόγος-Χριστός ἀνέτρεψε τήν τάξη
ἡδονή - ὀδύνη καί τήν ἔκανε
ὀδύνη - ἡδονή.

Στήν καινούργια αὐτή τάξη δέν ὑπάρχει νοηματική καί πραγματική ἀντιστοιχία στούς ὅρους ἡδονή - ὀδύνη, πού ἀναφέραμε, ἄν καί τά ἀντιθετικά ζεύγματα ἡδονή-ὀδύνη καί ὀδύνη-ἡδονή ἠχοῦν τό ἴδιο.

Στό πρῶτο ζεῦγμα ἡδονή-ὀδύνη ὑπάρχουν:

ὡς πρός τό πρόσωπο
- τό φίλαυτα ἑκούσιο καί τό
- καταναγκαστικά ἀκούσιο.

ὡς πρός τήν ποιότητα
- τό γήινό της ἡδονῆς
- τό ἀπαράκλητο τῆς ὀδύνης.

ὡς πρός τή χρονικότητα
- προσωρινότητα καί ἐφήμερό της ἡδονῆς
- μονιμότητα ὀδύνης - πόνου καί αἰωνιότητα τοῦ θανάτου.
Στό καινούργιο ζεῦγμα ὀδύνη - ἡδονή ἔχουμε:

ὡς πρός τό πρόσωπο
- τό ἀγαπητικά ἑκούσιο (ἀνάληψη σταυροῦ μέ χαρά καί αὐτοπροσφορά μέχρι θανάτου)
- τήν ἐγκάρδια ἀποδοχή τῶν «ἀκούσιων ἐπιφορῶν καί πειρασμῶν».

ὡς πρός τήν ποιότητα
- πνευματική χαρισματική ἡδονή
- ἁγιαστική ἐπενέργεια τῆς ὀδύνης.

ὡς πρός τή χρονικότητα
- βραχύτητα ὀδύνης («τό παραυτίκα» τῆς θλίψεως μέ μέτρο τήν αἰωνιότητα)
- αἰωνιότητα πνευματικῆς ἡδονῆς («αἰώνιον βάρος δόξης»).

Γι’ αὐτό καί ἀπευθύνεται ὡς τό πιό φυσικό πράγμα τοῦ κόσμου ἡ πρόσκληση τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ σέ ὅσους θέλουν νά τόν ἀκολουθήσουν. «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοί... Ὅς γάρ ἄν θέλη τήν ψυχήν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν» (Μάτθ. ἰστ’ 24-25).

Ἀπό τούς λόγους αὐτούς τοῦ Κυρίου προκύπτει πώς, ὅ,τι ἀποτελεῖ ἐπίτευγμα τῆς καινῆς ἀνθρώπινης φύσεως στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ τώρα νά γίνη καί ὑποκειμενικά μεθεκτό ἀπό τά ἐπί μέρους πρόσωπα.

Ἡ ἐλευθερία ἀπό τήν ἡδονή καί τήν ὀδύνη εἶναι χάρις καί δωρεά ἀπερινόητη τῆς θείας ἀγάπης. Δέν ἀποτελεῖ μολοντούτο ἀπόκτημα πού δέν θά χρειασθῆ γι’ αὐτό καταβολή κόπου, μόχθου καί προσωπικῆς προσπάθειας ἐπάνω στή χρυσή βάση τῆς μυστικῆς ἑνώσεως μέ τό Χριστό μέσα στόν ἁγιαστικό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας του. Ἡ ἀντικειμενική ὡς πρός τόν ἄνθρωπο δεδομένη δυνάμει προσφορά τοῦ Θεοῦ ἀπαιτεῖ κατά θεία συγκατάβαση ὑποκειμενική ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου συνέργεια καί προσπάθεια γιά νά τήν ἰδιοποιηθῆ.

Σ’ αὐτό ἀκριβῶς τό τέλος ἀποβλέπει ὁ Μοναχισμός καί ὅλη ἡ ὀρθόδοξη μοναχική πνευματικότητα. Μέ τή σιωπηλή καί ὄχι σπάνια κολαφιζόμενη καί προπηλακιζόμενη, «βοώσαν ὅμως καί κράζουσαν» ἐμπράγματα παρουσία του δέν παύει νά ὑπενθυμίζη ἀκούραστα τό «συνεταξάμην Χριστῷ» σέ κάθε ψυχή πού ὠμολόγησε καί διεκήρυξε κατά τήν ὥρα τοῦ βαπτίσματός της, ὅτι «Χριστῷ συνετάχθη» καί ἑπομένως ἀποδέχτηκε τήν ἄρση τοῦ σταυροῦ της μέ ταυτόχρονη ἄρνηση «τῆς ἀδικωτάτης» ποικιλώνυμης καί πολύμορφης ἡδονῆς. Καί σέ αὐτό συνίσταται ἡ ὅλη «βιαστικότης» καί ἀσκητικότης τοῦ Ὀρθόδοξου Μοναχισμοῦ. Γι’ αὐτό καί ἡ πνευματικότητά του εἶναι καθολική καί ὄχι μονομερής, γιά κάποιους δηλαδή μονάχα ἐκλεκτούς. Ἄν ἑπομένως ὁ μοναχισμός ἀπαρνῆται τά «ἠδέα τοῦ κόσμου» καί ἀκολουθῆ τόν ἔμπονο καί ἔγκοπο βίο, δέν τό κάνει ἀπό ἰδιοτυπία καί παραξενιά ἤ ἄλλους τέτοιου εἴδους λόγους. Τό κάνει, γιατί θέλει νά ἀκολουθήση καί τούς λόγους καί τό παράδειγμα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἡ ὀρθόδοξη Πατερική καί Θεολογική ἀνθρωπολογία μέ τό στόμα τοῦ μεγάλου θεολόγου καί μοναχοῦ ὁσίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ τονίζει μέ ἔμφαση τό ζήτημά μας:

«Γένεσις ἀρετῆς ἐστιν ἀληθής ἡ πρός τήν σάρκα τῆς ψυχῆς ἑκούσιος ἀλλοτρίωσις. Εὐφραίνει δέ τήν ψυχήν πνευματικῶς ὁ τοῖς ἐκουσίοις τήν σάρκα πόνοις δαμάζων» (Μάξ. Ὁμολ., Ἐ’ θεολογ. ἑκατ., κέφ. 99, Φ, Β, 146). Ἀληθινή γενεσιουργός αἰτία ἀρετῆς ἀποτελεῖ ἡ ἑκούσια ἀποξένωση τῆς ψυχῆς ἀπό τήν σάρκα. Καί εὐφραίνει πνευματικά τήν ψυχή αὐτός πού δαμάζει τή σάρκα μέ θεληματικούς κόπους. Καί συνεχίζει:

«Τῆς ψυχῆς ὑπέρ ἀρετῆς πρός τήν αἴσθησιν ἀποδιάθεσιν κτησαμένης, ἐξ ἀνάγκης ἡ αἴσθησις ἐν πόνοις ἔσται. τήν τῶν ἡδονῶν νοητικήν συνημμένην αὐτή κατά γνωμικήν σχέσιν τῆς ψυχῆς οὐκ ἔχουσα δύναμιν. Τουναντίον δέ, τήν μέν τῶν αὐτῆς ἡδονῶν ἐπανάστασιν δί’ ἐγκρατείας ἀνδρικῶς ἀπορραπίζουσαν, πρός δέ τήν τῶν παρά φύσιν καί ἀκουσίων πόνων ἐπαγωγήν, διά τῆς ὑπομονῆς, ἀμείλικτον παντελῶς διαμένουσαν καί τῆς κατ’ ἀρετήν θεοπρεπούς ἀξίας τέ καί δόξης, διά τήν ἀνυπόστατον ἡδονήν οὐκ ἐξισταμένην, καί πρός τήν τῶν πόνων ἀντίληψιν φειδοί τῆς σαρκός διά τήν ὀδυνώσαν αἴσθησιν, τοῦ ὕψους τῶν ἀρετῶν οὐκ ἀποπίπτουσαν. Τῆς δέ κατ’ αἴσθησιν λύπης αἰτία καθέστηκεν ἡ πρός τά κατά φύσιν τῆς ψυχῆς παντελής ἀσχολία" τήν δέ κατ’ αἴσθησιν ἠδο-νήν ἡ παρά φύσιν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς προδήλως ὑφίστησιν, ἄλλην ἀρχήν ἔχειν οὐ δυναμένην συστάσεως ἤ τῆς ψυχῆς τῶν κατά φύσιν ἀπόθεσιν», (ὄπ. π., ρ’. σέλ. 146).

Ὅταν ἡ ψυχή ἀποκτήση ἀποστροφή χάριν τῆς ἀρετῆς πρός τίς αἰσθήσεις, ἀναγκαστικά αὐτές θά πονοῦν καί θά κουράζονται, ἐπειδή δέν θά ἔχουν συνδεδεμένη μαζί τους βουλητικά τή νοητική δύναμη τῆς ψυχῆς. Ἀντίθετα ἡ ψυχή μέ τήν ἐγκράτεια ἀπωθεῖ ἀνδρεία τίς ἐπαναστάσεις τῶν ἡδονῶν τῆς σαρκός. Ἐπί πλέον παραμένει ἡ ψυχή ἄτεγκτη καί ἀκλόνητη μέ ὑπομονή στίς ἐπανωτές παρά φύσιν καί ἀκούσιες θλίψεις. Δέν ἀπομακρύνεται ἡ ψυχή χάριν τῆς ἀνυπόστατης ἡδονῆς ἀπό τή θεοπρεπῆ ἀξία καί δόξα πού χαρίζει ἡ ἀρετή οὔτε ξεπέφτει ἀπό τό ὕψος τῶν ἀρετῶν. Καί αὐτό μέ τή βοήθεια τοῦ πόνου, δυσκολεύοντας τή σάρκα ἐξαιτίας τῶν αἰσθήσεων πού ὑποφέρουν. Αἰτία τῆς λύπης τῶν αἰσθήσεων εἶναι ἡ ὁλοκληρωτική ἀπασχόληση τῆς ψυχῆς μέ ὅ,τι κατά φύσιν. Καί εἶναι καταφάνερο πώς τήν αἰσθησιακή ἡδονή τήν προκαλεῖ ἡ παρά φύσιν ἐνέργεια τῆς ψυχῆς. Δέν ἔχει ἄλλη συστατική της ἀρχή ἡ ἡδονή παρά τήν ἀπόθεση τῶν κατά φύσιν ἐνεργειῶν τῆς ψυχῆς.
Ἄν αὐτή ἡ θεολογική ἀρχή κατανοηθῆ σωστά, τότε ὄχι μόνο θά πάψη κάθε παρεξηγημένη καί λανθασμένη ἀντίληψη γιά τόν μοναχισμό, ἀλλά καί θά κατανοηθῆ σωστά καί θά γίνη ἀποδεκτός ὁ ἀσκητικός του χαρακτήρας καί ἡ ἀγωνιστικότητά του στόν ὑπαρξιακό τομέα. Μέ τό πνεῦμα αὐτό πρέπει νά γίνουν ἀντιληπτές προτροπές ὅπως -γιά νά ἀναφέρουμε ἐλάχιστες μόνο ἐνδεικτικά- οἱ ἀκόλουθες:

«Τήν ἡδονήν τῆς παρούσης ζωῆς καί τήν ὀδύνην, ὄση δύναμις ἀρνησώμεθα καί πάσης παθῶν ἐπινοίας καί δαιμονιώδους κακουργίας ἁπαλλαγησόμεθα. Διά γάρ τήν ἡδονήν ἀγαπῶμεν τά πάθη καί διά τήν ὀδύνην φεύγομεν τήν ἀρετήν» (Μάξ. Ὁμολ., Γ’ Θεολ. ἑκατ., νβ’, Φ, Β, 99).
Ἄς ἀπαρνηθοῦμε, λέει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, τήν ἡδονή καί τήν ὀδύνη τῆς παρούσης ζωῆς μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις. Ἄν τό ἐπιδιώξουμε αὐτό, τότε θά ἀπαλλαγοῦμε ἐντελῶς ἀπό κάθε πάθος καί δαιμονική κακοπραξία. Γιατί ἐξαιτίας τῆς ἡδονῆς ἀγαποῦμε τά πάθη καί ἐξαιτίας τῆς ὀδύνης ἀποφεύγουμε τήν ἀρετή.

Καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος προτρέπει:
«Τοιγαροῦν εἰ θέλεις ἐπιτυχεῖν ὧν ἐφίεσαι καί ποθεῖς, τῶν ἀγαθῶν λέγω τοῦ Θεοῦ, καί ἐξ ἀνθρώπων γενέσθαι ἄγγελος ἐπίγειος, ἀγάπησον, ἀδελφέ, θλίψιν σώματος, ἄσπασαι κακοπάθειαν, τούς δέ πειρασμούς οὕτω φίλησον ὡς μέλλοντας σοί γενέσθαι προξένους παντός ἀγαθοῦ. Τί ὡραιότερον, εἰπέ μοί, θλιβομένης ψυχῆς μετά γνώσεως ὅτι ὑπομένουσα τήν πάντων μέλλει κληρονομῆσαι χαράν;» (Συμεών Ν. Θεολ. παρά Διονυσίου Τρίκκης, Ἀνατολικός Ὀρθόδοξος Μοναχισμός, Ἀθῆναι 1969, σέλ. 203).

Ἄν λοιπόν θέλης νά πετύχης ὅ,τι λαχταρᾶς καί ποθεῖς, ἐννοῶ τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ, καί νά γίνης ἀπό ἄνθρωπος, ἐπίγειος ἄγγελος, ἀγάπησε, ἀδελφέ, τή θλίψη τοῦ σώματος, παραδέξον τήν κακοπάθεια καί ταλαιπώρηση, ἀγάπησε τούς πειρασμούς καί τίς δυσκολίες ὅσο τούς ἀξίζει ὡς πρόξενους κάθε ἀγαθοῦ. Πές μου, τί εἶναι πιό ὄμορφο ἀπό θλιβόμενη ψυχή ποῦ ὅμως ἔχει συνείδηση ὅτι μέ τήν ὑπομονή της θά κληρονομήση τή χαρά τῶν πάντων;.

Καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος λέει ἐπιγραμματικά:
«Πόνον πόνει ἐμπόνως, ἴνα διαδράσης τῶν ματαίων πόνων τούς πόνους» (Ἀναφέρεται στό παραπάνω βιβλίο τοῦ Μητρ. Τρίκκης Διονυσίου, σέλ. 204). Ἀνάλαβε, λέει, μέ ἐπιμέλεια καί ἀκούραστα τόν κόπο καί τόν πόνο τῆς ἀσκήσεως, γιά νά ἀποφύγης τούς πόνους τῶν ματαίων κόπων καί θλίψεων.

* * *

Προσπαθήσαμε νά ρίξουμε ἕνα πρόχειρο καί πολύ βιαστικό βλέμμα στήν ὀρθόδοξη μοναχική πνευματικότητα μέ τή βοήθεια τῆς πατερικῆς θεολογικῆς ἀνθρωπολογίας γιά νά κατανοήσουμε κάπως τή στάση της καί τήν ἀσκητικότητά της ἔναντί της ζωῆς. Καί διαπιστώσαμε πώς κεφαλαιῶδες χαρακτηριστικό της γνώρισμα εἶναι ἡ ἄρνηση τῆς φίλαυτης ἡδονῆς καί ἡ ἀποδοχή ἀγαπητικά τοῦ ἀκούσιου πόνου καθώς καί ἡ ἀνάληψη τοῦ ἑκούσιου κόπου καί μόχθου ἀπό ἀγάπη καί μόνο πρός τό πρόσωπο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Ἀκολουθώντας μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τό δρόμο αὐτόν ὁ μοναχός, ἀλλά καί κάθε πιστός Χριστιανός, ἀφοῦ μία εἶναι καί γιά ὅλους ἰσχύει ἡ ὀρθόδοξη πνευματικότητα, μπαίνει πιά σέ ἕνα νέο κλίμα καί ἀποκτάει καινούργια προοπτική στή θεώρηση τῆς ὑπάρξεως. Φεύγει ἀπό τήν ἀπαισιόδοξη ἡδονιστική στάση ἔναντί της ὑπάρξεως, πού μοιραία ὁδηγεῖ στή φθορά καί στό θάνατο, καί μπαίνει σέ μία αἰσιόδοξη ἐν πίστει καί ἐλπίδι θεώρησή της πέρα ἀπό κάθε ἡδονή καί ὀδύνη τοῦ «παρόντος αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος». Ὕμνος εὐχαριστήριος καί δοξολογικός σ’ αὐτήν τήν πορεία ὅσων τήν ἐπιχειροῦν εἶναι τό ψαλμικό: «Διήλθομεν διά πυρός (ἡδονῆς καί πειρασμῶν) καί ὕδατος (δακρύων πόνου καί μόχθου) καί ἐξήγαγες ἠμᾶς (Κύριε) εἰς ἀναψυχήν» καί στό εὐλογημένο παρόν βιωνόμενη καί ἐν ἐλπίδι ἀναμενόμενη στήν μακάρια αἰωνιότητα! (Ψάλμ. 65, 12).


1. Ἡ λέξη μεταπτωτικός χρησιμοποιεῖται ἐδῶ ὄχι μέ τήν ἀρχική της ψυχολογική ἔννοια, πού δηλώνει αὐτόν πού ὑφίσταται μεταπτώσεις ψυχολογικές, ἀλλά μέ τή θεολογική ἔννοια πού ἀναφέρεται στίς μετά τήν πτώση τῶν πρωτοπλάστων καταστάσεις, ἐνέργειες κλπ. τοῦ ἀνθρώπου.
2. Ὅπου γίνεται στή συνέχεια παραπομπή, αὐτῆς τῆς μορφῆς σημαίνει. τό Φ τήν «Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν Πατέρων» τῆς γνωστῆς ἐκδόσεως τοῦ ἐκδοτ. οἴκου «Ἀστέρος» τῶν ἀδελφῶν Παπαδημητρίου καί τό Β τόν τόμο τῆς ἐκδόσεως αὐτῆς. Ὁ ἑπόμενος ἀλφαβητικός ἀριθμός, π.χ. κγ’, λά’, ὄβ’, κλπ. σημαίνει τό «κεφάλαιον» τῆς σχετικῆς πατερικῆς διατριβῆς καί ὁ ἑπόμενος ἀραβικός ἀριθμός σημαίνει τή σελίδα τοῦ τόμου. Ὁ μετά τό κόμμα ἀριθμός πού ἀναφέρεται μαζύ μέ τή σελίδα παραπέμπει στή σειρά (ἀράδα) τῆς σελίδας τοῦ κειμένου, π.χ. ὁ ἀριθμός 329, 26, ἀναφέρεται στή σελίδα 329, σειρά τῆς σελίδας 26.

ἱερομ. Εὐσέβιος, α.,

Ἱερόν Κελλίον Ὁσίων
Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου,
Ματρώνης τῆς ἐν Κῶν/λεί καί τῶν
Αὐταδέλφων Νεανιῶν τῶν διά της
εὐχῆς ἁγιασθέντων Δομετίου καί Μαξίμου
Κρυονέρι Φαιᾶς Πέτρας Σιδηροκάστρου Σιντικῆς

ΠΗΓΗ: “ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ
ΚΑΙ
ΟΙ ΥΠΑΡΞΙΑΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΥ”
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΕΥΣΕΒΙΟΥ

ΕΚΔΟΣΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»