background
 
 
Κύριε κλέφτη, σέ παρακαλῶ, πάρε ὁ, τί θέλεις, μήν μοῦ ἀναστατώνεις μόνο τά βιβλία
Ἀφιέρωμα στή μνήμη τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Εὐσεβίου Βίττη 4/11/2009


Πολλά θά γραφοῦν στό μέλλον γιά τό φωτισμένο καί ἁγιασμένο Γέροντα, τόν ἐρημίτη τοῦ δάσους τῆς Φαιᾶς Πέτρας, τόν ὁμόζηλο καί ἰσοστάσιο τῶν παλαιῶν ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου, πατέρα Εὐσέβιο Βίττη. Τότε πού θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά ἀναδειχθεῖ αὐτός ὡς μεγάλη προσωπικότης λόγω τοῦ ἱεραποστολικοῦ του ζήλου, τῆς προσευχητικῆς τοῦ καταστάσεως, τοῦ κηρυκτικοῦ τοῦ ἔργου, τοῦ ὕψους τῆς κενωτικῆς ἀγάπης καί φιλανθρωπίας του, τοῦ ἀπύθμενου βάθους τῆς θεολογικῆς του σκέψεως, τῶν μοναδικῶν συγγραμμάτων του. Γιά τά κηρύγματά του πού εἶχαν ἀμεσότητα στίς καρδιές τῶν πιστῶν ἐργαζόταν συστηματικά καί ταυτόχρονα προσευχόταν.

Ὅταν κάποτε τόν ρώτησαν γιατί προετοιμάζεται τόσο πολύ γιά τίς ὁμιλίες τοῦ εἶχε ἀπαντήσει μέ πλάγια ἐρώτηση: «Πόσα ξύλα πρέπει νά κάψουμε γιά μιά χούφτα στάχτη»; Μέ αὐτή τή φράση ἐννοοῦσε, ὅτι γιά νά πεῖ κάποιος λίγα ζουμερά λόγια χρειάζονται πολλές προετοιμασίες.

Ὁ πατήρ Εὐσέβιος ἦταν ἕνας διάττοντας ἀστέρας πού ἀνέτειλε στή Βλάστη τῆς Μακεδονίας μας φώτισε στό πέρασμά του τόσο τή Σουηδία ὅσο καί τά μέρη τοῦ Σιδηροκάστρου τῆς εὐλογημένης μᾶς Ἑλλάδος, καί ἔδυσε σέ αὐτό χωρίς νά παύσει νά φωτίζει μέ τή φωταύγεια τῶν συγγραμμάτων του, τῶν λόγων καί τῶν πράξεών του ὅλο τό χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς πατρίδος μας.

Ὁ πατήρ Εὐσέβιος ὑπῆρξε πνευματικός, θεολόγος, συγγραφέας, ἀκάματος ἐργάτης τοῦ Εὐαγγελίου, ἀληθινός μυσταγωγός, ἀλλά καί μορφή ἀσκητική ἀνυπέρβλητη, πού ζοῦσε τήν πτωχεία τοῦ Ἰησοῦ, μέ λόγο λιτό, σαφῆ, σεμνό, μόνιμα ἐκκλησιαστικό καί πάντα ψυχωφελῆ.

Στή Σουηδία ὁ Γέροντας ἐργάσθηκε σκληρά ἐνῶ ταυτόχρονα ἔκανε μελέτες σέ πανεπιστημιακά κέντρα. Πρόσφερε τή βοήθειά του στούς μετανάστες, ἐργαζόμενος ὡς κοινωνικός λειτουργός καί ὡς ἀποκλειστικός νοσοκόμος. Μετά τήν χειροτονία του ὡς Ἱερεύς ἀναλώθηκε στήν ἱεραποστολική διακονία τῶν Ὀρθοδόξων στήν εὐρύτερη περιοχή Σουηδίας, Δανίας καί Νορβηγίας.

Μέ τήν ἐπιστροφή του στήν Ἑλλάδα ὁ Γέροντας κάνοντας ὑπακοή στόν πνευματικό του ἐγκαταστάθηκε στό χωριό Φαιά Πέτρα Σιδηροκάστρου, μετά ἀπό πρόσκλησή του τότε ἐπιχωρίου Σεβασμιωτάτου Ἐπισκόπου, κυροῦ Ἰωάννου Παπάλη, τοῦ πραγματικοῦ Ἐπισκόπου εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ. Ἐκεῖ, συμμετέχοντας πάντοτε στίς χειρωνακτικές ἐργασίες, ἔκτισε μέ τή βοήθεια τῶν πιστῶν τό Ἱερό Ἡσυχαστήριο τῶν Ἁγίων, Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Πρωτομάρτυρος Στεφάνου καί Ἰσαποστόλου Ὄλγας.

Ἡ ἀναχωρητική του πατρός Εὐσεβίου διάθεση καί ὁ πόθος τοῦ μόνον «Χριστῷ συνεῖναι» τόν ὤθησαν νά ἀπομακρυνθεῖ ψηλότερα στό βουνό, στήν τοποθεσία Κρυονέρι, ὅπου ἔκτισε τό κελλάκι τῶν Ὁσίων, Σάββα τοῦ Ἠγιασμένου, Ματρώνης τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει καί τῶν δύο αὐταδέλφων, τῶν ἁγιασθέντων διά τῆς εὐχῆς, Μαξίμου καί Δομετίου. Σέ αὐτό παρέμεινε τριάντα χρόνια μέχρι τήν ὀσιακή τελευτή του. Τόν Ὅσιο Σάββα εὐλαβεῖτο ἰδιαιτέρως ὁ Γέροντας ὡς τῆς ἐρήμου οἰκιστή, τήν Ὁσία Ματρώνα, γιατί στή Σουηδία μία ἀφωσιωμένη διακόνισσά του λεγόταν Ματρώνα, καί τά δύο ἀδέλφια, Μάξιμο καί Δομέτιο, γιατί ἀξιώθηκαν νά ἁγιάσουν μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, αὐτή στήν ὁποία καί ὁ ἴδιος σχόλαζε νύκτα καί ἡμέρα.

Στό δάσος τοῦ Κρυονερίου ὁ Γέροντας Εὐσέβιος περιφερόταν προσευχόμενος καί σχεδόν ἄστεγος μιμούμενος τόν Ἅγιο πού εἶχε τό ὄνομά του, τόν Ὅσιο Εὐσέβιο τόν Αἴθριο, αὐτόν πού ὅλη του τή ζωή πέραση στήν ὕπαιθρο. Κύριο μέλημά του εἶχε τήν ἕνωσή του μέ τό ἐφετό τῆς καρδιᾶς του, τόν Κυριό μας Ἰησοῦ, μέσα ἀπό τήν προσευχή, τήν ἄσκηση, τή νηστεία καί τήν καταπόνηση τοῦ σαρκίου. Στό κελλάκι τοῦ ἀναπαυόταν μόνο στή συγγραφή θεολογικῶν μελετῶν καί προετοιμασία τῶν κηρυγμάτων του. Τήν ἱερή ἐξομολόγηση ἐξασκοῦσε μέ αὐταπάρνηση ὡς λειτούργημα καί προσφορά στίς πονεμένες καί πάσχουσες καρδιές.

Ἔξω ἀπό τό κελλάκι τοῦ ὁ Γέροντας εἶχε στήν πόρτα τῆς περιφράξεως πινακίδα πού ἔγραφε «ἄβατον», ἀφοῦ ἦταν στήν πραγματικότητα ἄβατο γιά τίς γυναῖκες καί δύσβατο γιά τούς ἄνδρες, καί δίπλα εἶχε τοποθετημένο ἕνα γυάλινο βάζο πού ἔγραφε: Ἀφῆστε τό σημείωμά σας. Χρήματα δέν γίνονται δεκτά». Οἱ ἐλεημοσύνες τοῦ ἀφιλοχρήματου Γέροντος Εὐσεβίου γίνονταν μέ πολύ διακριτικό τρόπο. Ἔπαιρνε πληροφορίες γιά αὐτούς πού εἶχαν ἀνάγκες καί προσπαθοῦσε τίς ἀνάγκες αὐτές νά τίς θεραπεύσει μέ τήν καλύτερη καί πιό ἀθόρυβη μέθοδο. Ἀκόμη καί σέ βενζινάδικα ἔπαιρνε τηλέφωνο καί ἔδινε ἐντολή νά πᾶνε πετρέλαιο θερμάνσεως σέ σπίτια πού δέν εἶχαν τήν παραμικρή θέρμανση, χωρίς νά φαίνεται ὁ δωρητής.

Γιά τίς μετακινήσεις τοῦ ὁ Γέροντας χρησιμοποιοῦσε τά ἀγροτικά αὐτοκίνητα πιστῶν κατάλληλα γιά δύσβατους δρόμους, τά ὁποία καί μετέφεραν στό κελλάκι τοῦ πόσιμο νερό καθώς καί τά ἐλάχιστα ἀναγκαία τρόφιμα. Πλῆθος κόσμου, ἀπό ὅλη τήν Ἑλλάδα καί ἀπό τήν Κύπρο, τόν ἐπισκεπτόταν γιά νά τόν ἀκούσει καί νά πάρει τήν εὐλογία του.

Ἐνῶ στά φτωχά καί στά ταπεινά κλέφτες δέ πᾶνε, τό κελλάκι τοῦ Γέροντος Εὐσεβίου, τό ταπεινό καί ἀπέριττο κάποτε τό ἐπισκέφθηκαν. Δέν βρῆκαν, φυσικά, κάτι ἀξιόλογο νά πάρουν, ἀλλά τά ἔκαναν ὅλα ἄνω κάτω. Αὐτά τά «ὅλα» ἦταν τά βιβλία τοῦ Γέροντος, ἡ μοναδική του περιουσία. Ὅταν ὁ Γέροντας γύρισε ἀπό τό βουνό, ὅπου ἔμενε περιπλανώμενος καί προσευχόμενος, εἶδε ἀναστατωμένο καί κελλί καί λυπήθηκε. Λυπήθηκε ὄχι τόσο γιά τήν ἀναστάτωση πού τοῦ προκάλεσαν, ὅσο γιά τόν ἴδιο τόν κλέφτη πού ἔκανε τόσο ταξίδι γιά νά ἔλθει σέ αὐτό τό ἀπόμακρο κελλί καί νά μήν ἀποκομίσει λεία, ἀφοῦ τίποτα πολύτιμο δέν ὑπῆρχε σέ αὐτό. Ὅταν τακτοποίησε τό χῶρο καί ἔφυγε πάλι γιά τήν περιπλάνησή του στό βουνό ἄφησε πίσω του ἕνα γραπτό σημείωμα πρός ὁποιονδήποτε μελλοντικό ἐπίδοξο κλέφτη:

«Κύριε κλέφτη, σέ παρακαλῶ, πάρε ὁ, τί θέλεις, μήν μοῦ ἀναστατώνεις μόνο τά βιβλία».

Γι’ αὐτά, μόνον ἐνδιαφερόταν ὁ Γέροντας. Περιουσία εἶχε τήν ἀγάπη στό Θεό καί στούς ἀνθρώπους, περιουσία πού οἱ κλέφτες δέν μποροῦν νά τήν ἁρπάξουν. Αὐτήν τήν εἶχε ἀποκτήσει μέ πολύ προσευχή καί πολλά δάκρυα.