background
 
H σχέση τῆς ὑπακοῆς μέ τήν ἀγάπη
π. Εὐσέβιος Βίττης


Ὅ,τι ἀποδεικνύει τήν ὑπακοή «καθ’ ὑπερβολήν ὁδόν» πρός τήν τελειότητα καί τήν ἐλευθερία εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη εἶναι καί κόρη καί μητέρα τῆς πνευματικῆς ἐλευθερίας καί μόνο μέσα στό χῶρο τῆς ἀναπτύσσεται. Καί ἄν κάπου πρέπει νά ὑπάρχει ἡ ἀγάπη ὡς ζωοποιό στοιχεῖο, αὐτό εἶναι ἡ ὑπακοή. Ἡ ὑπακοή δέν εἶναι, δέν πρέπει νά εἶναι, καρπός καταναγκασμοῦ, ἀλλά ἀμοιβαιότητας καί βαθειᾶς ἐν Χριστῷ ἀγάπης. Πῶς θά δείξει κανένας ἀγάπη στόν Θεό, πού δέν τόν βλέπει, ἄν δέν δείξει διά τῆς ὑπακοῆς ἀγάπη στόν πρεσβύτερο ἀδελφό καί πνευματικό του πατέρα, πού τόν βλέπει καί εἶναι μπροστά του, ἕτοιμος νά τόν βοηθήσει;

Ἡ ὑπακοή δέν εἶναι παθητική ἀρετή, ἀλλά θετική ἐνέργεια καί πράξη. Καί πρέπει ὁ κάθε ὑπακούων νά προπορεύεται τῆς ὑπακοῆς. Αὐτό σημαίνει πώς πρέπει νά τή σκέπτεται, νά τή θέλει ὅσο γίνεται περισσότερο, νά ὑποτάσσει εὐχαρίστως τίς δραστηριότητές του σ’ αὐτήν, νά ζητάει τήν εὐλογία τοῦ Κυρίου, πού ἀποτελεῖ τήν ἀπόλυτη προσωποποίηση τῆς ὑπακοῆς. Καί προπάντων νά ἀγαπάει. Χρειάζεται ἀκόμη νά εἶναι ἐγρήγορος, πράγμα πολύ δύσκολο γιά κάποιες φύσεις καί ἰδιοσυγκρασίες πού τίς συνέχει ὁ ἀτομισμός, ἡ βραδύνοια, ἡ νωθρότητα καί ἄλλες ἀντίστοιχες ὄχι θετικές ἰδιότητες.

Ἀπευθυνόμενος κανένας στόν πνευματικό του καθοδηγό, δέν πρέπει νά τό κάνει μόνο γιατί ἐμπιστεύεται στήν κρίση του καί θά τοῦ δώσει καλές συμβουλές ἤ θά τοῦ λύσει ἐνδεχομένως κάποια σοβαρά προβλήματα, ἀλλά γιατί θέλει νά δοκιμάσει τήν ἀγάπη του στόν Χριστό, πέρα ἀπό συναισθηματισμούς, ὑποτάσσοντας ἐνεργά καί θεληματικά τόν ἑαυτό του σέ αὐτόν. Διά μέσου της ἐπιδοκιμασίας τοῦ πνευματικοῦ καθοδηγοῦ δέχεται ὁ ὑπακούων τήν εὐλογία τοῦ Κυρίου γιά ὅ,τι κάνει.

Μπορεῖ νά παρουσιασθεῖ κάποιος σοβαρός πειρασμός στήν ὑπακοή. Ποιός; Ἄν μᾶς ζητηθῆ κάτι πού θά μᾶς φανεῖ ὑπερβολικό ἤ ἀντίθετο ἀπό τήν ἀλήθεια ἤ ἀπό τό κατά τήν κρίση μᾶς σωστό. Ἄν, ἀφοῦ συζητηθῆ κάποιο ἀμφισβητήσιμο θέμα, ἡ ἐντολή παραμένει, ὁ ὑποτασσόμενος πρέπει νά προχωρήσει παρά τίς τυχόν θεωρητικές ἤ ἄλλες δυσχέρειες, πού ὁ ἴδιος νομίζει πώς ὑπάρχουν. Πρέπει νά προχωρήσει μέ τή βεβαιότητα τῆς εὐλογίας τοῦ Κυρίου, στό ὄνομα τοῦ ὁποίου ἀσκεῖται ἡ ὑπακοή. Ἐπειδή δέ μέ τήν ὑπακοή δέν κινούμαστε σέ καθαρά ἀνθρώπινο χῶρο, ἀλλά μέ τήν πεποίθηση καί τή διάθεση νά γίνεται σέ ὅλα καί δί’ ὅλων τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἀκόμη καί ἄν ὑπάρξουν σοβαρές ἀμφισβητήσεις γιά κάποια πράγματα, ἄς μήν ἀμφιβάλλουμε πώς, ὅταν ἐνεργοῦμε μέ γνήσιο πνεῦμα ὑπακοῆς, ὁ Κύριος, στό ὄνομα τοῦ ὁποίου ἀσκεῖται ἡ ὑπακοή, θά μᾶς φανερώσει ἐσωτερικά ἤ μέ ἄλλον τρόπο τήν ἀλήθεια καί ὀρθότητα αὐτῶν πού μᾶς ὑποδεικνύονται, μέ ἀποτέλεσμα τήν περισσότερη εἰρήνη καί τή βαθύτερη ἀγάπη καί ἀμοιβαιότητα, πού ἡ συνεχής ἄσκηση ὑπακοῆς χαρίζει στήν ψυχή.

Ὑπάρχουν πολλές ὑπακοές; Ὄχι, ἀλλά μία καί μόνη, ἡ ὑπακοή στόν Θεό διά μέσου του πνευματικοῦ μας χειραγωγοῦ, στόν ὁποῖο διά τῆς Ἐκκλησίας μᾶς δόθηκε ἐντολή νά ὑπακούουμε. Ἡ ὑπακοή στίς λεπτομέρειες τῆς ζωῆς μᾶς ὁδηγεῖ στήν ὑπακοή καί στά μεγάλα καί σοβαρά ζητήματα, πού ἔτσι ἤ ἀλλιῶς θά προβάλλουν στήν πορεία μας.

«Ὁ πιστός ἐν ἐλαχίστω καί ἐν πολλῶ πιστός ἐστι», λέει ὁ Κύριος (Λούκ. 6:10). Ἄς μή φοβόμαστε τή λέξη ὑπακοή καί πιό πολύ τήν πράξη ὑπακοή. Ὑπάρχουν τέκνα τῆς Ἐκκλησίας πού δέν τολμοῦν νά τήν προφέρουν καί ἄλλοι πού ντρέπονται γι’ αὐτήν τήν ἀπαίτηση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός ὅμως ὑπῆρξε ὑπάκουος σέ ὅλη Του τή ζωή «αἰσχύνης καταφρονήσας» (Ἑβρ. 12:2). Πρῶτος αὐτός. Ἄς χαιρόμαστε, ἀντίθετα, γιατί ὑπακούουμε στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία του καί ἄς σεβόμαστε αὐτούς, πού τούς δόθηκε ἡ ἐξουσία νά ἀπαιτοῦν ὑπακοή.

Ἡ ὑπακοή στήν Ἐκκλησία εἶναι ἡ πιό μεγάλη δύναμη ἑνότητος καί ἀγάπης μέσα στήν Ἐκκλησία καί τό μεγαλύτερο καί δυνατότερο κήρυγμα πού μπορεῖ νά γίνεται σ’ ἕναν κόσμο διχασμένο καί διαιρεμένο καί περικλειόμενο ὅλο καί περισσότερο σέ ἕνα τερατώδη ἀτομιστικό ἀπομονωτισμό. Ἡ ὑπακοή βρίσκεται μέσα στή λογική της ἀγάπης καί ὁπωσδήποτε τῆς ἐλευθερίας, ὅπως ἤδη τονίστηκε. Χωρίς τήν ὑπακοή οὔτε ἀγάπη εἰλικρινής ὑπάρχει οὔτε ἀδελφική καί πνευματική ἑνότητα. Ἀγάπη χωρίς ὑπακοή εἶναι ἀνίκανη νά οἰκοδομήσει μία ἱεραρχημένη κοινωνία πιστῶν. Καί δέν μπορεῖ νά σταθεῖ κατά τό ἀνθρώπινο ἡ Ἐκκλησία ὡς κοινωνία ἀγάπης χωρίς τήν ὑπακοή στόν πρῶτο ὑπακούσαντα Χριστό, τόν καί ἀρχηγό της. Ἐμεῖς ἐδῶ τί θά εἴχαμε νά ποῦμε σέ ὅλα αὐτά; Τήν ἀπάντηση ὀφείλει νά τή δώσει ὁ καθένας μας στή συνείδησή του καί στόν Κύριο.

Ἀπό τό περιοδικό «Ὅσιος Φιλόθεός της Πάρου» τ. 9, ἔκδ. Ὄρθ. Κυψέλης, Θεσσαλονίκη 2003, σέλ. 25 (ἀποσπάσματα)