Ἡ Φαντασία Π. Εὐσέβιος Βίττης
Στή διαδικασία ἡδονῆς-ὀδύνης σπουδαῖο
ρόλο παίζει καί ἡ φαντασία, γιά τήν ὁποία μιλοῦν
ἰδιαίτερα οἱ Πατέρες. Ἐπιβάλλεται νά ἐξετασθεῖ
καί αὐτή μέσα στά πλαίσια αὐτῆς ἐδῶ της
ἐργασίας.
I. Τί εἶναι ἡ φαντασία;
Κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμά ἡ φαντασία
εἶναι “νοῦ καί αἰσθήσεως μεθόριον”. Ἡ φαντασία
εἶναι ψυχική λειτουργία πού βρίσκεται ἀνάμεσα
στό νοῦ καί στήν αἴσθηση. Οἱ αἰσθήσεις
δημιουργοῦν στόν ἄνθρωπο “μορφώσεις”,
ἐντυπώσεις, μέσα του. Οἱ ἐντυπώσεις αὐτές
ὀφείλονται μέν σέ ὑλικά πράγματα καί σώματα, μέ
τά ὁποῖα ἔρχονται σέ ἐπαφή οἱ αἰσθήσεις, ἀλλά
δέν εἶναι σώματα οἱ ἴδιες (οἱ ἐντυπώσεις), ἄν
καί εἶναι σωματικές. Οἱ ἐντυπώσεις
προέρχονται οὐσιαστικά ὄχι ἀπό τά σώματα ἁπλῶς,
ἀλλά ἀπό τή μορφή (τό “εἴδος” ) πού ἔχουν τά
σώματα. Οἱ ἐντυπώσεις ὅμως αὐτές τῶν αἰσθήσεων
στήν ψυχή δέν εἶναι οἱ μορφές τῶν σωμάτων καθ’
ἐαυτές, ἀλλά “ἐκτυπώματα αὐτών” καί “ἐκμαγεία”.
Εἶναι, ἄν μποροῦμε νά ἐκφραστοῦμε ἔτσι, μορφές
μορφῶν ἤ εἰκόνες μορφῶν, “οἰόν τινές εἰκόνες
ἀχωρίστως χωριζόμεναι τῶν κατά τά σώματα εἰδών”.
Οἱ εἰκόνες τῆς μορφῆς τῶν σωμάτων ὑπάρχουν μέν
καθ’ ἐαυτές μέσα στόν ἄνθρωπο, ἀλλά ταυτόχρονα
εἶναι ἀδιάσπαστα καί ἀχώριστα ἑνωμένες μέ τίς
μορφές πού ἐξεικονίζουν γιατί ἀναφέρονται πάντα
σ’ αὐτές.Γιά τήν κατανόηση αὐτοῦ του φαινομένου
μᾶς βοηθάει τό πῶς βλέπουμε καί μάλιστα οἱ
εἰκόνες πού βλέπουμε στόν καθρέφτη. Ἐκεῖ ἔχουμε
μία κατ’ ἀντιστοιχία αἰσθητοποίηση αὐτῶν πού
συμβαίνουν στή διαδικασία πού μᾶς ἀπασχολεῖ ἐδῶ,
γιατί ἔχουμε τό ἴδιο περίπου φαινόμενο.
Οἱ εἰκόνες πού προσφέρονται στήν ψυχή μέσω τῶν
αἰσθήσεων εἶναι ἀνεξάρτητες πιά ἀπό τά σώματα
πού ἐξεικονίζουν καί καθ’ ἐαυτές ἀσώματες, παρά
τήν ἐσωτερική σχέση μέ τά εἰκονιζόμενα, ὅπως
ἀναφέρθηκε πιό πάνω. Ὁ νοῦς τώρα μέ τή φαντασία
ἐπεξεργάζεται τίς εἰκόνες αὐτές μέ πολλούς καί
διαφόρους τρόπους. Ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς
ἐπεξεργασίας εἶναι οἱ λογισμοί, οἱ διαλογισμοί
(=ἐπεξεργασία τῶν λογισμῶν) καί οἱ συλλογισμοί
(=συστηματοποίηση τῶν λογισμῶν-διαλογισμῶν),
ἀνεξάρτητα βέβαια ἀπό τήν ὁποιαδήποτε ἀξιολόγηση
τοῦ περιεχομένου τους, γιατί αὐτό εἶναι ἄλλο
θέμα. Αὐτό πού γίνεται εἶναι διαδικασία
ἐπεξεργασίας τοῦ ὑλικοῦ πού παραλαμβάνεται.
Ἡ ποιότητά του εἶναι κάτι πού θά ἀξιολογηθεῖ
ἀργότερα. Ὁ καρπός, τῆς διεργασίας αὐτῆς μπορεῖ
νά εἶναι ἀρετές, κακίες, σωστές ἤ μή σωστές
ἀπόψεις. Γιά ὅλα αὐτά ὑπάρχει ἀξιολογικά μία
ἐπιφύλαξη, δέν ἀποτελεῖ ὅμως ὁ πλοῦτος τῶν
ἐντυπώσεων τῶν αἰσθήσεων τή μόνη πηγή ἀπό τήν
ὁποία ἀντλεῖ ὁ νοῦς τό ὑλικό πού θά
ἐπεξεργασθεῖ. Ὑπάρχουν πράγματα πού δέν εἶναι
δυνατόν νά ὑποπέσουν στήν ἀντιληπτική διαδικασία
τῶν αἰσθήσεων γιατί τίς ξεπερνοῦν. Ἑπομένως δέν
μποροῦμε νά ἀναφέρουμε στή φαντασία μας τήν ἀρχή
κάθε ἀλήθειας ἤ πλάνης, κάθε ἀρετῆς ἤ κακίας.
Ἐκεῖνο πού εἶναι ἄξιο θαυμασμοῦ καί
δημιουργεῖ κατάπληξη στόν παρατηρητή εἶναι
ἐτοῦτο• πῶς ἀπό τά αἰσθητά καί παροδικά, δηλαδή
ἀπό τά συνεχῶς ἀλλοιούμενα καί μεταμορφωνόμενα
πράγματα δημιουργεῖται στήν ψυχή πλῆθος μόνιμων
στοιχείων, ὅπως εἶναι τό κάλλος, τό αἶσχος, ὁ
πλοῦτος, ἡ πτωχεία, ἡ δόξα, ἡ ἀδοξία καί γενικά
τό “νοητόν φως”, πρόξενο ζωῆς αἰωνίου ἤ τό νοητό
σκοτάδι, πρόξενο κολασμῶν.
Ἡ φαντασία
ἀποτελεῖ, πάντα κατά τόν ἱερό Πατέρα, ὄχημα τοῦ
νοῦ πρός τίς αἰσθήσεις καί ἡ ἐπαφή τοῦ νοῦ μέ
τίς αἰσθήσεις γεννάει τήν “σύμμεικτον γνώσιν”.
Γιά νά γίνει αὐτό ἀντιληπτό, μᾶς βοηθάει ἡ
παρακολούθηση ἑνός φυσικοῦ φαινομένου, ἡ δύση
τοῦ ἡλίου καί ἡ ταυτόχρονη παρουσία τῆς σελήνης.
Κάθε μέρα πού περνάει, ἡ σελήνη παρουσιάζεται
περισσότερο φωτεινή, ἕως ὅτου φτάση ἀκριβῶς
ἀντίθετα ἀπ’ τόν ἥλιο, ὅποτε φωτίζεται ὁλόκληρη.
Ὅσο ὅμως ἀρχίζει νά κάνη τήν ἀντίθετη κίνηση,
ἀπομακρυνόμενη ἀπό τό σημεῖο αὐτό, τόσο
μειώνεται ὁ φωτισμός της. Οἱ εἰκόνες ἐντούτοις
τῶν προηγούμενων ἡμερῶν ὑπάρχουν ἐναποτεθειμένες
στό νοῦ. Ἔχοντας ὁ νοῦς κάθε φορᾶ ζωντανή τήν
ἄμεση ἐντύπωση ἀπό τήν παρατήρηση πού ἔκανε σέ
δεδομένη στιγμή, κατανοεῖ καί τίς προηγούμενες
ἐντυπώσεις πού εἶναι ἤδη κατατεθειμένες μέσα
του. Ἡ γνώση αὐτή, ὅπως καί ὅποια ἄλλη
ἀντίστοιχή τους, εἶναι προϊόν ἐπί μέρους
ἐντυπώσεων καί κατανοήσεων πού ἔχουν
συγκεντρωθεῖ ἀπό συνεργασία
αἰσθήσεων-φαντασίας-νοῦ.
II.
Φαντασία καί νόηση – μέρη τῆς φαντασίας
Οἱ ὅσιοι Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ
Ξανθόπουλοι ὑπογραμμίζουν τή διαφορά φαντασίας
καί νοήσεως. Ὁ χαρακτήρας τούς διαφέρει
θεμελιωδῶς. Ἡ νόηση εἶναι ἐνέργεια θετική καί
δημιουργική (“ποίησις” ). Ἡ φαντασία ἀντίθετα
εἶναι παθητική λειτουργία καί “τύπωοις
ἀναγγελτική αἰσθητοῦ τινός ἤ ὡς αἰσθητοῦ τινος”.
Ἡ φαντασία ἐντούτοις ὑπάγεται στό ἀντιληπτικό
της ψυχῆς. Στή φαντασία μποροῦμε νά διακρίνουμε
τά ἐξηής μέρη (“μοίρας”).
α) “Τήν τῶν
ἀντιλήψεων εἰκονιστικήν (μοίραν) πρός τά
ποιοῦντα αἰσθητήν τήν ἀντιληψιν”. Τό τμῆμα αὐτό
τῆς φαντασίας μετατρέπει σέ εἰκόνες ὅ,τι
ὁδηγεῖται σ’ αὐτό διά μέσου τῶν αἰσθήσεων.
β) “Τήν ἐκ τῶν μενόντων ἐγκαταλειμμάτων ἀπό
τούτων ἀποτνπωτικήν (μοίραν) τήν μή ἔχουσαν
ἐπηρεισμένας ἐπί τί τάς εἰκόνας, ἤν καί ἰδίως
φανταστικήν καλούσι”. Τό τμῆμα αὐτό τῆς
φαντασίας ἔχει ὡς ἔργο τήν ἀναπαράσταση
(“ἀνατύπωσιν”) καί παρουσίαση τῶν εἰκόνων μέ
βάση τό ἤδη κατατεθειμένο στή φαντασία ὑλικό καί
δέν στηρίζεται πιά σέ νέες ἐντυπώσεις. Τό μέρος
αὐτό τῆς φαντασίας εἶναι ἱκανό νά δημιουργεῖ
καινούργιες εἰκόνες ἀπό ἤδη προϋπάρχουσες.
γ) Τό τρίτο μέρος τῆς φαντασίας εἶναι
ἐκεῖνο, στό ὁποῖο κάθε ἡδονή καί εἰκόνα ἡδονῆς
(λογισμός = φαντασία ἐν τῷ νῶ αἰσθητοῦ τινός
πράγματος) ἑδράζεται γιά ὅ,τι θεωρεῖται
εὐχάριστο καί καλό, καί λύπης γιά ὅ,τι θεωρεῖται
δυσάρεστο καί κακό. Κατά τούς ἁγίους αὐτούς
Πατέρες ἡ ἡδονή καί ἡ λύπη ἔχουν ἰδιαίτερη
περιοχή στή φαντασία, ὅπου παίζουν τόν
πρωτεύοντα ρόλο τους, γιατί εἶναι γεγονός πώς
τόσο ἡ ἡδονή ὅσο καί ἡ ὀδύνη ἐπηρεάζονται
ἀμεσώτατα ἀπό τή φαντασία, ἀλλά καί ἐπηρεάζουν
τό ἴδιο ἄμεσα τή φαντασία.
III. Φαντασία καί αἰσθήσεις
Γιά
τή σχέση αἰσθήσεων καί φαντασίας καθώς καί τά
ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά τους σέ ἀντιπαράθεση
μεταξύ τους μᾶς μιλάει κατά τήν πατερική
ἀντίληψη ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό
“Συμβουλευτικόν ἐγχειρίδιόν” του. Περίληψη αὐτῆς
τῆς περιγραφῆς παραθέτουμε ἀμέσως στή συνέχεια.
α) Οἱ αἰσθήσεις ἐνεργοῦν μόνο ὅταν εἶναι
παρόντα τά αἰσθητά πράγματα. Ἡ φαντασία
λειτουργεῖ καί χωρίς τήν παρουσία αἰσθητῶν
πραγμάτων καί ὅταν παύει κάθε αἰσθητηριακή
ἀντίληψη.
β) Ἡ φαντασία μπορεῖ νά
ἐρεθίσει καί νά ὠθήσει τίς αἰσθήσεις γιά νά
πραγματοποιήσουν μία ἐνέργεια π.χ. ποῦ θά
προκαλέσει ἡδονή, ὥστε νά τήν ἀπολαύσει καί
πρακτικά.
γ) Ἡ φαντασία κινεῖται πολύ πιό
γρήγορα ἀπό τίς αἰσθήσεις καί μπορεῖ νά
κινητοποιήσει τήν καρδιά, ὥστε νά
πραγματοποιήσει συνδυασμούς πού αὐτή (ἡ
φαντασία) κάνει.
δ) Ἡ φαντασία κατά
κάποιο τρόπο “ὑποστατικοποιεί” καί προβαίνει σέ
“ἐξεικονισμόν” τῶν διαφόρων αἰσθημάτων, δηλαδή
τῶν ἐντυπώσεων πού δέχεται διά μέσου τῶν
αἰσθήσεων. Γι’ αὐτό καί ἡ ἐνέργεια τῆς φαντασίας
ἀποτελεῖ δυνατή ὤθηση γιά τήν πραγμάτωση αὐτοῦ
πού μέσα τῆς ἐξεικονίζει. Καί ὅσο πιό πολύ
ἐπιθυμεῖ κανένας κάτι, τόσο καί πιό πολύ ἐναργής
καί ζωηρή γίνεται ἡ εἰκόνα τοῦ μέσα στή φαντασία
καί ἀντίστροφα.
ε) Οἱ αἰσθήσεις
διαβιβάζουν ἁπλῶς ὅ,τι δέχονται γιά διαβίβαση. Ἡ
φαντασία ἐπεξεργάζεται τό ὑλικό πού τῆς
ἀποστέλλεται διά μέσου τῶν αἰσθήσεων.
στ)
Ἡ φαντασία δύσκολα ἐξαλείφει εἰκόνες πού
ἀποτυπώνονται σ’ αὐτήν διά μέσου τῶν αἰσθήσεων.
ζ) Ἡ φαντασία, τέλος, δημιουργεῖ μέσα τῆς
εἰκόνες ἐκ τοῦ μή ὄντος, ἀπό τό τίποτε, μέ
ἐπεξεργασία αἰσθημάτων καί ἐντυπώσεων πού τῆς
ἔστειλαν οἱ αἰσθήσεις, εἴτε μέ προσθῆκες εἴτε μέ
ἀφαιρέσεις, εἴτε μέ συνδυασμούς τῶν στοιχείων
πού διαθέτει καί ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ
ἐγρήγορση καί ὅταν κοιμᾶται καί ὀνειρεύεται.
Κατά τή διάρκεια τοῦ ὕπνου ἡ φαντασία συνεχίζει
τή δραστηριότητά της καί δημιουργεῖ τά γνωστά
μας ὄνειρα, πού δέν εἶναι παρά εἰκόνες συνήθως
μεταπλασμένες καί μεταμορφωμένες, ἀνάξιες
προσοχῆς.
IV. Φαντασία καί
ἡδονή
Ὁ ρόλος τῆς φαντασίας στό
ζήτημα πού μᾶς ἀπασχολεῖ ἐδῶ εἶναι κεντρικός. Ἡ
φαντασία εἶναι ἐκείνη, πού, ὅπως ἀναφέρθηκε,
ὠθεῖ στήν ἀπόλαυση τῆς ἡδονῆς καί διά μέσου της
στήν ἁμαρτία. Γι’ αὐτό καί τονίζεται μέ
ἰδιαίτερη ἔμφαση ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες ἡ
σημασία της ὡς πρός τό θέμα μας.
Οἱ ὅσιοι
Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι
χαρακτηρίζουν τή φαντασία ὡς “ποικιλόμορφον” σάν
τό μυθικό Δαίδαλο καί “πολυκέφαλον” σάν τή
μυθική Ὕδρα καί “οἰόν τί γέφυραν τῶν δαιμόνων”,
γιατί διά μέσου της ἔρχονται σέ ἐπαφή μέ τήν
ψυχή καί τήν καθιστοῦν, ἄν τούς ἀποδεχθεῖ,
“σίμβλον κηφήνων” (κυψέλη κηφήνων) καί “ἐννοιῶν
ἀκάρπων καί ἐμπαθῶν οἰκητήριον”.
Μέ τή
φαντασία εἶναι πολύ εὔκολη ἡ πτώση στήν ἁμαρτία
πρῶτα ὡς συγκατάθεση καί ἔπειτα ὡς πράξη. Γι’
αὐτό παρατηρεῖ σχετικά ὁ ἅγιος Μάξιμος:
“Όπως τό σῶμα ἔχει γιά κόσμο τοῦ τά πράγματα,
ἔτσι καί ὁ νοῦς ἔχει γιά κόσμο τοῦ τά νοήματα,
δηλαδή τίς εἰκόνες πού σχηματίζει μέσα του. Καί
ὅπως τό σῶμα πραγματοποιεῖ τήν πορνεία μέ τό
σῶμα τῆς γυναίκας, ἔτσι καί ὁ νοῦς πραγματοποιεῖ
τήν πορνεία μέ τήν ἔννοια τῆς γυναίκας, δηλαδή
μέ εἰκονική της παράσταση μέσα του. Βλέπει
δηλαδή τήν εἰκόνα τοῦ δικοῦ του σώματος νά
προβαίνει σέ μείξη μέ τήν εἰκόνα τοῦ γυναικείου
σώματος κατά διάνοιαν. Μέ τόν ἴδιο τρόπο
ἀποκρούει μέ τήν εἰκόνα τοῦ σώματός του κατά
διάνοιαν τή μορφή ἐκείνου πού τόν λύπησε. Τό
ἴδιο συμβαίνει καί μέ τά ἀλλά ἁμαρτήματα. Αὐτά
δηλαδή πού διαπράττει ἐνεργῶς τό σῶμα στόν κόσμο
τῶν πραγμάτων, αὐτό κάνει καί ὁ νοῦς στόν κόσμο
τῶν νοημάτων, δηλαδή μέ τή φαντασία τού”.
Καί ἀλλοῦ ὑπογραμμίζει ὁ ἴδιος• “ὁ νοῦς διά
τῶν ἐμπαθῶν νοημάτων ἁμαρτάνει” καί ἐννοεῖ τίς
εἰκόνες πού σχηματίζονται στή φαντασία.
Θεωρεῖται τόσο σημαντική ἡ κυριαρχία τοῦ νοῦ
πάνω στή φαντασία καί ἡ τέλεια χειραγώγησή της
ἀπό τήν πατερική διδαχή, ὥστε μᾶς λέει ὅτι δέν
εἶναι δυνατή οὔτε ἡ καθαρά προσευχή οὔτε ἡ
ἀπάθεια χωρίς αὐτήν τήν κυριαρχία. Μέ τήν
ἀπάθεια ἐννοεῖται, ὅπως καί ὁ ὅρος δηλώνει
πρωταρχικά, ἡ ἐλευθερία τοῦ νοῦ ἀπό κάθε πάθος.
Πραγματική προσευχή εἶναι ἡ προσευχή ἐκείνη πού
γίνεται “ἀφαντάστως, ἀσχηματίστως, ἀδιατυπώτως,
ὅλως ὄλω νοΐ καθαρῶ καί ψυχή καθαρά”. Καί τέλεια
ἀπάθεια εἶναι ἐκείνη, κατά τήν ὁποία
πετυχαίνεται “καί αὐτῆς τῆς ψιλής φαντασίας
παντελής κάθαρσις”. Ἀμόλυντος νοῦς εἶναι αὐτός
πού εἶναι ἐντελῶς ἀπαλλαγμένος καί ἀπό αὐτή τήν
ἁπλή εἰκόνα μέσα στή φαντασία κάποιου πάθους ἤ
κάποιας ἁμαρτίας. Τότε ἰσχύει “ἡ κατά διάνοιαν
πάντων τῶν παθῶν τελεία ἀποθεσις” “οὐκ ἔχουσα
τάς φαντασίας τῶν αἰσθητῶν εἰδοποιοῦσας αὐτή τῶν
παθῶν τάς εἰκόνας” (ἡ τέλεια ἀπομάκρυνση ἀπό τή
διάνοια ὅλων τῶν ἐντυπώσεων τῶν αἰσθητῶν
πραγμάτων πού δίνουν μορφή στά πάθη καί τά
αἰσθητοποιοῦν, αὐτό σημαίνει τέλεια ἀπαλλαγή ἀπό
τήν κατάσταση κυριαρχίας παθῶν μέσα στήν ψυχή).
Μέ τόν τρόπο αὐτό δέν ἔχει πιά θέση ἡ ἡδονή στή
διάνοια καί εἰδικώτερα στή φαντασία καί ἑπομένως
καμιά δύναμη γιά νά σπρώξει τόν ἄνθρωπο στήν
ἁμαρτία μέσω τῆς φαντασίας.
π. Εὐσεβίου Βίττη, Ἡδονή Ὀδύνη |
|
|
|
|