Ἡ Ἐκκλησία Σῶμα
Χριστοῦ Ἱερομονάχου
Εὐσέβιου Βίττη
Τί λέει γιά
τήν Ἐκκλησία ὁ Ἀπόστολος Παῦλος; Τή χαρακτηρίζει
μέ μία συμβολική ἔκφραση πολύ περιεκτική καί
παραστατική. Τήν ὀνομάζει Σῶμα
Χριστοῦ.Χρησιμοποιεῖ μία θαυμάσια εἰκόνα, πού
ἀκόμα κι ἐγώ μπορῶ νά καταλάβω.Ἡ Ἐκκλησία
παρουσιάζεται ὡς Σῶμα. Τί σημαίνει αὐτό θά μοῦ
τό ἀναλύσει ὁ ἴδιος Ἀπόστολος σιγά σιγά, ὥστε νά
ἀντιληφθῶ τί κρύβεται πίσω ἀπό αὐτήν.Τήν εἰκόνα
τοῦ σώματος ὡς παράσταση τῆς Ἐκκλησίας τή
χρησιμοποιεῖ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιατί ἔχει πολλή
βαθιά σημασία καί ταυτόχρονα μεγάλη σαφήνεια. Ὁ
ἴδιος γράφει στούς Χριστιανούς τῶν Κολασσῶν.
«Καί αὐτός (ὁ Χριστός) ἐστι πρό πάντων καί τά
πάντα ἐν αὐτῶ συνέστηκε. Καί αὐτός ἐστιν ἡ
Κεφαλή τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας» (Κολασ. ἅ’
7-8). Πρίν ἀπό ὅλα ὑπάρχει ὁ Χριστός. Ὅλα αὐτός
τά συγκρατεῖ καί τά διατηρεῖ καί τά κατευθύνει
μέ τήν πάνσοφη καί στοργική του πρόνοια. Καί
αὐτός πού ὅλα τά συγκρατεῖ καί τά διευθύνει,
αὐτός εἶναι καί ἡ κεφαλή τοῦ σώματος πού εἶναι ἡ
Ἐκκλησία. Πάλι γιά σῶμα μιλάει ὁ ἀπόστολος
Παῦλος. Μιλάει γιά σῶμα πού δέν εἶναι τυχαία
ἡ κεφαλή του, ἀλλά αὐτός ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ
Θεοῦ, πού δημιούργησε τόν κόσμο καί σαρκώθηκε
στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πρός τό παρόν
μένω στήν ἔννοια τοῦ σώματος. Ἡ ἔννοια τῆς
Κεφαλῆς θά μέ ἀπασχολήσει ἀργότερα.Στήν πρώτη
πρός Κορινθίους ἐπιστολή λέει πάλι ὁ ἴδιος
Ἀπόστολος «ὑμεῖς ἐστέ σῶμα Χριστοῦ καί μέλη ἐκ
μέλους» (Ἅ’ Κόρ. Ἰβ’ 27). Ἀποτελεῖτε, λέει, ὅλοι
ἐσεῖς μαζί σῶμα Χριστοῦ. Καί ὁ καθένας σᾶς
ἀποτελεῖ μέλος τοῦ Χριστοῦ ἐπί μέρους. Ἔτσι πιό
συγκεκριμένα ὁ Ἀπόστολος καθορίζει τί ἀκριβῶς
ἐννοεῖ μέ τόν ὄρο σῶμα Χριστοῦ. Ἑπομένως σύμφωνα
μέ αὐτά ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ ἕνα πνευματικό
ὀργανισμό πού ἡ ἀξία τοῦ ἔγκειται πρῶτον στό ὅτι
ἔχει ὡς κεφαλήν τοῦ τόν Χριστό καί δεύτερον στό
ὅτι ἔχει ὡς μέλη τοῦ τόν κάθε πιστό. Ὅλοι μαζί
ἀποτελοῦν τό σῶμα του.
Μιλώντας ὁ
ἀπόστολος Παῦλος γιά Κεφαλή καί γιά Σῶμα
ἀναφερόμενος στήν Ἐκκλησία, φανερώνει ἕνα διπλό
μυστήριο. Τό μυστήριο τῆς Κεφαλῆς, πού εἶναι ὁ
Χριστός καί τό μυστήριο τοῦ Σώματος, πού εἶναι
οἱ πιστοί σ’ αὐτόν καί πού ἀποτελοῦν τήν
Ἐκκλησία του. Τώρα βλέπω καθαρά, ὅτι ἡ Ἐκκλησία
ἀποτελεῖ ἄλλου εἶδος μέγεθος καί ὄχι τέτοιο πού
μᾶς συνήθισε ἡ κοσμική ἀντίληψη γι’ αὐτήν. Ἡ
Ἐκκλησία δέν εἶναι οὔτε ἵδρυμα οὔτε σωματεῖο
οὔτε ἕνωση οὔτε συνασπισμός ἀνθρώπων πού ἔχουν
κοινά ὑλικά συμφέροντα καί κοσμικές ἐπιδιώξεις.
Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι πολιτικό ἤ πολιτιστικό ἤ
κοινωνιστικό κίνημα ἤ ὅ,τι ἄλλο σχετικό πού
ἀνήκει σ’ αὐτές τίς κατηγορίες μικρῶν ἤ μεγάλων
ἀνθρωπίνων ὁμάδων μέ ὁποιαδήποτε γήινα κίνητρα ἤ
σκοπούς ἤ ἐπιδιώξεις. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνα
μεγάλο μυστήριο, ἀκατανόητο γιά τό φτωχό μου
μυαλό, ὑπαρκτό ὅμως καί πραγματικό Σῶμα, τό Σῶμα
τοῦ Χριστοῦ.
Τήν ἰδιότυπη σχέση καί θέση
τοῦ κάθε πιστοῦ μέσα στό σῶμα αὐτό τήν
ἀποσαφηνίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφερόμενος
στήν δική του θέση μέσα στό σῶμα αὐτό, πράγμα
πού ἰσχύει κατ’ ἀναλογίαν καί γιά κάθε πιστό.
Νά, τί λέει γράφοντας πρός τούς Κολασσαεῖς «νῦν
χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπέρ ὑμῶν καί
ἀνταναπληρῶ τά ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ
Χριστοῦ ἐν τή σαρκί μου ὑπέρ τοῦ σώματος αὐτοῦ ὁ
ἐστιν ἡ Ἐκκλησία» (Κολασ. ἅ’ 24).
Χαίρομαι, λέει, γιά ὅ,τι πάσχω γιά χάρη σας.
Πάσχοντας ἀνακαλύπτω, ἀλλά καί πραγματοποιῶ κάτι
βαθύτερο καί μυστικότερο. Πάσχοντας δηλαδή ἐγώ
γιά σᾶς συντελῶ στή συμπλήρωση τῶν θλίψεων πού
πρέπει νά γίνει ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού
εἶναι ἡ Ἐκκλησία του. Μέ ἄλλα λόγια ὅ,τι δέν
προσφέρετε ἐσεῖς ἀπό ἄποψη πόνου ὡς προσφορά στό
Χριστό, τό προσφέρω ἐγώ γιά σᾶς, ἀντί γιά σᾶς.
Τά λόγια αὐτά τοῦ Ἀποστόλου θά μποροῦσα ἴσως νά
τά ἐννοήσω καί ὑπό μία ἄλλη ἄποψη. Πάσχω γιά σᾶς
καί χαίρομαι γιά τά παθήματά μου αὐτά. Μέ τόν
τρόπο αὐτό ἀναπληρώνω ὅ,τι θά ἔπασχε ὁ Χριστός,
ἄν ἐξακολουθοῦσε νά βρίσκεται στόν κόσμο αὐτόν.
Ὁ ἴδιος ὅμως ἐκπληρώνοντας πέρα γιά πέρα τό
ἔργο, πού εἶχε νά κάνει ὡς ἄνθρωπος ἐπάνω σ’
ἐτούτη τή γῆ, ἔφυγε ἀπό κοντά μας. Στή θέση τοῦ
τώρα εἴμαστε ἐμεῖς. Καί ἐμεῖς συνεχίζουμε νά
θλιβόμαστε καί νά πονοῦμε γιά τό σῶμα αὐτό πού
λέγεται καί εἶναι ἡ Ἐκκλησία του. Ὅπως ὅμως κι
ἄν πάρω τό πράγμα, τό ἴδιο σημαίνει κατά βάθος.
Τελικά δηλαδή ὑπάρχει μία μυστική σχέση τοῦ
Χριστοῦ μέ τήν Ἐκκλησία του. Καί αὐτό ὀφείλεται
στό γεγονός, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ.
Αὐτά πού ἀναφέρονται πιό πάνω δέν μοῦ τά
λέει κάποιος ἀνεύθυνος κοσμικός ἄνθρωπος οὔτε
ἕνας σοφός ἱστορικός ἤ βαθυνούστατος
κοινωνιολόγος ἤ κάποιος ἀντίστοιχός τους, ἀλλά
αὐτός πού ὑπῆρξε «στόμα Χριστοῦ», ὁ θεορρήμων
καί οὐρανοβάμων καί δοχεῖο τῆς θείας σοφίας
ἀπόστολος Παῦλος. Καί ὅ,τι αὐτός λέει γιά τήν
Ἐκκλησία διαφέρει ὅσο ἡ μέρα ἀπό τή νύχτα ἐν
σχέσει μέ αὐτά πού λένε γιά τήν Ἐκκλησία οἱ
κοσμικοί ἄνθρωποι. Αὐτοί ποτέ δέν γνώρισαν τήν
Ἐκκλησία. Αὐτοί ποτέ δέν εἶδαν μέ τά μάτια τῆς
ψυχῆς τούς τό μεγαλεῖο του Σώματος τοῦ Χριστοῦ.
Γι’ αὐτό κι ἐγώ ὑπῆρξα πέρα γιά πέρα ἀνόητος καί
ἄμυαλος καί ἀσύνετος καί μωρός ἀφήνοντας τόν
ἑαυτό μου νά ἐπηρεάζεται ἀπό τίς δικές τους
κοσμικές καί γι’ αὐτό ψεύτικες καί ἀνάξιες λόγου
ἀντιλήψεις γιά τήν Ἐκκλησία.
Ἡ Ἐκκλησία
μου λοιπόν εἶναι κάτι πού ἁπλώνεται σέ χώρους
μυστικούς, σέ χώρους πνευματικούς καί οὐράνιους
διά μέσου της Κεφαλῆς της, πού εἶναι ὁ Χριστός.
Ὀφείλω γι’ αὐτό νά μελετήσω ὡς πιστός Χριστιανός
μέ ταπείνωση καί ἀγάπη, μέ εὐλάβεια καί σεβασμό,
τήν ἀλήθεια αὐτή. Ὀφείλω νά ζητῶ ταπεινά καί μέ
θέρμη τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γιά νά τήν
ἐναποθέσω βαθιά μέσα στήν καρδιά μου ὡς ἁγία
πεποίθηση καί βεβαιότητα, ὥστε νά ἀποκτήσω σιγά
σιγά συνειδητή καί σέ βάθος γνώση αὐτοῦ πού
εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ σ’ αὐτήν
βαφτίστηκα καί ἀπό νήπιο ἀκόμη καί σ’ αὐτήν
βαφτίστηκα σῶμα καί ψυχή, μέ λόγια καί ἔργα, ὡς
τήν τελευταία μου πνοή.
Ὁ ἀπόστολος
Παῦλος δέν χρησιμοποιεῖ τυχαία τήν εἰκόνα «σῶμα»
γιά νά κάνει πιό αἰσθητή τήν ἔννοια «Ἐκκλησία».
Ἔχει ζήσει ὁ ἴδιος τήν πραγματικότητα τῆς
Ἐκκλησίας καί γι’ αὐτό μπορεῖ νά μιλάει ὄχι
θεωρητικά, ἀλλά μέ βάση καί τήν προσωπική του
ἐμπειρία. Ἄν σ’ αὐτό προσθέσω πώς εἶναι καί
φωτισμένος καί ἐμπνευσμένος ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα,
τότε δέν ἔχω μπροστά μου μία εἰκόνα ἁπλῶς
ἀνθρώπινη, ἀλλά θεϊκή. Ἀξίζει γι’ αὐτό νά
προσπαθήσω «ἐξ ὅλης της ἰσχύος μου» (Μάρκ. Ἰβ’
30) νά ἀπασχοληθῶ μέ τό νόημα αὐτῆς τῆς εἰκόνας
ἐμβαθύνοντας σ’ αὐτήν ὅσο μπορῶ πιό πολύ.
Σέ προηγούμενες θεωρήσεις μου διαπίστωσα πώς
ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖ θεϊκό μυστήριο κρυμμένο στά
βάθη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Προχωρώντας λίγο πιό
πέρα βλέπω ἀπό ὅ,τι μου λένε σχετικά οἱ Ἅγιοι
Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες ἔπειτα ἀπό
αὐτούς, ὅτι ἡ πρώτη Ἐκκλησία στόν κόσμο ἦταν ἡ
Ἐκκλησία τῶν Πρωτοπλάστων μέσα στόν Παράδεισο.
Ἐκεῖ οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι ζοῦσαν σέ ἀδιάκοπη
ἐπικοινωνία μέ τόν Δημιουργό τους καί
ἀποτελοῦσαν Θεός καί ἄνθρωποι μία θαυμάσια
κοινωνία ἀγάπης, ἀμοιβαιότητας, εὐφροσύνης,
χαρᾶς καί μακαριότητας «ἀνεκλαλήτου»,
ἀπερινόητης, τέτοιας δηλαδή πού δέν μπορεῖ νά
συλλάβει ὁ φτωχός μας νοῦς.
Μέ τή θλιβερή
πτώση τῶν Πρωτοπλάστων καταλύθηκε ἡ θαυμαστή
ἐκείνη κοινωνία. Καί χρειάστηκε ὕστερα ἀπό
μεγάλη διαδικασία στήν ἱστορία τῶν ἀνθρώπων νά
γίνει ἡ ἐκλογή τοῦ «περιούσιου λαοῦ» τοῦ Θεοῦ,
τοῦ Ἰσραήλ. Ἡ ἐκλογή αὐτή σήμαινε τήν
προπαρασκευή τῶν ἀνθρώπων νά ξαναμποῦν στήν
Ἐκκλησία ἐκείνη, στήν ἀρχαία ἐκείνη καί μακάρια
κοινωνία μέ τόν Θεό καί μεταξύ τους. Ἐκείνη ὅμως
ἡ μεταπτωτική «πρώτη σκηνή» (Ἑβρ. θ’ 1), ἡ
Συναγωγή, δηλαδή ἡ Ἐκκλησία τοῦ πρώτου Ἰσραήλ,
ἀποτελοῦσε ἁπλῶς «σκιάν» (Ἑβρ. ἰ’ 1) καί «τύπον»
(Ἅ’ Κόρ. ἰ’ 6), προεικόνιση μέ ἄλλα λόγια της
πραγματικῆς «πανηγύρεως καί ἐκκλησίας τῶν
πρωτοτόκων τῶν ἐν οὐρανοῖς ἀπογεγραμμένων» (Ἑβρ.
ἰγ’ 23). Ἡ ἀληθινή δηλαδή Ἐκκλησία
πραγματοποιήθηκε μέ τήν εἴσοδο τοῦ Χριστοῦ στόν
κόσμο. Καί γιά νά γίνω σαφέστερος ὁ Υἱός καί
Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος παίρνοντας ἐπάνω
του τήν ἀνθρώπινη φύση καί ἑνώθηκε ἄρρηκτα μαζί
της καί εἶχε ἐπίσημη ἡμέρα καθιερώσεως τῆς
Ἐκκλησίας τήν ἔνδοξη καί μοναδική ἐκείνη ἡμέρα
τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ Πεντηκοστή σήμαινε πιά ὡς
καρπός τῆς θυσίας καί τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ
τήν ἐγκατάσταση τῆς «καινῆς κτίσεως» (Γάλ. ς’
15) στόν κόσμο, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ἡ Ἐκκλησία
μου κι ἐγώ» Ἱερομονάχου Εὐσέβιου Βίττη
Ἐκδόσεις Ὀρθόδοξος Κυψέλη |
|
|
 |
|