background
 
Ὁμιλία Τεσσαρακοστή ἑβδόμη στήν Ἀποκάλυψη – Ἀρμαγεδῶν
Ἱερομονάχου Ἐσυσεβίου Βίττη


Ἀποκ. ἰθ’ 11-21

Καταδίκη του θηρίου καί τοῦ ψευδοπροφήτη καί ἀφανισμός τοῦ στρατεύματός τους ἀπό τόν Μεσσία – Χριστό («ἡ μάχη τοῦ Μεσσίου») ἰθ’ 11-21

Ὁ Μεσσίας – Χριστός ἐμφανίζεται μέ τό στράτευμά του γιά τήν ἀποφασιστική μάχη ἰθ’ 11-16

Ἕνας ἄγγελος ἀναγγέλλει τήν ἐξολόθρευση τοῦ ἀντιθέου στρατεύματος ἰθ’ 17-18

Τό θηρίο καί ὁ ψευδοπροφήτης συλλαμβάνονται ζωντανοί καί ρίχνονται στή λίμνη τοῦ πυρός, ἐνῶ ὁ στρατός τούς ἐξολοθρεύεται ὁλοσχερῶς ἰθ’ 19-21

Στήν προηγούμενη ὁμιλία μᾶς ἀναρωτηθήκαμε τί νά μᾶς ὑπολείπεται ἀκόμη ἀπό τήν Ἀποκάλυψη φτάνοντας στό 19ο κεφάλαιό της. Ὑπολείπονται ἀκόμη ὠρισμένα πολύ σημαντικά γεγονότα καθώς πλησιάζουμε στό τέλος. Θά τά ἀναφέρουμε κεφαλαιωδῶς καταρχήν γιά νά πάρετε μία ἰδέα καί ἔπειτα θά τά ἰδοῦμε ἕνα ἕνα. Ἄς βιασθοῦμε λοιπόν «ἰδεῖν τό τέλος» πού ὅσο νά ‘ναί πλησιάζει. Τό τέλος τῆς Ἀποκαλύψεως ἐννοῶ, γιά νά μή γίνη καμμιά παρανόηση. Μέ λίγη ὑπομονή θά ἰδοῦμε καί τίς ἑπόμενες ἐξελίξεις. Καί πρέπει νά πῶ προκαταβολικά πώς εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα κομμάτια τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ βιβλίου αὐτά πού ὑπολείπονται.

Σήμερα συγκεκριμένα θά μᾶς ἀ­πασχολήση ἡ ἀναμενόμενη «μάχη τοῦ Μεσσίου». Τί ὑπολείπεται νά ἰδοῦμε ἀπό τήν Ἀποκάλυψη;

α) Τή νίκη τοῦ Χριστοῦ κατά τοῦ Ἀντιχρίστου, ἰθ’ 11-21.

β) Τή χιλιετῆ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καί τήν προσωρινή καί ὁριστική καταδίκη του Σατανᾶ, κ’ 1-10.

γ) Τήν παγκόσμια Κρίση, κ’ 11-15.

δ) «Τήν Καινήν κτίσιν» καί τήν «Σκηνήν τοῦ Θεοῦ μετά τῶν ἀνθρώπων» (Καινή Ἱερουσαλήμ) κά’ 1 – κβ’ 5.

ε) Τόν ἐπίλογο τῆς Ἀποκαλύψεως, κβ’ 6-21.



α) Ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατά τοῦ Ἀντιχρίστου, ἰθ’ 11-21

Τό τμῆμα αὐτό ἔχει θέση εἰσαγωγῆς σέ ὅλο τό τμῆμα τῆς Ἀποκαλύψεως πού ἀρχίζει ἀπό τό ἰθ’ 11 καί τελειώνει στό κβ’ 5. Στό τμῆμα αὐτό, πού τώρα θά ἰδοῦμε, περιγράφεται ἡ ὀπτασία πού παρουσιάζει τόν βασιλέα Χριστό νά νικάη τόν Ἀντίχριστο. Εἶναι ἡ τελευταία μάχη μέ τίς δυνάμεις τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου. Οἱ δυνάμεις αὐτές εἶναι ἐνσωματωμένες στούς βασιλιάδες, χιλιάρχους, ἰσχυρούς της γής καί στά πιστά σ’ αὐτούς στρατεύματα, πού ἀποτελοῦν οἱ ὀπαδοί τοῦ θηρίου καί αὐτῶν. Ἡ νίκη τοῦ Μεσσίου Χριστοῦ ἀναφέρθηκε ἤδη προεξαγγελτικά σέ προηγούμενα κεφάλαια κατά τή συνήθεια τοῦ ἱεροῦ εὐαγγελιστοῦ. Ἡ σατανική τριάδα, δράκων – θηρίο – ψευδοπροφήτης, ἑτοιμάζουν στρατεύματα γιά τήν ἐσχατολογική μάχη. Εἶναι γι’ αὐτούς ζήτημα ζωῆς ἤ θανάτου. Ἡ μάχη, πού θά γίνη, θά εἶναι ἡ μάχη τοῦ Ἀρμαγεδῶν. Πρίν ἀπό τή μάχη αὐτή γίνεται ἡ καταστροφή τῆς νοητῆς Βαβυλῶνος. Στή μάχη πού θά γίνη ἀναφέρονται οἱ ὑποτελεῖς βασιλεῖς στό θηρίο. Ὑπῆρξαν καί αὐτοί συνένοχοι στίς ἀθλιότητες τοῦ θηρίου. Μαζεύονται, λοιπόν καί αὐτοί μαζί του μέ τίς δυνάμεις τους, γιά νά ὑπερασπισθοῦν τόν ἑαυτό τους, γιατί βλέπουν πώς καί οἱ ἴδιοι κινδυνεύουν. Ὅλοι αὐτοί θά πολεμήσουν τό Ἀρνίον στό πρόσωπο τῶν πιστῶν του.

Πρόκειται γιά πραγματική μάχη; Θά μαζευθοῦν πράγματι στρατεύματα ἀπό τή μία καί τήν ἄλλη μεριά στόν τόπο ποῦ λέγεται Ἀρμαγεδῶν, γιά νά συνάψουν μάχη σῶμα πρός σῶμα; Ὁπωσδήποτε ὄχι. Ἡ μάχη αὐτή προτυπώθηκε καί σέ προηγούμενα κεφάλαια καί φαίνεται πώς κάθε φορᾶ πρόκειται γιά μία ξεχωριστή μάχη. Δέν εἶναι ὅμως παρά μία μάχη, ἡ μάχη τοῦ Ἀρμαγεδῶν καί θά τήν ἰδοῦμε καί στό 20ο κεφάλαιο. Ἡ μάχη αὐτή εἶναι συμβολική. Ἡ παράστασή της εἶναι εἰκονική γιά νά γίνη ἀντιληπτή. Τά ὄπλα τῆς στρατείας τοῦ Κυρίου καί τῶν ὀπαδῶν του, πού θά ἰδοῦμε στήν εἰκόνα νά τόν ἀκολουθοῦν, εἶναι καθαρῶς πνευματικά. Ἡ μάχη πού θά δώση τό Ἀρνίον εἶναι μάχη καθαρῶς πνευματική. Εἶναι τουλάχιστον ἀνόητο νά φανταζώμαστε πώς τό Ἀρνίον θά χρειασθῆ νά μαζέψη στρατεύματα, νά τά ἐξοπλίση καί νά ἐπιτεθῆ ἐναντίον τῶν ἀντιχρίστων δυνάμεων, πού καί αὐτές θά εἶναι ἐκτάκτως ἐξωπλισμένες. Δέν ἔχει τή δύναμη τό Ἀρνίον ὡς Θεός μέ ἕνα φύσημά του νά τούς ἀφανίση; Θά ξαναγυρίσουμε στό σημεῖο αὐτό, ὅταν θά ἰδοῦμε τό κείμενο, ἀλλά τονίζουμε αὐτά τά πράγματα, γιατί κυκλοφοροῦν τά πιό τερατώδη πράγματα στό ζήτημα αὐτό τῆς περίφημης μάχης τοῦ Ἀρμαγεδῶν. Καί ἀκόμη γιατί γίνεται σύγχυση εἰκόνων καί πραγματικότητος. Ἰδιαίτερα στό σημεῖο αὐτό προκαλοῦν πολλή σύγχυση οἱ λεγόμενοι Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβά. Αὐτοί ἐκφράζοντας καθαρῶς ἑβραϊκές ἀντιλήψεις γιά τό Μεσσία, πού τόν περιμένουν οἱ Ἑβραῖοι ὡς ἕνα πολεμοχαρῆ βασιλιά, ὁ ὁποῖος θά ὑποτάξη πολιτικά τους ἐχθρούς τῶν Ἰσραηλιτῶν καί θά ἐγκαταστήση ἐγκόσμια βασιλεία, τονίζουν τήν κατά γράμμα ἐκδοχή τῆς μάχης τοῦ Ἀρμαγεδῶν. Τό ἴδιο κάνουν καί γιά τή χιλιετῆ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καθώς καί γιά τή δευτέρα Παρουσία του. Καί θά εἶχαν τό ἐλαφρυντικό της μωρίας καί ἀνοησίας, ἄν δέν εἶχαν τήν ἀναισχυντία νά ὑπηρετοῦν ἄλλους σκοπούς, πού εἶναι ὁ ἐβραιομασσωνισμός καί ὁ σιωνισμός. Καί παρόλες τίς γελοιοποιήσεις πού ἔχουν ὑποστή μέ τίς ἐπανειλημμένες διαψεύσεις στίς προβλέψεις τους γιά τά γεγονότα πού προσδιώριζαν πότε θά γίνουν ἐπακριβῶς, ἐπιμένουν στίς γελοιότητές τους. Πέστε, πέστε καί κάποιοι στό τέλος θά πιστέψουν. Αὐτή εἶναι ἡ μέθοδός τους. Ἄς ποῦμε πώς ἰσχύουν κατά γράμμα αὐτά πού θά ἰδοῦμε νά περιγράφωνται ὡς προετοιμασία τῆς μάχης, γιατί ἡ ἴδια ἡ μάχη δέν θά περιγραφή. Ἡ μάχη θά γίνη μέ στρατεύματα πού θά ἔχουν ἱππικό. Καί ρωτοῦμε: Τότε πού θά γί­νη ἡ μάχη οἱ ἄνθρωποι θά πολεμᾶνε μέ ἱππικό, ὅπως καί παλιότερα; Μέ ἄλογα πολεμοῦσαν στόν Κόλπο; Δέ θά πολεμοῦνε μέ ἱππικό, θά μᾶς ποῦν. Τότε ὅμως φεύγουμε ἀπό ὅ,τι μᾶς λέει ὁ εὐαγγελιστής καί πᾶμε σέ εἰκονισμό. Καί πόσα ἀπό ὅσα λέει εἶναι εἰκόνες καί πόσα εἶναι πραγματικά; Πῶς θά τό ξέρουμε αὐτό; Ἤ θά δεχθοῦμε πώς ἐδῶ ἔχουμε μία καθαρῶς εἰκονική ἔκφραση καί μᾶς δίδεται ἡ εἰκόνα μίας μάχης πού θά γίνη, ὅπως γινόταν τόν καιρό ἐκεῖνο, γιατί, ἄν ἔγραφε σήμερα ὁ ἱερός εὐαγγελιστής, δέ θά χρησιμοποιοῦσε τήν εἰκόνα τοῦ ἱππικοῦ, ἀλλά τή σύγχρονη εἰκόνα τῆς διεξαγωγῆς μίας μάχης, γιά νά παραστήση αἰσθητά μία πνευματική καθα­ρῶς μάχη ἤ θά δεχθοῦμε τήν κατά γράμμα διεξαγωγή της, ὅποτε βρισκόμαστε σέ ἀδιέξοδο. Ἀλλά τέτοιες λεπτομέρειες μή ζητᾶτε ἀπό τούς παραχαράκτες τῆς Γραφῆς. Ἀπευθύνονται σέ κόσμο, πού δέν ξέρει καν τί εἶναι ἡ Ἀποκάλυψη, ὄχι τί σημαίνουν τά ἀναφερόμενα ἀπό αὐτήν. Γι’ αὐτό καί πιάνουν οἱ προσπάθειές τους. Μάλιστα ζωγραφισμένα σάν σέ ὡραῖο παραμύθι, γιατί νά μή γίνουν ἀποδεκτά ὅσα λένε ἀπό ἀνθρώπους ἁπλοϊκούς; Ἄς γυρίσουμε ὅμως στή σειρά τοῦ λόγου.

Ἡ ἐπανειλημμένη ἀναφορά τῆς ἐσχατολογικῆς αὐτῆς μάχης, κάθε φορᾶ μέ κάποια διαφορετική μορφή, γίνεται γιά νά τονισθῆ πώς ὅ,τι θά συμβῆ κατά τή μάχη καί μετά τή μάχη τοῦ Ἀρμαγεδῶν συμπεριλαμβάνεται στήν κρίση τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού προαναγγέλθηκε ἤδη, αὐτό εἶναι καιρός νά πραγματοποιηθῆ. Καί ὅ,τι ἀποφασίζει ὁ Θεός, αὐτό θά γίνη ὁπωσδήποτε.

Ἐκεῖνο πού μᾶς ἐνδιαφέρει καί πού ποικιλότροπα τονίζει ὁ ἱερός συγγραφεύς εἶναι ὅτι θά γίνουν. Τό πότε θά γίνουν εἶναι τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι προεῖπε τήν καταστροφή τῆς νοητῆς Βαβυλῶνος. Ὅταν ἦρθε ὁ καιρός τῆς καταστράφηκε. Ἔτσι παρουσιάστηκε στή σειρά τῶν εἰκόνων. Τό ἴδιο καί γιά τίς δυνάμεις τοῦ σκότους. Ἔχει προαναγγελθῆ ἡ καταστροφή τους. Τώρα ἔφτασε ὁ καιρός τῆς πραγματοποιήσεως αὐτῆς τῆς ἀποφάσεως.

Στήν εἰκόνα τῆς μάχης θά ἰδοῦμε πώς τό βασικό ρόλο τόν παίζει ὁ Λευκός Ἱππεύς. Ἔχει ὅλα τά χαρακτηριστικά του Μεσσίου πού περιγράφονται ἀπό τούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Αὐτό ὑπογραμμίζει τά ἑξῆς πράγματα.

I. Ὁ Θεός ἔχει προαιωνίως ὁρίσει τόν Μεσσία ὡς νικητή τῶν στοιχείων τοῦ κόσμου καί τοῦ ἄρχοντος τοῦ κόσμου τούτου, πού θεωροῦνται ἀνίκητοι.

II. Ἡ νικηφόρος αὐτή ἐνέργεια τοῦ Μεσσίου εἶναι ὅ,τι πιό σύμφωνο μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ νικητής ἐκπληρώνει τίς παλιές προφητεῖες, πού ἀναγγέλλουν τή νίκη τοῦ Θεοῦ. Ὁ νικητής αὐτός, ὁ Μεσσίας, εἶναι ὁ ἐνυπόστατος Λόγος του, τό πρόσωπο δηλαδή τῆς Ἁγίας Τριάδος, πού εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὄχι μόνον ἐξαγγέλλει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἐνεργεῖ τήν ἐφαρμογή του. Ὁ Θεός εἶναι κριτής καί χτυπάει κατακέφαλα τό κακό. Ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ καί ἡ μάχη κατά τοῦ κακοῦ ἔχουν ἕνα ὄνομα: ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ.

III. Συμπληρωματικά πρός ὅσα εἴπαμε ἤδη γιά τή σημασία τῆς μάχης, πού θά μᾶς περιγράψη ὁ ἱερός εὐαγγελιστής, θά εἴχαμε νά ποῦμε ἀκόμη καί τά ἀκόλουθα. Ὁ Εὐαγγελιστής χρησιμοποιεῖ, γιά νά αἰσθητοποιήση ὅσα λέει, τήν εἰκόνα. Ἡ εἰκόνα λέει ἄμεσα ὅσα δέν μπορεῖ νά παραστήση ὁ λόγος. Μᾶς λέει, λοιπόν, γιά τή μάχη πώς ὁ Μεσσίας-Χριστός θά ἐκστρατεύση μέ τούς ἀγγέλους του, γιά νά πολεμήση τίς δυνάμεις τοῦ Ἀντιχρίστου. Θά ἦταν βλακῶδες νά δεχθοῦμε πώς ἀόρατοι ἄγγελοι πολεμοῦν μέ ὁρατούς στρατιῶτες καί πώς πραγματικά γίνεται μάχη μέ ξίφη, δόρατα καί τά λοιπά μέσα, ποῦ διέθεταν τότε τά στρατεύματα, γιά νά ἐξουδετερώσουν τούς ἐχθρούς του Θεοῦ; Ἡ Γραφή λέει καθαρά πώς μέ ἕνα φύσημά του θά τούς ἐκμηδενίση (Β’ Θέσσ. β’ 8). Ἔχει λοιπόν ἀνάγκη ἐνισχύσεως ἀπό στρατιές ἀγγέλων, γιά νά καταβάλη τόν Ἀντίχριστο; Ἀφοῦ Αὐτός εἶναι ὁ «φέρων τά πάντα τῷ ρήματι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ» (Ἑβρ. ἅ’ 3), δηλαδή συγκρατεῖ τά πάντα μέ μόνη τή δύναμη τοῦ λόγου του, χρειάζεται ἐπιβλητικό ἐκστρατευτικό σῶμα, γιά νά ἐξουδετερώση τό σατανᾶ καί ὅλες τίς σκοτεινές του δυνάμεις; Ἄλλα θέλει νά τονίση ὁ ἱερός εὐαγγελιστής κάνοντας τήν περιγραφή πού θά ἰδοῦμε. Γι’ αὐτό μήν παρασυρόμαστε ἀπό ὅσα πράγματι ἠλίθια καί βλακώδη λένε οἱ αἱρετικοί. Καί δέν μποροῦσε νά γίνη ἀλλιῶς, ἀφοῦ ἐπιχειροῦν νά ἑρμηνεύσουν τή Γραφή «ἰδίαις ἐπιλύσεσι» (Β’ Πέτρ. ἅ’ 20), μέ δικές τους δηλαδή ἐπινοήσεις, ἀφοῦ «πάσα προφητεία Γραφῆς ἰδίας ἐπιλύσεως οὐ γίνεται», ὅπως λέει ὁ ἄπ. Πέτρος στό παραπάνω χωρίο. Ἔτσι καταντοῦν σέ μωρολογίες καί αὐθαίρετες ἑρμηνεῖες. Νά, γιατί μᾶς χρειάζεται ἡ ἀσφαλής χειραγωγία τῆς Παραδόσεώς μας μέσα πάντοτε στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ποτέ ἔξω ἀπό αὐτήν, ὅπως ἐπιχειροῦν οἱ ποικιλώνυμοι αἱρετικοί.

Μετά τά εἰσαγωγικά αὐτά καιρός νά ἰδοῦμε τό ἴδιο τό κείμενο.

Στίχ. Ἰθ’ 11-21: «Καί εἶδον τόν οὐρανόν ἀνεωγμένον, καί ἰδού ἵππος λευκός, καί ὁ καθήμενος ἐπ’ αὐτόν, καλούμενος πιστός καί ἀληθινός, καί ἐν δικαιοσύνη κρίνει καί πολεμεῖ. οἱ δέ ὀφθαλμοί αὐτοῦ ὡς φλόξ πυρός, καί ἐπί τήν κεφαλήν αὐτοῦ διαδήματα πολλά, ἔχων ὀνόματα γεγραμμένα, καί ὄνομα γεγραμμένον ὁ οὐδείς οἶδεν εἰ μή αὐτός, καί περιβεβλημένος ἱμάτιον βεβαμμένον ἐν αἵματι, καί κέκληται τό ὄνομα αὐτοῦ, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. καί τά στρατεύματα τά ἐν τῷ οὐρανῶ ἠκολούθει αὐτῶ ἐπί ἴπποις λευκοῖς, ἐνδεδυμένοι βύσσινον λευκόν καθαρόν. καί ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύεται ρομφαία ὀξεία δίστομος, ἴνα ἐν αὐτή πατάσση τά ἔθνη. καί αὐτός ποιμανεῖ αὐτούς ἐν ράβδω σιδηρᾶ. καί αὐτός πατεῖ τήν ληνόν τοῦ οἴνου τοῦ θυμοῦ τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ τοῦ παντοκράτορος. καί ἔχει ἐπί τό ἱμάτιον καί ἐπί τόν μηρόν αὐτοῦ ὄνομα γεγραμ­μένον, βασιλεύς βασιλέων καί κύριος κυρίων. Καί εἶδον ἕνα ἄγγελον ἐστώτα ἐν τῷ ἠλίω, καί ἔκραξεν ἐν φωνή μεγάλη λέγων πάσι τοῖς ὀρνέοις τοῖς πετομένοις ἐν μεσουρανήματι. δεῦτε συνάχθητε εἰς τό δεῖπνον τό μέγα του Θεοῦ, ἴνα φάγητε σάρκας βασιλέων καί σάρκας χιλιάρχων καί σάρκας ἰσχυρῶν καί σάρκας ἵππων καί τῶν καθημένων ἐπ’ αὐτῶν, καί σάρκας πάντων ἐλευθέρων τέ καί δούλων, καί μικρῶν τέ καί μεγάλων. Καί εἶδον τό θηρίον καί τούς βασιλεῖς τῆς γής καί τά στρατεύματα αὐτῶν συνηγμένα ποιῆσαι τόν πόλεμον μετά τοῦ καθημένου ἐπί τοῦ ἵππου καί μετά τοῦ στρατεύματος αὐτοῦ. καί ἐπιάσθη τό θηρίον καί ὁ μετ’ αὐτοῦ ψευδοπροφήτης ὁ ποιήσας τά σημεῖα ἐνώπιον αὐτοῦ, ἐν οἶς ἐπλάνησε τούς λαβόντας τό χάραγμα τοῦ θηρίου καί τούς προσκυνοῦντας τή εἰκόνι αὐτοῦ. ζῶντες ἐβλήθησαν οἱ δύο εἰς τήν λίμνην τοῦ πυρός τήν καιομένην ἐν θείω. καί οἱ λοιποί ἀπεκτάνθησαν ἐν τή ρομφαία τοῦ καθημένου ἐπί τοῦ ἵππου, τή ἐξελθούση ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ. καί πάντα τά ὄρνεα ἐχορτάσθησαν ἐκ τῶν σαρκῶν αὐτῶν».

Καί εἶδα ἀνοιχτόν τόν οὐρανό, λέει ὁ ἅγιος εὐαγγελιστής. Καί νά, παρουσιάσθηκε ἕνα ἄσπρο ἄλογο μέ ἕνα καβαλλάρη ἐπάνω του. Ὁ καβαλλάρης τοῦ ὀνομαζόταν πιστός καί ἀληθινός καί κρίνει μέ δικαιοσύνη καί πολε­μάει νικηφόρα. Τά μάτια τοῦ ἦταν σάν φλόγα φωτιᾶς. Στό κεφάλι τοῦ εἶχε στέμματα πολλά μέ γραμμένους ἐπάνω τους τίτλους. Καί ἔχει καί ἕνα ὄνομα γραμμένο, πού κανένας ἄλλος δέν ξέρει τί σημαίνει ἕκτος ἀπό τόν ἴδιον. Καί εἶναι ντυμένος μέ ἔνδυμα βαμμένο μέ αἷμα καί τό ὄνομά του εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Καί τά οὐράνια στρατεύματα τόν ἀκολουθοῦσαν ἐπάνω σέ ἄσπρα ἄλογα καί ἦταν καί αὐτά ντυμένα μέ ἔνδυμα ἀπό βύσσον καθαρή καί κάτασπρη. Ἀπό τό στόμα τοῦ βγαίνει ρομφαία, μεγάλο σπαθί, καλοακονισμένο καί δίκοπο, γιά νά χτυπήση μέ τό ὅπλο αὐτό τά ἔθνη. Καί εἶναι Αὐτός πού θά ποιμάνη τούς λαούς τῶν ἐθνῶν μέ σιδερένιο ραβδί. Αὐτός πατάει τό πατητήρι, ἀπό τό ὁποῖο βγαίνει τό δυνατό κρασί τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ τοῦ Παντοκράτορος. Καί ἔχει στό ἔνδυμά του στό μέρος τοῦ μηροῦ γραμμένο τό ὄνομα. Βασιλεύς βασιλέων καί Κύριος κυρίων.

Καί εἶδα ἕναν ἄγγελο ποῦ στεκόταν στόν ἥλιο καί ἔκραξε δυνατά, λέγοντας στά ὄρνια πού πετοῦν στά μεσούρανα. Ἐλᾶτε, μαζευτῆτε στό μεγάλο τραπέζι, πού σᾶς ἑτοιμάζει ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ. Ἐλᾶτε γιά νά φᾶτε σάρκες βασιλέων καί σάρκες στρατηγῶν, καί σάρκες ἰσχυρῶν καί σάρκες ἵππων καί τῶν καβαλλάρηδών τους καί σάρκες ἀπό ὅλους, ἐλεύθερους καί δούλους, μικρούς καί μεγάλους, πού ὑπηρετοῦν τόν Ἀντίχριστο.

Καί εἶδα τό θηρίο καί τούς βασιλεῖς τῆς γής καί τά στρατεύματά τους μαζεμένα, γιά νά πολεμήσουν τό Μεσσία, πού κάθεται ἐπάνω στό ἄσπρο ἄλογο καί τά στρατεύματά του. Καί ἡ μάχη ἔγινε καί πιάστηκε αἰχμάλωτος τό θηρίο – Ἀντίχριστος καί ὁ συνεργάτης τοῦ ψευδοπροφήτης, πού μέ τίς ἀγυρτεῖες πού ἔκανε μπροστά του ξεγέλασε αὐτούς πού ἔλαβαν τό χάραγμα τοῦ θηρίου καί αὐτούς πού προσκυνοῦν τό ὁμοίωμά του. Καί οἱ δύο ρίχτηκαν ζωντανοί στή λίμνη τῆς φωτιᾶς πού καίγεται μέ θειάφι. Ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι σκοτώθηκαν μέ τή ρομφαία πού βγῆκε ἀπό τό στόμα Αὐτοῦ πού καθόταν στό ἄλογο, δηλαδή ἀπό τό Μεσσία-Χριστό. Καί ὅλα τά ὄρνια χόρτασαν τρώγοντας τίς σάρκες τους.

Αὐτό εἶναι τό κείμενο σέ ἀπόδοση.

Μέχρι τώρα στήν Ἀποκάλυψη φωνές καί ἄγγελοι ἔρχονται ἀπό τόν οὐρανό. Βλέπουμε ὅμως νά ἀνοίγη σιγά σιγά ὁ οὐρανός. Στήν ἀρχή ἄνοιξε μία πόρτα του, γιά νά φανῆ ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ πού γινόταν σ’ αὐτόν. Ἀργότερα ἄνοιξε ὁ οὐράνιος ναός, γιά νά φανερωθῆ τί σκέπτεται ὁ Θεός γιά τούς ἀνθρώπους. Τώρα στή διήγηση αὐτή ἔχουμε πληρέστερο ἄνοιγμα τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ διάνοιξη αὐτή δέ γίνεται βέβαια γιά νά ἱκανοποιηθοῦν κάποιες ἀνθρώπινες περιέργειες, ἀλλά γιά νά φανερωθοῦν κάποιες ἀλήθειες. Στήν περίπτωση αὐτήν πραγματοποιεῖται ἡ διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου στούς μαθητᾶς του, ὅταν τούς πρωτοκάλεσε. Τήν καταγράφει ὁ ἴδιος εὐαγγελιστής: «Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμίν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τόν οὐρανόν ἀνεωγότα καί τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καί καταβαίνοντας ἐπί τόν Υἱόν τοῦ Ἀνθρώπου» (Ἰω. ἅ’ 52). Μέ ἄλλα λόγια. θά καταλάβετε, ὅτι διά τοῦ Ἰησοῦ ἔρχεται πράγματι ὁ Θεός στή γῆ. Καί ἰδιαίτερα τώρα στό πρόσωπο τοῦ Μεσσίου, στόν ὁποῖον ὁ Θεός ἐμπιστεύθηκε ὅλη του τήν κρίση.

Στή συνέχεια γίνεται περιγραφή τοῦ προσώπου τοῦ Μεσσίου, δηλαδή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ περιγραφή εἶναι λιτή, ἀλλά γίνεται μέ ἐνάργεια καί παραστατική δύναμη, ὥστε νά μή χρειάζωνται πολλά λόγια. Τώρα μᾶς παρουσιάζεται μία πολύ διαφορετική εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἐν σχέσει μέ αὐτές πού ἔχει παρουσιάσει ὡς τώρα ὁ ἱερός εὐαγγελιστής. Στήν ἀρχή τῆς Ἀποκαλύψεως μᾶς παρουσιάζει τόν Ἰησοῦν ἐν μέσω τῶν χρυσῶν λυχνιῶν ὡς τόν μέγα Ἀρχιερέα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος κατευθύνει τήν Ἐκκλησία καί τά ἐπί μέρους τμήματά της στήν πορεία τους καί στόν τελικό τους σκοπό. Μᾶς τόν ζωγράφισε ὡς Ἀρνίον ἄκακο καί πράο. Κάτι περισσότερο, ὡς Ἀρνίον «ἐσφαγμένον» ἀρχικά καί κατόπι ὡς Ἀρνίο «ἐστηκός», δηλαδή θυσιασμένο καί ἔπειτα ἀναστημένο. Τώρα μᾶς τόν παρουσιάζει ὡς Ἀρνίο πού ἐκδηλώνει τήν «ὀργήν» του, γιά τήν ὁποία μίλησε ἤδη στό 17ο κεφάλαιο καί ἐπισημαίνεται ἐκεῖ ὁ τρόμος τῶν ἀντιπάλων του, γιατί κατάλαβαν πώς πέρασε πιά ὁ καιρός τῆς ἀνοχῆς του. Τώρα τό Ἀρνίον μεταβάλλεται σέ πολέμαρχο ἐπικεφαλῆς ἀναρίθμητων οὐρανίων στρατιῶν. Ὁ Ἀντίχριστος νόμισε πώς θά μποροῦσε νά αὐθαιρετῆ καί νά ἐγκληματῆ εἰς βάρος τῆς Ἐκκλησίας. Τό Ἀρνίο δέν ἦταν πλέον ὅ,τι στόν καιρό τῆς ταπεινώσεώς του στή γῆ. Τώρα ἔρχεται μέ ἄλλη ἰδιότητα, τή βασιλική, πού εἶναι καιρός νά τήν ἐξασκήση. Καί ἡ ἰδιότητα αὐτή συνδυάζεται μέ τήν ἀπονομή δικαιοσύνης. Δύναμη καί κρίση συνδυασμένα σέ ἕνα πρόσωπο.

Ὁ ἱερός εὐαγγελιστής βλέπει ἀνοιχτό τόν οὐρανό καί ἀπό αὐτόν νά προβάλλη ὁ «Λόγος τοῦ Θεοῦ». Γίνεται γι’ αὐτό προφήτης φανερώνοντας τόν κεκρυμμένον Λόγον. Ὁ οὐρανός εἶναι κλειστός γιά τούς ἀσεβεῖς καί σαρκικούς, γιά ὅσους εἶναι γήινοι καί χωματένιοι καί δέ θέλουν νά ὑψώσουν τά βλέμματά τους στόν οὐρανό, δέ θέλουν νά ἀνυψωθοῦν πέρα ἀπό ὅσα εἶναι «κόνις, τέφρα καί σκιά». Ἔτσι ἔχουν μέσα τούς τήν εἰκόνα τοῦ γήινου. Γι’ αὐτό καί δέ χωρεῖ ἡ εἰκόνα τοῦ οὐράνιου. Καί ὅσο καί ἄν θεωροῦνται ἤ προσδιορίζονται ὡς «πνευματικοί» ἄνθρωποι ἀπό τούς ὁμοίους τους, εἶναι καθαρά «ψυχικοί, οἱ τά ἐπίγεια φρονοῦντες», κολλημένοι στό παρόν σχῆμα τοῦ αἰῶνος τούτου τοῦ ἁμαρτωλοῦ καί ἀπατεῶνος.

Ὁ Μεσσίας παρουσιάζεται ὡς ἱππεύς ἐπάνω σέ λευκό ἄλογο. Εἶναι ὁ ἴδιος πού στήν ἀρχή τῆς Ἀποκαλύψεως «ἐξῆλθε νικῶν καί ἴνα νικήση». Ἐκεῖ ὅμως δέν προσδιορίζεται οὔτε ἡ μάχη πού θά ἔκαμνε οὔτε ἡ νίκη πού θά πετύχαινε. Ἀπό τότε ὅμως ἀφηνόταν νά διαφανῆ πώς ἐνεργοῦσε ὡς ἐντεταλμένος τοῦ Θεοῦ. Ἐδῶ τώρα προσδιορίζεται τό ἔργο του. Εἶναι ἡ κρίση. Καί ὅσο πιό πολύ ἀποκαλύπτεται ὁ Ἰησοῦς, τόσο πιό πολύ φανερώνεται ἡ ἰδιότητά του καί ὡς Κριτού, ὅτι «κεῖται εἰς πτῶσιν καί ἀνάστασιν πολλῶν», ὅπως προεῖπε ὁ Πρεσβύτης Συμεών κρατώντας τόν ὡς βρέφος στήν ἀγκάλη τοῦ (Λούκ. β’ 34).

Ὁ Μεσσίας εἶναι ὁ πιστός καί ὁ ἀληθινός, πράγμα πού τό ἔχει ξαναπεῖ γιά τόν Κύριο καί ἀλλοῦ. «ὁ μάρτυς ὁ πιστός καί ἀληθινός» (γ’ 14). Εἶναι πιστός ὄχι γιατί πιστεύει, ἀλλά γιατί πιστεύεται, γιατί εἶναι ἀξιόπιστος καί ἄξιος νά ἐμπιστευθῆ κανένας σ’ αὐτόν. Εἶναι ὅμως καί ἀληθινός, σέ ἀντίθεση πρός «τόν ἀπ’ ἀρχῆς ψεύστην» καί «πατέρα τοῦ ψεύδους», τό Σατανᾶ, τό θηρίο, τόν ψευδοπροφήτη καί ὅλα τά ὄργανά του. Ἡ μαρτυρία του καί ἡ διαβεβαίωσή του ἔχουν τόν σταθερό, τόν αἰώνιο καί τόν ἀμετάβλητο χαρακτήρα τοῦ θείου. Εἶναι πιστός καί ἀληθινός, γιατί ὁ λόγος του ὡς οὐράνιος δέν ἔχει σχέση μέ τή σκιά, μέ τή μορφή, μέ τήν εἰκόνα, πού ἔχει ὁ γήινος ἀνθρώπινος λόγος. Ὁ ἀνθρώπινος λόγος δέν εἶναι πιστός καί ἀληθινός καί ὅταν τό ἰσχυρίζεται, γιατί χρησιμοποιεῖ τή σκιά, τή μορφή, τήν εἰκόνα γιά νά ἐκφρασθῆ. Γι’ αὐτό καί οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν οὐσιαστικά νά κατανοήσουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, γιατί δέν μποροῦν νά ποῦν ἀκριβῶς αὐτό πού θέλουν καί νιώθουν. Ἀλλιῶς νιώθουν καί σκέπτονται κάτι ἤ γιά κάτι καί ἀλλιῶς τό λένε. Γι’ αὐτό λίγο τους ἀντιλαμβάνονται οἱ ἄλλοι, γιατί ἄλλα λένε καί ἄλλα ἐννοοῦν, χωρίς αὐτό νά σημαίνη πώς τό κάνουν σκόπιμα. Εἶναι ἡ βασική ἀδυναμία αὐτή τοῦ ἀνθρώπινου λόγου. Ὁ οὐράνιος ὅμως Λόγος καί ὅταν γίνεται «σάρξ», ὅταν γίνεται ἀνθρώπινος λόγος καί τότε κάθεται ἐπάνω σέ «ἵππον λευκόν» καί ὅποιος ἔχει μάτια γιά νά βλέπη, βλέπει τή λευκότητα καί τήν καθαρότητά του, τόν νιώθει ὡς τά κατάβαθά του, γιατί δέν ἀλλάζει ταυτότητα. Εἶναι πάντοτε «ὁ ζῶν λόγος τοῦ Θεοῦ ὁ ἐνεργῆς… καί διϊκνούμενος ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς τέ καί πνεύματος» (Ἑβρ. δ’ 12). Ὅποιος ἔχει αὐτιά, ἀκούει τό λόγο τοῦ Λόγου ὡς λόγον τέτοιον πού ἦταν, λόγος σωτήριος, λόγος Θεοῦ, λόγος ἐξυψωτικός ἀπό τά γήινα στά οὐράνια, λόγος «εὐφραίνων καρδίαν».

Ὁ πόλεμος πού ἔρχεται νά διεξαγάγη ὁ Μεσσίας εἶναι πόλεμος δικαιοσύνης καί κρίσεως ἐν δικαιοσύνη. Εἶναι ὁ μόνος πόλεμος πού εἶναι δίκαιος. Ὅλοι οἱ γήινοι πόλεμοι, ὅσο δίκαιοι κι ἄν εἶναι, ἔχουν τά ψεγάδια τους, πού τούς ἀμαυρώνουν, ἔστω κι ἄν ὕστερα ἑξαγλαΐζονται. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Μεσσίας-Χριστός, ἔρχεται νά ἀποκαταστήση τή δικαιοσύνη πού κατήργησε ὁ Ἀντίχριστος. Καί ὅταν λέγεται, ὅτι «ἐν δικαιοσύνη κρίνει καί πολεμεῖ», ἐννοεῖται ὅτι ὅπλο τοῦ εἶναι ἡ δικαιοσύνη του. Ὁ πόλεμος πού διεξάγεται μέσω τῆς δικαιοσύνης καί γιά τήν ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης εἶναι καθαρά πνευματικός. Ἐδῶ ἔχουμε μία φανέρωση τοῦ εἴδους καί τῆς ποιότητος τῶν ὅπλων τοῦ Μεσσίου καί ἑπομένως τοῦ χαρακτῆρος του, πού δέν ἔχει σχέση μέ ἄλογα καί συγκρούσεις σῶμα πρός σῶμα, πού ἡ καθαρά ἀνθρωποπαθῆς εἰκόνα δίνει τήν ἐντύπωση πώς θά διεξαχθοῦν. Τό εἴπαμε καί πιό πρίν, ὅτι εἶναι καθαρός παραλογισμός αὐτῶν πού θέλουν κάποια πράγματα σώνει καί καλά νά τά βλέπουν κατά γράμμα, γιατί αὐτό ἐπιτάσσει ἡ σιωνιστική τους θεώρηση τοῦ Μεσσίου. Ὁ Μεσσίας ὡς βασιλεύς εἶναι καί ὁ ὑπέρτατος Κριτής. Καί ἡ κρίση σημαίνει τήν κατάλυση τοῦ κακοῦ, τό ὁποῖο παρουσιάζεται ὡς καθεστώς καί ντύνεται τό ἔνδυμα τῆς νομιμότητος μέ βάση τό δίκαιό της δυνάμεως.

Δέν ὑπάρχει φόβος νά πέση ὁ Μεσσίας ἔξω στήν κρίση του καί στήν ἀπονομή τοῦ δικαίου, ὅπως συνέβη καί συμβαίνει μέ πολλούς, πού λένε ἤ καί εἰλικρινά ἐπιθυμοῦν τήν ἀπόδοση καί ἀπονομή τοῦ δικαίου στούς ἀδικημένους. Αὐτοί παρά τήν καλή τους τυχόν διάθεση μπορεῖ, γιά νά ἐπιβάλουν τό ἀπόλυτο δίκαιο, νά καταλήξουν στήν ἐπιβολή τῆς ἀπόλυτης ἀδικίας. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἰδῆ τό βάθος καί ὅλη τήν ἔκταση τῶν πραγμάτων. Ὁ Μεσσίας ὅμως ἔχει μάτι πύρινο. Τό βλέμμα τοῦ μοιάζει μέ φλόγα φωτιᾶς καί ἔχει ἀφάνταστη διεισδυτική καί «ἐποπτικήν δύναμιν», μπορεῖ δηλαδή ἡ ματιά του νά εἰσχωρήση πέρα ὡς πέρα σέ ὅ,τι βλέπει. Δέν τήν ἐμποδίζει σ’ αὐτό ὅ,τι ἐμεῖς λέμε «παρελθόν» ἤ «μέλλον» ἤ «ταχύτητα πραγμάτων». Εἶναι ματιά «κρυφιογνώστις», πού ξεψαχνίζει καί φανερώνει τά ἄδηλα καί κρύφια της καρδιᾶς. «κριτικός ἐνθυμήσεων καί ἐννοιῶν καρδίας» (Ἑβρ. δ’ 12). Καί εἶναι ἀκόμη πύρινη ἡ ματιά, γιατί εἶναι φωτιά πού καίει ὅ,τι ἁμαρτωλό. Καί ἑπομένως εἶναι πῦρ πού δοκιμάζει καί ἀποδεικνύει τή βιωσιμότητα ἤ μή τῶν πράξεων τῶν ἀνθρώπων, τήν ἀντοχή τους ἤ μή, ὅταν τεθοῦν κάτω ἀπό τή δοκιμασία τῆς κρίσεώς του.

Ὁ Μεσσίας ἔρχεται ὡς φορεύς μεγάλης ἐξουσίας καί γι’ αὐτό παρουσιάζεται μέ πολλά διαδήματα στήν κεφαλή του. Κάθε διάδημα, δηλαδή κάθε στέμμα, φανερώνει καί μία του βασιλική ἰδιότητα, γι’ αὐτό καί τό καθένα ἔχει γραμμένο καί ἕνα ὄνομα. Ἔτσι συνηθιζόταν τότε ἀπό τούς βασιλιάδες τῆς Ἀνατολῆς. Ἔχει ὅμως καί ἕνα ὄνομα ἄγνωστο καί ἀκατανόητο ἀπό ὅλους. Δέν εἶναι ἄγνωστη ἡ λεκτική του μορφή, δηλαδή ἡ λέξη πού μέ αὐτήν φανερώνεται τό ὄνομα, ἀφοῦ μᾶς τή λέει ὁ ἴδιος ὁ εὐαγγελιστής, «ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ». Τί κρύβει ὅμως αὐτό τό ὄνομα δέν μπορεῖ νά τό χωρέση ὁ ἀνθρώπινος νοῦς. Γι’ αὐτό «οὐδείς ἐπιγινώσκει τόν Υἱόν» (Μάτθ. ἴα’ 27) παρά μόνον τά ὑπόλοιπα πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὅ,τι ὀνομάζεται στό Θεό δέν εἶναι δηλωτικό της οὐσίας του, δηλαδή τοῦ τί εἶναι κατά βάθος ὁ Θεός. Δηλώνει μόνο τήν πρός τά ἔξω ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Μποροῦμε νά ὀνομάσουμε τό Θεό, Φῶς, Ζωή, Ἁγιασμό, Ἀπολύτρωση ἤ Ἄφθαρτο, Ἀναλλοίωτο, Ἀόρατο, Ἀκατάληπτο. Ὅμως δέν λέμε τί εἶναι στήν οὐσία τοῦ ὁ Θεός. Ἡ πολυωνυμία ἀναφέρεται στίς ἐνέργειές του. Τό τί εἶναι, τό ξέρει μόνο ὁ ἴδιος.

Ὁ Μεσσίας-Χριστός φορεῖ «ἱμάτιον βεβαμμένον ἐν αἵματι». Γιατί; Γιατί εἶναι βαμμένο ἀπό τό «ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ ρεύσαν τίμιον αἷμα» του. «Τό δέ περιβεβλῆσθαι ἱμάτιον βεβαμμένον αἵματι δηλοί τήν ἐνανθρώπησιν καί τό ἠμαγμένον (=αἱματωμένο) πάθος αὐτῆς» δηλαδή τῆς ἐνανθρωπήσεως, τῆς ἀνθρώπινης φύσεως τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, διευκρινίζει ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Ἄνθιμος. Μέ ἄλλα λόγια σημαίνεται, ὅτι ἔγινε ἄνθρωπος καί θυσιάστηκε προσφέροντας τήν αἱματηρή θυσία τοῦ Σταυροῦ.

Παραδόξως ὁ Μεσσίας-Πολέμαρχος δέν κρατάει στό χέρι τοῦ τό σπαθί του. Εἶναι κοφτερό καί δίστομο, δίκοπο, ἀλλά τό ἔχει στό στόμα του. Ἡ ρομφαία τοῦ «ἐκ τοῦ στόματος αὐτοῦ ἐκπορεύεται». Μά εἶναι δυνατό νά πολεμήση κανένας μέ σπαθί κρατώντας τό μέ τό στόμα; Καί μόνο ἡ φράση αὐτή εἶναι ἀρκετή, γιά νά δείξη πώς ὅλα ὅσα λέγονται ἐδῶ ἔχουν συμβολικό χαρακτήρα. Μέ αὐτά, πού λέγονται, ἐννοοῦνται βαθύτερα πράγματα. «τά γάρ ὄπλα τῆς στρατείας ἠμῶν οὐ σαρκικά» (Β’ Κόρ. ἰ’ 4), λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφερόμενος στόν ἀγώνα τοῦ κάθε χριστιανοῦ. Ἄν αὐτό ἰσχύη γιά τόν κάθε πιστό, πολύ περισσότερο ἰσχύει γιά τόν Ἀρχηγό τους. Τό μεγάλο ὅπλο τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ λόγος του, πού δέν εἶναι βέβαια ἀδύναμος σάν τόν ἀνθρώπινο λόγο. Ὁ λόγος τοῦ Λόγου εἶναι θεϊκός, ἑπομένως λόγος παντοδύναμος. Μέ τό λόγο τοῦ δημιουργήθηκαν οἱ οὐρανοί καί «πάντα ἐν αὐτῶ συνέστηκε», ὅλα στέκουν καί συγκρατοῦνται μέ τή δύναμη αὐτοῦ του λόγου. Καί γι’ αὐτό καί «ἀναλώσει τῷ πνεύματι τοῦ στόματος αὐτοῦ» «τόν ἄνομο» (Β’ Θέσσ. β’ 8). Θά τόν ἐκμηδενίση ὄχι μέ τό λόγο του, ἀλλά μέ ἕνα ἁπλό φύσημα τοῦ στόματός του. Ποιόν; Μά ποιόν ἄλλον ἀπό τόν ἐχθρό, τό σατανᾶ καί τίς δυνάμεις του;

Ὅσο ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι σωτηριώδης, «ρῆμα ζωῆς αἰωνίου», παραμυθητικός, ἐνισχυτικός, φωτιστικός, ἁγιαστικός, γιά ὅσους τόν δέχονται, τόσο σκληρός καί ἀδυσώπητος εἶναι γιά τόν ἐχθρό καί πατέρα τοῦ ψεύδους καί κάθε κακίας, τό σατανᾶ καί τά ὄργανά του. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι δυνατός σάν τή θέρμη τοῦ ἥλιου πού τό κερί τό μαλακώνει, ἀλλά τή λάσπη τήν κάνει πέτρα. Γι’ αὐτό καί θά εἶναι ὁλοθρευτικός γιά τό θηρίο καί τά στρατεύματά του ὅσα καί ὅποια κι ἄν εἶναι αὐτά.

Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ μέ τόν ὁποῖο σάν μέ βακτηρία ποιμαίνει μέ τρυφερότητα τά πρόβατά του, τά ὁποία «καλεῖ κατ’ ὄνομα» (Ἰω. ἰ’ 3) δηλαδή ἔχει στενή προσωπική σχέση μαζί τους, ὁ ἴδιος λόγος «θεωρῶν τόν λύκον ἐρχόμενον» (Ἰω. ἰ’ 12) γίνεται «ράβδος σιδηρᾶ» καί τοῦ σπάει τό κεφάλι καί τόν ἐκμηδενίζει. Μέ αὐτήν τήν «σιδηρᾶν ράβδον» του θά ἀποκαταστήση τήν τάξη θραύοντας καί ἐξουδετερώνοντας τούς «ἐπανισταμένους ἐπ’ αὐτόν», αὐτούς πού ξεσηκώθηκαν ἐναντίον του καί ἐναντίον τῶν ἁγίων του καί τοῦ λαοῦ του.

Ἔγινε σέ προηγούμενο κεφάλαιο λόγος γιά τό πατητήρι τοῦ Θεοῦ, ὅπου θά συναχθοῦν τά σταφύλια τῆς ὀργῆς, οἱ ἁμαρτωλοί καί ἀσεβεῖς. Τήν τιμωρητική ἐξουσία, τό πάτημα τῶν σταφυλιῶν, τήν ἔχει ὁ Μεσσίας. Τό ἴδιο γεγονός πού ἐκεῖ παρουσιάζεται ὡς πάτημα τῶν σταφυλιῶν, ὅπως δείχνει ἡ κατάληξη τῆς εἰκόνας, παρουσιάζεται ἐδῶ ὡς ἐκστρατεία τοῦ Μεσσίου ἐναντίον τῶν δυνάμεων τοῦ θηρίου, γιά νά ἐκτελέση τήν ἐντολή πού τοῦ δόθηκε ἀπό τό Θεό, δηλαδή τήν ἐξολόθρευσή τους. Ἡ μάχη αὐτή θά εἶναι «ἡ ληνός», τό πατητήρι τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἀντίχριστος θεώρησε τόν ἑαυτό τοῦ κυρίαρχο καί ἀπόλυτον ἐξουσιαστή τῆς γής. Καί αὐτό μέσω τῆς βίας, τῆς τρομοκρατίας, τῆς ἀπάτης καί τοῦ ψεύδους. Ἦταν φανερό πώς ἦταν σφετεριστής τῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία δέν τοῦ ἀνῆκε. Γι’ αὐτό ἔχει τώρα νά ἀντιμετωπίση ἐκεῖνον, πού στό ἔνδυμά του τό αἱματοβαμμένο, ἐκεῖ πού θά κρεμόταν τό σπαθί του, ἔχει γραμμένο: «Βασιλεύς βασιλέων καί Κύριος κυρίων». Ὁ τίτλος αὐτός ἀνήκει στό Θεό. Ἀνήκει ὅμως ἐξ ἴσου καί στόν Υἱόν. Καί αὐτός ὡς ἀπόλυτος ἐξουσιαστής τῶν πάντων καί Κύριος «ἐξ οὔ, δί’ οὐ καί δί’ ὄν τά πάντα» (Ἅ’ Κόρ. ἡ’ 6 καί Κολασ. Ἅ’ 16) ἔρχεται νά ἀποδείξη στόν Ἀντίχριστο ποιός εἶναι ὁ πραγματικός κύριος του κόσμου.

Ἀνάλογα πρός τόν ἀρχηγό τούς εἶναι στήν ἐμφάνιση καί τά οὐράνια στρατεύματα, πού συμπληρώνουν τήν εἰκόνα καί δημιουργοῦν μία ἰσορροπία, στήν εἰκόνα τῆς μάχης πού προβάλλεται. Εἶναι καί αὐτά ντυμένα στά λευκά μέ ἀψεγάδιαστες βασιλικές στολές, καθισμένα καί αὐτά ἐπάνω σέ λευκά ἄλογα, δείγματα ὅλα της ἁγιότητος καί οὐράνιας καθαρότητός τους.

Ὁ ἱερός συγγραφεύς ἀποφεύγει πάντοτε νά περιγράφη σκηνές βίας, τρόμου, σφαγές καί καταστροφές κατά τή διάρκεια πού αὐτά ὅλα πραγματοποιοῦνται. Ὅλα αὐτά τά τραγικά καί ἀποκρουστικά γεγονότα ἀρκεῖται νά τά ἀναφέρη ἁπλῶς, ἀφοῦ εἶναι γεγονότα πού πρέπει νά ἀναφερθοῦν, ἀλλά τετελεσμένα πιά. Ἄν κανένας θέλη νά ἰδῆ σκηνές μάχης καί σκοτωμούς, ἄς ἀνοίξη τήν Ἰλιάδα, ὅπου ἀναρίθμητες τέτοιες σκηνές περιγράφονται. Γι’ αὐτό καί δέ θά ἰδοῦμε περιγραφή τῆς τρομερῆς μάχης τοῦ Ἀρμαγεδῶν, ἡ ὁποία ὑποτίθεται πώς θά ἐπακολουθήση ὡς μάχη κραταιῶν στρατευμάτων. Μά τί εἶναι ἐπί τέλους αὐτός ὁ Ἀρμαγεδῶν (τοῦ Ἀρμαγεδῶν καί ὄχι Ἀρμαγεδῶνος, ἀφοῦ εἶναι ξένη καί ἄκλιτη ἑλληνικά λέξη, ὅπως θά λέγαμε ἡ Οὐάσιγκτον τῆς Οὐάσιγκτον), ποῦ τόσες φορές ἔγινε γι’ αὐτόν λόγος; Ὁ Ἀρμαγεδῶν ἤ Ἀρμαγεδδῶν (μέ δύο δέλτα) ἤ ἡ Ἀρμαγεδῶν, καταρχήν εἶναι ἑβραϊκή λέξη καί σημαίνει ὅρος τῆς Μεγιδδῶ, πού ἐξελληνισμένα ἔγινε Ἀρμαγεδῶν. Οὐσιαστικά δέν ὑπάρχει στήν ἑβραϊκή πόλη Μεγιδδῶ κανένα βουνό. Ἔγιναν ἐκεῖ πολύ παλιά, ἀπό ὅ,τι μᾶς ἀναφέρει ἡ Παλαιά Διαθήκη, φονικώτατες μάχες. Ἔτσι τό ὄνομα ἔγινε συμβολικό καί σημαίνει τρομερό σέ σφαγή πόλεμο. Ὁ πόλεμος αὐτός λοιπόν δέ θά περιγραφή. Ἄλλωστε εἶναι ἁπλή εἰκόνα, δεδομένου ὅτι ὅλοι οἱ ἐχθροί ἔπεσαν κάτω ἀπό τή δύναμη τῆς ρομφαίας πού εἶχε στό στόμα τοῦ ὁ Μεσσίας ἐν ριπή ὀφθαλμοῦ, στό ἄψε-σβῆσε. Τό ἀποτέλεσμα τοῦ πολέμου αὐτοῦ εἶναι ἐκ τῶν προτέρων βέβαιο καί προεξαγγέλλεται μέ τρόπο δραματικό ἀπό ἕναν ἄγγελο πού διακηρύττει τό ἀποτέλεσμα αὐτό ἀπό ψηλά. Ἀπό τά μεσούρανα καί ἀπό τόσο ψηλά, σάν ἀπό τόν ἥλιο, διακηρύσσεται ἡ ὁλική καταστροφή τῶν στρατευμάτων τοῦ θηρίου καί τῶν συμμάχων του καί καλοῦνται ὅλα τά ὄρνια νά χορτάσουν ἀπό τίς σάρκες τῶν ἀναρίθμητων πτωμάτων πού θά σκεπάσουν τό πεδίο τῆς μάχης. Καί θά πέσουν ὅλοι! Ὅλοι γονάτισαν μπρός στό θηρίο. Ὅλοι πίστεψαν σ’ αὐτό καί ὅλοι θά τό ἀκολουθήσουν στήν καταστροφή του. Γονάτισαν μπροστά του λατρευτικά. Καί τό ἔκαναν πολλοί γιά νά ἀποφύγουν τό θάνατο. Νά, ὅμως πού δέν τόν ἀποφεύγουν. Καί γονατίζουν ὅλοι μπρός στόν ἐπονείδιστο θάνατο χωρίς καμμιά ἐλπίδα καί προσδοκία, χωρίς τήν ἐλπίδα καί τήν προσδοκία πού εἶχαν οἱ ἅγιοι μάρτυρες, πού οἱ ἴδιοι βασάνιζαν καί σκότωναν. Ἐκεῖνοι ἤξεραν πώς βάδιζαν τή μακαρία ὁδό πρός τό αἰώνιο φῶς. Αὐτοί βαδίζουν πρός τό αἰώνιο σκότος καί τήν αἰώνια καταδίκη. Ἐκεῖνοι, οἱ μάρτυρες, πέθαιναν ὑμνώντας τόν Κύριο καί ἀγαπώντας τόν «ἐξ ὅλης ψυχῆς καί ἐξ ὅλης της διανοίας» τους. Αὐτοί πεθαίνουν μέ κατάρες καί βλαστήμιες γιά τόν ἀπατεώνα πού τούς ὠδήγησε στήν καταστροφή.

Ἡ ἔκβαση τῆς μάχης ἦταν αὐτή πού προεξαγγέλθηκε. Ὅλοι ἔπεσαν κάτω ἀπό τή ρομφαία τοῦ Λευκοῦ Ἱππέως. Φαντασθῆτε ἕνα στράτευμα, ὅσο μεγάλο κι ἄν εἶναι αὐτό, ὅσο ἐξωπλισμένο κι ἄν εἶναι, νά δέχεται μία καί μόνη ἀπό τίς τρομερές ὑπερβόμβες πού ἔχει κατασκευάση ὁ ἀνόητος σημερινός ἄνθρωπος, γιά νά ἐπισπεύση τήν καταστροφή του. Τί θά μείνη ἀπό τό στράτευμα αὐτό; Ἀπολύτως τίποτε. Ε, ἐδῶ ἔχετε μία εἰκόνα τοῦ ἀποτελέσματος τῆς μάχης τοῦ Ἀρμαγεδῶν. Καί τί εἶναι μία ἀτομική βόμβα καί ὅλες οἱ βόμβες καί ἀναρίθμητες τέτοιες βόμβες μπρός στήν παντοδύναμη ἐνέργεια ἑνός λόγου τοῦ Κυρίου; Ὅλοι, λοιπόν, ἔπεσαν. Ζωντανοί ἔμειναν καί πιάστηκαν τό θηρίο καί ὁ ψευδοπροφήτης καί ζωντανοί πετάχθηκαν στή φωτιά «τῆς λίμνης τῆς καιομένης ἐν θείω», μέ θειάφι.

Ἴσως πάλι κάποιοι εὐαίσθητοι μιλήσουν γιά σκληρότητα τιμωρίας. Θά μπορούσαμε πολλά νά ποῦμε στό σημεῖο αὐτό, ἀλλά ἄς ἀρκεσθοῦμε σέ ὅσα ἄλλοτε εἴπαμε ἀπό παρόμοια ἀφορμή. Ἐκεῖνο πού θά ποῦμε εἶναι ὅτι δέν εἴμαστε ἐμεῖς πιό σπλαχνικοί ἀπό τόν Κύριο, πού εἶναι ἡ ἀγάπη. Ὅμως ἡ ἀγάπη αὐτή πολλές φορές προειδοποίησε πώς ὑπάρχει καί δικαιοσύνη, πού δέν πρέπει νά ἁγνοῆται. Τό ἕνα χέρι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη του καί τό ἄλλο ἡ δικαιοσύνη του. Τήν ἀγάπη τοῦ τήν ἔδειξε περίτρανα ὁ Θεός. Ὁ σατανᾶς προσπάθησε νά πείση πολλούς πώς αὐτή ἦταν φενάκη. Καί ἀφοῦ λοιπόν ἀπέρριψαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, γιατί τώρα ζητοῦν λόγο, γιατί δέν δείχνει ὁ Θεός ἀγάπη; Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, ναί, ἀλλά καί δικαιοσύνη. Τό τονίσαμε ἀρκετά αὐτό ἀλλοῦ. Καί ἡ δικαιοσύνη τοῦ ἐπέβαλλε νά ριχτοῦν στή κόλαση ζωντανοί οἱ μεγαλύτεροι τύραννοι καί ἀπατεῶνες τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ὁ Ἀντίχριστος καί ὁ ψευδοπροφήτης του. Καί ἡ τιμωρία τούς ἦταν νά πεταχτοῦν ζωντανοί στήν κόλαση τοῦ πυρός.

Εἶναι τρομερό καί νά σκεφτοῦμε αὐτήν τήν τιμωρία, πού μᾶς παριστάνεται ἀνθρωποπαθῶς ὡς φωτιά ἀπό θειάφι, πού εἶναι πολύ ἰσχυρή φωτιά. Σήμερα ἴσως θά χρησιμοποιοῦνταν ἡ εἰκόνα μιᾶς φωτιᾶς στό κέντρο τῆς ἀτομικῆς ἐκρήξεως. Ὅμως ὅποια εἰκόνα καί νά χρησιμοποιηθῆ γιά τήν κόλαση, ποτέ δέν θά μπορέση νά μᾶς τήν ἀναπαραστήση. Κόλαση ὅμως εἶναι κάτι πού εἶναι ἀφάνταστα τρομερώτερο ἀπό ὅ,τι πιό τρομερό φανταστῆ κανένας. Κόλαση εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ. Καί ὅταν λέμε ἀπουσία ἐννοοῦμε πλήρως καί τελείως ἀπόντα τό Θεό. Στή ζωή ἐτούτη ὁ Θεός τόν «ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπί πονηρούς καί ἀγαθούς καί βρέχει ἐπί δικαίους καί ἀδίκους» (Μάτθ. ἐ’ 45). Αὐτό σημαίνει παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἔστω καί ἔμμεση καί ἀμυδρή καί σ’ αὐτές τίς ψυχές τῶν ἀπίστων. Ρίχνει φῶς καί δροσιά, ζωή καί ἐλπίδα. Φαντασθῆτε ὅμως νά λείψουν ὁ ἥλιος καί ἡ βροχή! Ἡ ζωή θά γίνη κόλαση. Ἀπόλυτο σκοτάδι καί ἀπόλυτο ψύχος θά βασιλέψουν στή γῆ. Ὅλα τά ὡραῖα της γής μέ μόνη τήν κυριαρχία τῆς νύχτας χάνουν τήν ὀμορφιά τους, τό χρῶμα τους, τό σχῆμα τους. Τί μπορεῖς νά ἰδῆς στό σκοτάδι; Μαυρίλα καί σκουντούφλα σέ κάθε σου βῆμα. Κίνδυνοι καί φόβοι, ὑπαρκτοί καί ἀνύπαρκτοι, πιέζουν τήν ψυχή. Τί εἶναι ὅμως ὅλα αὐτά; Ἕνα τίποτε μπρός στήν ἐλπίδα πώς θά διαλυθοῦν μέ τήν αὐγή τῆς καινούργιας μέρας. «Ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος καί εἰς τάς μάνδρας αὐτῶν κοιτασθήσονται», φόβοι, ἀβεβαιότητες, σκοτεινές καταστάσεις, νυχτερινά φαντάσματα καί φαντασίες. Ἄν ὅμως λείψη αὐτή ἡ ἐλπίδα; Ἄν δέν ὑπάρξη καμμιά αὐγή πιά; Ἄν τό σκοτάδι στήση γιά πάντα τό βασίλειό του; Καί ἄν τό σκοτάδι αὐτό τό ἀμετακίνητο σημαίνη καί ἀπόλυτη μοναξιά, τότε πόση εἶναι ἡ φρίκη ποῦ μόνο ἡ σκέψη τῆς μπορεῖ νά σέ τρελλάνη; Καί γιά νά μιλήσω, πιό ρεαλιστικά γιά τήν ἀπουσία αὐτή τοῦ Θεοῦ, θά παρακαλέσω νά μοῦ ἐπιτραπῆ νά ἀναπαραστήσω ἐδῶ μέ λίγα λόγια τήν εἰκόνα πού ζωγραφίζει ἄνθρωπος πού ἔζησε τό τί σημαίνει αὐτή ἡ ἀπόλυτη μοναξιά ὑπό συνθῆκες πού ἦταν συνώνυμές του θανάτου σέ κάποια ἀπό τίς ἀπαίσιες φυλακές τῆς τρομερῆς πάλαι ποτέ καί ἀπαίσιας μνήμης σοβιετικῆς δικτατορίας.

Ἡ χειρότερη τιμωρία ἐν ἀναμονή τοῦ θανάτου ἦταν ἡ πλήρης ἀπομόνωση σέ εἰδικές φυλακές. Καί ὅταν λέμε ἀπομόνωση, ἐννοοῦμε πλήρη καί τελεία ἀπομόνωση ἀπό ὅλα. Καμμιά ἀπολύτως ἐπικοινωνία μέ τόν ἔξω κόσμο. Δέν ἄκουγες οὔτε ἕνα θόρυβο, ὁποιονδήποτε. Οἱ τοῖχοι ἦταν ἀπόλυτα μονωμένοι. Οἱ πόρτες τό ἴδιο. Δέν μπορεῖς νά ἐπικοινωνήσης συνθηματικά μέ κανένα σέ κάποιο διπλανό σου κελλί μέ τή γνωστή μέθοδο τῶν συνθηματικῶν κτύπων. Οἱ διάδρομοι σκεπασμένοι μέ χοντρά χαλιά. Ποτέ κανένας δέν μιλάει σ’ αὐτούς καί ἡ διακίνηση τῶν κρατουμένων δέ γίνεται ποτέ ὁμαδικά. Ἕναν ἕναν τους μεταφέρουν μέ ἀπόλυτη σιωπή. Καί νά κραυγάση κανένας εἶναι ἀπόλυτα μάταιο. Δέν πρόκειται κανένας νά ἀκούση. Οἱ φύλακες συνεννοοῦνται μεταξύ τους μέ συνθηματικές κινήσεις. Στό κελλί τέλεια νέκρα. Μόνο ἕνας λαμπτήρας πολλῶν βάττ καίει μέρα νύχτα καί σέ ζαλίζει καί σέ τρελλαίνει τό δυνατό του φῶς. Δέν μπορεῖς νά κοιμηθῆς. Δέν μπορεῖς νά εἶσαι καθ’ ἑαυτόν. Κάποιος σέ παρακολουθεῖ σέ κάθε σου κίνηση. Τίποτε νά ἀσχοληθῆς μ’ αὐτό. Ὅση δυνατή μνήμη κι ἄν ἔχεις, σέ λίγες μέρες χάνεις τό λογαριασμό τοῦ χρονικοῦ διαστήματος πού εἶσαι ἐκεῖ. Καί σέ λίγο χάνεις τελείως τήν αἴσθηση τοῦ χρόνου. Δέν ὑπάρχει τίποτε πού νά μαρτυρῆ τή ροή του. Νύχτα καί μέρα δέν ὑπάρχουν γιά σένα ἐκεῖ. Μία τρομερή ἀκινησία καί στασιμότητα βασιλεύει. Πόσο θά ἤθελες νά ἔβλεπες καί αὐτόν τό δεσμοφύλακά σου πού ἀπάνθρωπα σέ ἔσπρωξε κλείνοντας σέ στό κελ­λί αὐτό! Θά ἦταν μία ἀνθρώπινη μορφή πού θά ἔβλεπες. Ἔστω κι αὐτή. Τό φαγητό σου τό βρίσκεις σέ εἰδική θήκη, ἀλλά δέ βλέπεις τίποτε ἀπό αὐτόν πού τό τοποθετεῖ. Καί φυσικά δέν πρόκειται περί φαγητοῦ. Ἀλλά πού ὄρεξη πιά γιά φαγητό. Ἡ ψυχή πεινάει γιά ἄλλα πράγματα. Καί ὅταν ἡ ψυχή πεινάη, τίποτε δέ μπορεῖ νά ἰκανοποιή­ση καί τό σῶμα. Ἔτσι μένεις μόνος σου ἀπόλυτα. Οἱ σκέψεις σου στροβιλίζουν στό μυαλό σου. Ὅμως ὡς πότε; Τό μυαλό ἀρχίζει νά θολώνη. Καί δέν ἀργεῖ νά νιώθη τούς πρώτους τρομακτικούς της σεισμούς ἡ λογική σου. Πόσο ἀκόμη θά ἀντέξη στήν πάλη της μέ τό τρομερό τέρας τῆς παραφροσύνης; Ὅποιος τρελλάθηκε σέ μία στιγμή, ὅποιος ἔχασε τά λογικά του πάνω σέ ἕνα ξαφνικό τρομερό χτύπημα, πού δέχθηκε, εἶναι εὐτυχής. Δέν κατάλαβε τί τοῦ ἔγινε καί οὔτε θά τό συνειδητοποιήση ποτέ. Ὅποιος ὅμως βλέπει τήν τρέλλα νά τόν πλησιάζη κάθε μέρα ὅλο καί πιό πολύ καί νά τοῦ σφίγγη τό μυαλό καί νά προσπαθῆ νά τοῦ στραγγαλίση λίγο λίγο ὅ,τι συνιστᾶ τόν ἄνθρωπο, τή λογικότητά του, ω, αὐτός εἶναι τό πιό δυστυχισμένο πλάσμα στή γῆ. Ὅταν θά ἔρθουν νά τόν παραλάβουν γιά νά τόν ὁδηγήσουν στήν ἐκτέλεση, δέν θά εἶναι πιά ἄνθρωπος. Οὔτε καν ἕνας εὐτυχισμένος παράφρων. Θά εἶναι ἕνας γήινος πολίτης τῆς κολάσεως…

Ώ, ἀδελφοί μου, ἀδελφοί μου! Ἄν καί γιά λίγο σκεπτόμασταν αὐτό πού λέγεται «κόλαση», πόσο ἡ ζωή μας θά ἦταν -δέν εἶναι ὑπερβολή αὐτό- παραδεισένια μέ τή μυστική παρουσία τοῦ Θεοῦ!


Ἀπό τόν ἐπίλογο τῆς Ἀποκαλύψεως

Ὁ ἅγιος εὐαγγελιστής ἀνησυχεῖ μήπως οἱ λόγοι του δέν γίνουν πιστευτοί, γιατί πάντοτε οἱ ἄνθρωποι ἀκοῦνε πολύ εὐχαρίστως ὅ,τι «κνῆθει τήν ἀκοήν», ὅ,τι γαργαλά­ει καί εὐχαριστεῖ τό αὐτί στό ἄκουσμά του, ἀκοῦνε μέ πολύ ἐνδιαφέρον τούς «μύθους καί ὅ,τι ἔχει χαρακτήρα πικάντικο», ἁμαρτωλό, ἐρεθιστικό καί διεγερτικό κατωτέρων ἐπιθυμιῶν, ἀλλά δέν θέλουν νά ἀκούσουν εὐχαρίστως τήν σώζουσα ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, πού φυσικά ἐπιβάλλει καί κάποια καθήκοντα καί κάποια φροντίδα καί κάποιους κόπους….

Φαντασθῆτε ἕναν ἄνθρωπο πού πάει γεμάτος ἀγωνία σέ ἕνα ἀπό τά διαμερίσματα τῶν ἐπάνω πατωμάτων μίας πολυκατοικίας καί σέ ὥρα πού ὅλοι ἡσυχάζουν καί μάλιστα βρίσκονται στίς πιό γλυκειές ὧρες τοῦ ὕπνου. Χτυπάει δυνατά τήν πόρτα καί στούς ἀγουροξυπνημένους ἐνοίκους τοῦ λέει γρήγορα γρήγορα πώς ἐπίασε φωτιά στά κάτω πατώματα τῆς πολυκατοικίας καί ἑπομένως ἄς κάνουν ὅ,τι μποροῦν γιά νά σωθοῦν. Καί ἐκεῖνοι ἀντί νά προσέξουν τά λόγια του ἤ νά τόν ἀποπαίρνουν γιατί τέτοια ὥρα ξυπνάει τούς ἄλλους καί δέν σέβεται τήν ἡσυχία τους ἤ τόν ἀπειλοῦν νά τόν μηνύσουν γιατί διαταράσσει τήν κοινή ἡσυχία ἤ τόν κοροϊδεύουν ὡς φαντασιοκόπο, ἀφοῦ ἡ… τηλεόραση δέν εἶπε κάτι τέτοιο ἤ τοῦ λένε μέ εὐγένεια νά πάη στό καλό. Αὐτούς δέν τούς ἐνδιαφέρουν τέτοια πράγματα κλπ. κλπ. Φαντάζεσθε τόν πόνο τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν μάλιστα τοῦ κλείνουν κατάμουτρα τήν πόρτα… Ε, λοιπόν κάτι ἀνάλογο νιώθει καί ὁ ἅγιός μας, γιατί ξέρει πώς ἀντιδροῦν οἱ ἄνθρωποι σέ τέτοια μηνύματα πού ἔχει νά τούς ἀναγγείλη. Αὐτός πῆρε ἐντολή νά τά γράψη, αὐτά πού ἦταν νά γραφοῦν καί νά τά ἀναγγείλη στούς ἀνθρώπους. Θά τόν πίστευαν ὅμως; Ἐδῶ ἀρχίζει ἡ ἀγωνία, πού εἶναι ἀγωνία καί κάθε προφήτη. Ξέρει τί τρομερά πράγματα θά γίνουν. Γνωρίζει τί θά πῆ ἀπό τή μία μεριά μακαριότητα τοῦ Παραδείσου καί ἀπό τήν ἄλλη τό τρομακτικό γεγονός τοῦ Δευτέρου Θανάτου. Ξέρει τό ἀνέκκλητό της ἀποφάσεως νά πεταχτοῦν στή “λίμνη τοῦ πυρός του καιομένου μέ θειάφι” ὅσοι θά παραμείνουν ἀσυγκίνητοι καί ἀμετανόητοι καί μιλάει γι’ αὐτά. Θά τόν πιστέψουν ὅμως; Αὐτή ἡ ἀγωνία τόν τρώει. Γι’ αὐτό παρουσιάζει τήν πρώτη αὐθεντία ἀξιοπιστίας τῶν λόγων του, τόν Χριστό. Καί ὁ Χριστός βεβαιώνει πώς θά ἔρθη γρήγορα. Καί εἶναι μακάριος ὅποιος παίρνει στά σοβαρά ὅ,τι λέει ἡ προφητεία τῆς Ἀποκαλύψεως καί θά ἀγωνισθῆ νά συμμορφωθῆ σύμφωνα μέ τίς ὑποδείξεις της εἴτε θετικά εἴτε ἀρνητικά, εἴτε δηλαδή κάνοντας ὅ,τι πρέπει νά κάνη εἴτε ἀποφεύγοντας ὅ,τι δέν πρέπει νά κάνη.

Κατόπιν παρουσιάζει τόν ἀμέσως μετά τόν Χριστό ἀξιόπιστο μάρτυρα, τή δεύτερη κατά σειρά αὐθεντία, τόν ἄγγελο, πού τοῦ διαβιβάζει ὅ,τι τοῦ εἶπε ὁ Χριστός. Μάλιστα σπεύδει ταπεινά νά τόν προσκυνήση. Καί ἐκεῖνος τόν ἐμποδίζει ὑπογραμμίζοντας πώς καί ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης ὡς προφήτης ἔχει ὅμοια ἀξία καί τιμή μέ τόν ἄγγελο καί ἑπομένως δέν χρειάζεται νά τόν προσκυνήση, ἀλλά μόνο τόν Θεό. Ὁ δεύτερος κατά σειρά ἀξίας ἀξιόπιστος μάρτυρας γιά τήν ἀλήθεια τῆς Ἀποκαλύψεως εἶναι ὁ ἄγγελος. Καί οἱ ἄγγελοι δέν λένε ποτέ ψέματα καί ποτέ δικά τους πράγματα. Ἐντολές τοῦ Θεοῦ ἐκτελοῦν ἤ διαβιβάζουν ὡς «λειτουργικά πνεύματα» πού εἶναι.

Τρίτος κατά σειρά καί ἀξία μάρτυρας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης. Μάρτυρας ἀπό ἀνθρώπινη πλευρά καί μέ σημασία κολοσσιαία γιά τήν Ἐκκλησία, γιατί δέν εἶναι ὅποιος ὅποιος, ἀλλά ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ καί εὐαγγελιστής καί προφήτης καί ὁμολογητής τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως τό βιβλίο αὐτό ἔχει παραπάνω ἀπό ὅ,τι χρειάζεται ὡς μαρτυρία γιά τήν ἀξιοπιστία του.

Ἡ ἐντολή τοῦ Χριστοῦ εἶναι νά μή μείνουν ἄγνωστες οἱ ἀποκαλύψεις πού ἔκανε στόν Ἰωάννη, γιατί ὁ καιρός τῆς πραγματοποιήσεώς τους πλησιάζει….

… Ὁ Κύριος δέν ἐκβιάζει κανέναν, γι’ αὐτό καί λέει διά τοῦ ἀγγέλου του: Ἐγώ φανέρωσα στούς ἀνθρώπους αὐτά πού εἶναι ἀπαραίτητο νά γνωρίζουν γιά τό μέλλον τους. Ὁ καθένας ἄς κανονίση τήν πορεία του. Θέλουν κάποιοι νά ἐξακολουθήσουν τό βιολί τούς κάνοντας ἀδικίες; Ἄς τό κάνουν. Θέλουν κάποιοι νά εἶναι παράνομοι καί ἁμαρτωλοί; Δέν τούς ἐμποδίζω. Θέλουν ἄλλοι σάν τά γουρούνια νά κυλιοῦνται μέσα στό βόρβορο τῶν ἀνομολόγητων ἁμαρτιῶν πού ἐξαχρειώνουν τήν εἰκόνα μου ἐπάνω τους καί τούς διαφθείρουν καί τούς μολύνουν ψυχή καί σῶμα; Ἄς τό κάνουν. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά. ἀγωνίζονται ἄλλοι γιά νά διατηρήσουν καί ἐπαυξήσουν τήν ἠθική τους καθαρότητα καί νά μένουν ἀμόλευτοι καί παρθενικοί; Ἄς ἐξακολουθήσουν τόν τίμιο ἀγώνα τους. Ζηλεύουν ἄλλοι τά κατορθώματα τῶν ἁγίων καί ἀγωνίζονται καί αὐτοί νά γίνουν ἅγιοι; Νά μή διακόψουν τήν προσπάθειά τους. Ἄς ἔχουν ὅμως ὑπόψη τούς ὅλοι, ὅτι ἔρχομαι, τό ξαναλέω, γρήγορα. Καί ἔχω μαζί μου τό μισθό πού θά δώσω στόν καθένα βάσει τοῦ ἔργου του. Μήν ξεχνᾶτε λοιπόν πώς ὑπάρχει καί Κρίση καί Κριτής. Ὑπάρχει καί θερισμός. Καί γνωρίζετε τί τύχη περιμένει τά ζιζάνια καί τό ἄχυρο καί ποιά εὐλογία τό καθαρό σιτάρι….

Ὅσα λέει ἡ Ἀποκάλυψη ἀπευθύνονται στήν Ἐκκλησία καί ἑπομένως στούς χριστιανούς, πού τήν ἀποτελοῦν. Ἄν θέλουμε νά εἴμαστε γνήσια μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ὀφείλουμε νά ἀκοῦμε προσεκτικά τά μηνύματα πού μᾶς ἀφοροῦν. Καί τά μηνύματα αὐτά νά τά ἀκοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ σ’ αὐτήν ἀπευθύνονται. Τί σημαίνει αὐτό; Θά παίρνουμε τήν Καινή Διαθήκη πού ἔχει τήν Ἀποκάλυψη καί θά τή διαβάζουμε στήν ἐκκλησία τῆς ἐνορίας μας; Αὐτό θά ἦταν ἀφελής παρανόηση τῶν λόγων τοῦ Κυρίου. Τό νά ἀκοῦμε τά μηνύματα τῆς Ἀποκαλύψεως, τῆς Γραφῆς γενικώτερα καί κάθε χριστιανική διδασκαλία μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας, σημαίνει νά μήν ἀκοῦμε ποτέ ὅσους εἶναι ἐκτός της Ἐκκλησίας, δηλαδή τούς αἱρετικούς, πού δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία μας καί τῶν ὁποίων ἡ Ἐκκλησία καταδικάζει τή διδασκαλία τους ὡς πλανεμένη. Μέ αὐτούς δέν ἔχει ἐπικοινωνία, πού σημαίνει, ὅτι κι ἐμεῖς ὀφείλουμε νά μήν ἔχουμε καμμιά κοινωνία μαζί τους, νά μήν πᾶμε στίς συνάξεις τους, νά μή διαβάζουμε τά βιβλία τους, νά μήν ἔχουμε μαζί τους σχέσεις θρησκευτικές. Σημαίνει ἀκόμα νά ἀκοῦμε τούς διδασκάλους τῆς Ἐκκλησίας μας καί ὄχι τούς λύκους πού ἔρχονται νά τή διαλύσουν ἁρπάζοντας τά πρόβατά της καί κάνοντας τά αἱρετικούς. Δέν ἔχει σημασία, ἄν εἶναι σοφοί καί ξέρουν τήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη ἀπ’ ἔξω. Καί ἀκόμη, ἄν ὁ παπάς τῆς ἐνορίας μᾶς εἶναι λίγων γραμμάτων καί ἴσως δέν μπορεῖ νά τά βγάλη πέρα μαζί τους. Καί ὁ διάβολος ξέρει πολύ καλά τή Γραφή καί ἄλλα θρησκευτικά πράγματα ἀπ’ ἔξω καί ἀνακατωτά. Τό ζήτημα εἶναι, ἄν εἶναι κανένας μέσα στήν Ἐκκλησία ἤ ἄν εἶναι ἔξω ἀπό αὐτήν. Καί ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία ἀλήθεια δέν ὑπάρχει καί ὅταν ἀντιγράφεται ἡ ἀλήθεια ἀπό βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας. Γιατί; Γιατί δέν τό κάνουν, ἐπειδή πιστεύουν σ’ αὐτήν. Ἄν πίστευαν, θά ἄφηναν τήν πλάνη τους καί θά γίνονταν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά κάποιον ἄλλο σκοπό ἐπιδιώκουν. Μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι Ἁγία Γραφή καί μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία ἔχυσε ποταμούς αἱμάτων καί ἱδρώτων γιά νά κρατήση ἀλώβητη τήν ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας. Γιά νά εἶναι ὅσοι εἶναι ἐκτός της Ἐκκλησίας, σημαίνει πώς δέν δέχονται τήν ἀλήθειά της. Πῶς λοιπόν νά ἔχουμε σχέση μαζί τους; Ὅ,τι λένε οἱ αἱρετικοί εἶναι ἀπομίμηση τῆς ἀλήθειας καί ὄχι ἡ ἴδια ἡ ἀλήθεια. Καί ἐμεῖς ἀπομιμήσεις δέν χρειαζόμαστε. Θέλουμε γνησιότητα. Καί γνησιότητα θά βροῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία μας. Τήν Ἀποκάλυψη λοιπόν θά τή διαβάζουμε καί θά τήν ἀκοῦμε μέσα στήν Ἐκκλησία μας ὡς μέλη τῆς πιστά καί θά τήν καταλαβαίνουμε μέ τήν καθοδήγηση αὐτῶν στούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἐμπιστευθῆ τή διδασκαλία τῶν μελῶν της. Τότε θά ἔχουμε καί τή βεβαιότητα καί τῆς γνήσιας προσφορᾶς καί τῆς ἀνόθευτης διδαχῆς. Αὐτό θά πῆ «μαρτυρῆσαι ταῦτα ἐπί ταῖς Ἐκκλησίαις», πού λέγει ὁ Κύριος γιά τή μαρτυρία τῆς Ἀποκαλύψεως πού πρέπει νά ἀκούγεται στίς Ἐκκλησίες στό στίχο 16 τοῦ 22ου κεφαλαίου….

Ἔρχομαι! Ἔρχομαι γρήγορα, λέει ὁ Κύριος. Μήν ἀμφιβάλλετε οὔτε γιά μία στιγμή. Ἔρχομαι, καί μάλιστα γρήγορα. Ἔρχομαι «ταχύ». Κάνετε λάθος ὅμως, ἄν μετρᾶτε τό «ταχύ» αὐτό μέ τά δικά σας μέτρα. Σύμφωνα μέ αὐτά «ταχύ» σημαίνει. ὅπου νά ‘ναί, πολύ γρήγορα. Τά μέτρα ὅμως τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀλλιώτικα. Γι’ αὐτό μή μετρᾶτε τό Θεό μέ τά δικά σας μέτρα, ἀλλά μετρᾶτε τόν ἑαυτό σας μέ τά μέτρα τοῦ Θεοῦ. Τότε θά εἶσθε μέσα στήν ἀλήθεια. Καί τά μέτρα αὐτά εἶναι ἡ ἐν πίστει ὑπομονή καί ἡ ἐν ὑπομονή πίστη.

Ἔρχομαι! Μή ἀποκάμετε! Ἔρχομαι, ἀλλά μήπως ἔφυγα ποτέ ἀπό κοντά σας; Δέν σᾶς εἶπα προτοῦ ἀναληφθῶ στόν οὐρανό «ἰδού ἐγώ μεθ’ ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»; Εἶμαι πάντα κοντά σας κι ἄς μή φαίνομαι. Στή θέση μου ὡς ἰσοστάσιό μου συνεργό ἄφησα τό Πανάγιον Πνεῦμα, πού ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στήν Ἐκκλησία καί ἔγινε ἡ ψυχή της, ἔγινε ὁ Παράκλητός της, ὁ ἐρμηνεύς τοῦ προσώπου μου καί τῆς διδασκαλίας μου.

Ἔρχομαι! Μήν κουρασθῆτε περιμένοντας. Κι ἄν περιμένοντας περάσουν τά χρόνια τά ἀνθρώπινα καί τό κατάκοπο σῶμα μᾶς χρειάζεται ἀνάπαυση, γείρετε ἁπαλά ἁπαλά καί γλυκοκοιμηθῆτε. Κοιμηθῆτε μέ ἁπαλό μαξιλάρι τήν ἐλπίδα, τή γλυκειά θυγατέρα τῆς πίστεως καί τή θελκτική κόρη τῆς ἐλπίδας, τήν προσδοκία. Κοιμη­θῆτε τόν ὕπνο τοῦ δικαίου, γιά νά ξεκουραστοῦν τά κατάκοπα μέλη σᾶς τά ἴσως φθαρμένα ἀπό τό πέρασμα τοῦ φθοροποιοῦ χρόνου ἤ κάποιας σωματοκτόνας ἀρρώστιας ἤ ἀπό ὅ,τι ἄλλο. Καί τό ἀρχαγγελικό σάλπισμα, πού θά ἀντηχήση δυνατά, πολύ δυνατά, θά λειτουργήση σάν ὑπερκόσμιο ξυπνητήρι καί θά λέη: «Ἔγειρε ὁ καθεύδων», σήκω, ἐσύ πού κοιμᾶσαι! «Καί ἐπιφαύσει σοί ὁ Χριστός». Θά σέ περιλούση μέ φῶς ὁ Χριστός καί θά σέ ὁδηγήση στήν πόλη τοῦ φωτός, τή Νέα Ἱερουσαλήμ!….

Νά, γιατί ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἐπιμένει στήν παράδοση. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς θέλει νά διακρατήση ἀπαραχάρακτα αὐτά πού παρέλαβε καί νά παραδώση τό ἴδιο γνήσια, ἀκέραια, ἀλώβητα, «τέλεια καί ὁλόκληρα καί ἐν μηδενί λειπόμενα» (Ἰακωβ. ἅ’ 4) ὅσα παρέλαβε. Γι’ αὐτό καί ὑποβλήθηκε σέ δοκιμασίες σκληρές, σέ ἀγῶνες τρομερούς, σέ μαρτύρια καί ἄλλες δυσκολίες διά μέσου τῶν αἰώνων. Γι’ αὐτό καί ἔχει τούς ἰσοστάσιους μέ τούς μάρτυρες τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τοῦ ἀπαραχάρακτου αὐτῶν, πού παρέλαβε, τούς ἅγιους ὁμολογητές τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι’ αὐτό καί πολεμάει ἀνυποχώρητα κάθε αἵρεση, πού ἀποτελεῖ νοθεία καί παραμόρφωση τῆς ἀλήθειας πού μᾶς παραδόθηκε. Γι’ αὐτό κηρύττει ἀγάπη, ἀλλά ἐν ἀληθεία καί ὀρθοδοξία. Γι’ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει αὐτήν τήν καταπληκτική φράση στούς Γαλάτας «ἀλλά καί ἄν ἠμεῖς ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμίν παρ’ ὁ εὐηγγελισάμεθα ὑμίν, ἀνάθεμα ἔστω! Ὡς προειρήκαμεν, καί ἄρτι πάλιν λέγω. εἰ τίς ὑμᾶς εὐαγγελίζηται παρ’ ὁ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω!» (Γάλ. ἅ’ 8-9).

Καί ἄν ὑποτεθῆ πώς ἐμεῖς οἱ ἀπόστολοι, λέει, ἤ καί ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό σᾶς κηρύξη εὐαγγέλιο ἀλλιώτικο ἀπό αὐτό, πού σᾶς κηρύξαμε τήν πρώτη φορά, νά εἶναι ἀναθεματισμένος! Νά ἀποκοπῆ ἀπό τήν Ἐκκλησία καί νά μήν τόν δέχεται ἡ Ἐκκλησία ὡς δικό της ἄνθρωπο. Ὅπως τότε σᾶς τό λέγαμε προκαταβολικά, τό ξαναλέω καί πάλι. ὅποιος σᾶς κηρύξη εὐαγγέλιο διαφορετικώτερο ἀπό αὐτό πού σᾶς παραδόθηκε, νά εἶναι ἀναθεματισμένος! Δηλαδή χωρισμένος ἀπό τόν Χριστό καί κολασμένος αἰώνια! Τόσο αὐστηρά κρίνεται ἡ ὅποια ἀλλαγή τῶν ἱερῶν κειμένων τῆς Ἐκκλησίας ἤ ἡ παραχάραξη τῆς διδασκαλίας της. Γι’ αὐτό καί ἔγραψε αὐτά πού ἔγραψε ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης, δήλ. τούς τόσο αὐστηρούς ἐκείνους λόγους.

Καί νά, πού, ἡ θαυμάσια, ἀλλά συγκλονιστική Ἀποκάλυψη, ἡ ἐξαίσια, ἀλλά φοβερή Ἀποκάλυψη, ἡ οὐράνια καί ἅγια αὐτή προφητεία, κλείνει μέ δύο λέξεις: Μέ μία ὑπόσχεση ἀληθινή καί μέ μία λαχτάρα πύρινη ὡς ἀπάντηση σ’ αὐτήν. Τελειώνει μέ μία ὑπόσχεση τοῦ Οὐρανοῦ καί μέ μία ἀπάντηση τῆς γής.

Ἡ ὑπόσχεση λέει: Ναί, ἐγώ ὁ Χριστός, πού σᾶς ἔκανα αὐτήν τήν μαρτυρία, ἔρχομαι. Ἐγώ ὁ μάρτυς ὁ πιστός καί ἀληθινός Ἰησοῦς ἔρχομαι ταχύ!

Καί ἡ ἀντιφωνική ἀπάντηση τῆς γής: Ναί, ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ! Εἶναι ἡ φωνή τῆς Νύμφης. Ναί, ἔρχου Ἰησοῦ! Ἡ ζωή μου αἰῶνες τώρα συμποσώνεται σέ δύο μονάχα λέξεις: πιστεύω καί προσδοκῶ!

Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ἡ κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἴη μετά πάντων ὑμῶν. ΑΜΗΝ.

(Ἀπό τόν Γ’ τόμο «ΟΜΙΛΙΕΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ», σέλ. 259-279 καί 368-382, τοῦ π. Εὐσεβίου Βίττη, ἔκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1998).

ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ”
ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΒΙΤΤΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»