Γέροντας Ευσέβιος Βίττης: Ο χριστοειδής Άνθρωπος
των υψηλών στόχων και ο αγωνιστής για την
επίτευξή τους
Γράφει ο Δρ Χαραλάμπης
Μ. Μπούσιας,
Μέγας Ὑμνογράφος τῆς τῶν
Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας
Νὰ ποιοί
ἦταν οἱ ὑψηλοὶ στόχοι, γιὰ τοὺς ὁποίους
ἀγωνίσθηκε ὁ π.Εὐσέβιος;
* Νὰ μὴν
λυπήσει τὸν Κύριο.
* Νὰ
ὁλοκληρώσει τὴν ἀρετή.
* Νὰ
μάθει πολλὲς γλῶσσες, γιὰ νὰ μεταδίδει παντοῦ
τὸν λόγο τοῦ εὐαγγελίου τῆς ἀγάπης.
* Νὰ μὴν
χαθεῖ οὔτε μιὰ ψυχή, ἀπὸ αὐτὲς ποὺ τοῦ
ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος.
* Νὰ μὴν
ἀλλοτριωθεῖ ἀπὸ τὰ σύγχρονα ρεύματα.
* Νὰ μὴν
σταματήσει νὰ δέεται τοῦ Κυρίου ὑπὲρ πάσης ψυχῆς
τρυχομένης καὶ καταπονουμένης.
* Νὰ μὴν
ξηραθεῖ ἡ μελάνη στὸ μελανοδοχεῖο τῆς καρδιᾶς
του πρὸς οἰκοδομὴ ψυχῶν μέσα ἀπὸ συγγραφὴ
βιβλίων καὶ ἀλληλογραφίας.
* Νὰ
τιμᾶ καὶ διακονεῖ τοὺς ἄλλους μὴ δεχόμενος ὁ
ἴδιος τιμές.
* Νὰ
ἀπέχει ἀπὸ χρηματικὲς ἀπολαυὲς ἐφαρμόζοντας τὴν
πτωχεία τοῦ Ἰησοῦ.
* Νὰ
βιώνει τὴν ἁπλότητα, τὴν λιτότητα καὶ νὰ
ἀποφεύγει τὸ σκάνδαλο.
* Νὰ ζεῖ
τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία.
* Νὰ
ἀποφεύγει τὴν κρίση τῶν ἄλλων.
Ὁ
κεχριαῖος, ὅπως ὑπέγραφε, π. Εὐσέβιος ἦταν ἕνας
ὀλυμπιονίκης τοῦ πνεύματος, ὁ ὁποῖος μετὰ τὸν
Ἀπόστολο Παῦλο ἔσπασε τὰ ρεκὸρ ὁλοκληρωτικῆς
ἀγαπήσεως τοῦ γλυκυτάτου μας Ἰησοῦ.
Σὲ ὅλες
του τὶς ἐνέργειες, γιὰ τὶς ὁποῖες ρωτοῦσε τὸν
ἑαυτό του, - θὰ εἶναι ἀρεστὴ στὸν Κύριό μου,-
ἔθετε ψηλὰ τὸν πῆχυ.
Ἔθετε
στόχους γιὰ ἄλλους ἄπιαστους, γιὰ τὸν ἴδιο,
ὅμως, ἐφικτοὺς μὲ συνεχῆ ἀγώνα καὶ μὲ τὴν Θεία
συνέργεια. Ποιοί ἦταν οἱ ὑψηλοὶ στόχοι, ποὺ
ἔθετε στὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους
ἀγωνίσθηκε ὁ π.Εὐσέβιος;
* Νὰ μὴν λυπήσει τὸν Κύριο.
Ἀγαποῦσε
τὸν Χριστό μας ἐξ ὅλης ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης καρδίας
καὶ ἐξ ὅλης διανοίας. Πῶς, λοιπόν, νὰ τὸν
στενοχωρήσει, πῶς νὰ τὸν λυπήσει;
Ἡ κάθε
του κίνηση, ἡ κάθε του ἐνέργεια ἦταν σύμφωνη μὲ
τὶς ἀρχὲς τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ βίος του
χριστοκεντρικός.
Θὰ
μποροῦσε νὰ ὁμολογεῖ, ὅπως ὁ Παῦλος: «Ζῶ οὐκέτι
ἐγώ, ζῆ δ’ ἐν ἐμοὶ Χριστός», δηλαδὴ εἶχε νοῦν
Χριστοῦ, τὰ αἰσθήματά του ἦταν αἰσθήματα
Χριστοῦ, ἡ θέλησή του ταυτιζόταν μὲ τὴν θέληση
τοῦ Χριστοῦ, εἶχε ὁλοκληρωτικὰ νοικιάσει στὸν
Κύριο ὁλόκληρο τὸ διαμέρισμα τῆς καρδιᾶς του καὶ
ὄχι κάποιο μέρος της.
Αὐτὸν
ποὺ ἀγαπᾶς δὲν τὸν λυπεῖς μὲ τὴν συμπεριφορά
σου. Καὶ ο π. Εὐσέβιος ἀγαποῦσε τὸν Κύριο, ἔτσι
τοῦ ἦταν ἀδιανόητο νὰ τὸν λυπήσει.
Λυπόταν
μόνο γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ ἦταν μακριά Του, μακριὰ
ἀπὸ τὴν Ἀλήθεια, γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ζωή του ἦταν
ἀπόλυτα ἱεραποστολική.
* Νὰ ὁλοκληρώσει τὴν ἀρετή.
Ἡ ἀρετὴ
θέλει διαρκῆ ἀγώνα γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσή της. Καὶ
ὄχι κάποια μεμονωμένη ἀρετή, ἀλλὰ τὸ σύνολο τῶν
ἀρετῶν ἀπασχολοῦσε τὸν π. Εὐσέβιο.
Γνώριζε
ὅτι καὶ σὲ μία νὰ ὑστερήσει, νὰ μὴν τὴν
καλλιεργήσει, θὰ σφάλει, θὰ εἶναι «πάντων
ἔνοχος» (Ἰάκ. β΄ 10).
Γι’ αὐτὸ
καὶ ὅλον τὸ χρόνο τῆς πρόσκαιρης ζωῆς του τὸν
ἐκμεταλλευόταν γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς κατὰ Θεὸν
ἀρετῆς καὶ σοφίας, γιὰ τὴν ἐπιτυχία τοῦ ἐφετοῦ
τῆς καρδιᾶς του μὲ τὸν ἄχρονο Θεάνθρωπο Ἰησοῦ.
Ἦταν
ἀγωνιστὴς τῆς ἀρετῆς, ἀγωνιστὴς νόμιμος στὸ
στίβο τοῦ ἤθους, τῆς ὁμολογίας, τῶν πατρικῶν
παραδόσεων καὶ τῆς ψυχικῆς κενώσεως στὴν
ὑπηρεσία τοῦ πλησίον.
Δὲν
ἐπιτυγχάνεται εὔκολα ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἀρετῆς καὶ
φυσικὰ μόνο μὲ τὶς δικές μας δυνάμεις. Ολα
ἐπιτυγχάνονται τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντες στὶς δικες
μας προσπάθειες.
Ὁ
Γέροντας τὸγνώριζε καλά, γι’ αὐτὸ καὶ συνεχῶς
ἦταν ἐπὶ τῶν ἐπάλξεων φοβούμενος τὶς
τρικλοποδιὲς τοῦ πονηροῦ.
* Νὰ μάθει πολλὲς γλῶσσες, γιὰ νὰ μεταδίδει
παντοῦ τὸν λόγο τοῦ εὐαγγελίου τῆς ἀγάπης.
Ὁ π.
Εὐσέβιος ἦταν γεννημένος ἱεραπόστολος. Ποθοῦσε
νὰ ἁπλωθεῖ ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ μας σὲ ὅλη τὴν
κτίση, νὰ φθάσει τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου στὰ
πέρατα τῆς Οἰκουμένης, νὰ γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι
τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ σωθοῦν, ἀφοῦ τὸν
ἐμπιστευθοῦν καὶ τὸν κάνουν ἔνοικο τῆ καρδιᾶς
τους.
Δὲν
μάθαινε τὶς ξένες γλῶσσες, νὰ νὰ κομπάζει ὅτι
ἦταν πολύγλωσσος. Τὶς μάθαινε γιὰ νὰ τὶς
χρησιμοποιήσει γιὰ σωτηρία ψυχῶν, γιὰ μετάδοση
σωτηριωδῶν διδαχῶν.
Δὲν
καυχώταν γιὰ τὴν πολυγλωσσία του. Μάλιστα πολλὲς
φορὲς αὐτοσαρκαζόταν, ὅπως τὸ ἑξῆς περιστατικό:
Σὲ μία
ὁμιλία του στὸ Σιδηρόκαστρο ἀναφερόμενος σὲ
τρίτο πρόσωπο, ἀλλὰ φωτογραφίζοντας τὸν ἑαυτό
του ἔλεγε:
-
Ἐντυπωσιαζόμαστε σήμερα, ὅπως καὶ παλαιότερα,
ὅταν βλέπουμε κάποιον νὰ ὁμιλεῖ ξένες γλῶσσες.
Καί ἂν ξέρει καὶ μία καὶ δύο καὶ τρεῖς καὶ
τέσσερεις ἢ καὶ πέντε γλῶσσες, τότε
ἐντυπωσιαζόμαστε ἀκόμη πιό πολύ!
Ρωτήθηκε τότε ἀπὸ κάποιον
ἀκροατή, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀκούσει ὅτι ὁ Γέροντας
ὁμιλοῦσε ἄπταιστα Γαλλικά, Ἀγγλικά, Γερμανικά,
Σουηδικά, Λατινικὰ καὶ ἀρκετὰ καλὰ Ἰταλικά, γιὰ
ἐπιβεβαίωση τῶν ὅσων εἶχε ἀκούσει:
-Ἐσεῖς
πόσες γλῶσσες ξέρετε;
Καὶ ὁ
μακάριος Γέροντας βυθίζοντας τὸ μεγάλο του
χάρισμα μέσα στὸν ὠκεανὸ τῆς ταπεινώσεώς του
ἀπήντησε:
-Δυστυχῶς, ξέρω περισσότερες ἀπὸ μιὰ καὶ
ἑπομένως σὲ κάθε μία ἀπὸ αὐτὲς ἐπαναλαμβάνω τὶς
ἴδιες ἀνοησίες. Θὰ τὶς ἒλεγα μόνο στὰ ἁπλᾶ
Ἑλληνικά, ἂν ὁμιλοῦσα μόνο Ἑλληνικά.
Καί
συνέχισε τὴν ὑποτίμηση τοῦ χαρίσματός του μέχρις
ἐξοντώσεως του μὲ ἐκεῖνο τὸ ἀφοπλιστικὸ χαμόγελό
του λέγοντας:
-Ἡ
γλωσσομάθεια δὲν αὐξάνει τὴν ἐξυπνάδα καὶ τὴν
ἱκανότητα κριτικῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος
παραμένει αὐτός πού εἶναι.
* Νὰ μὴν χαθεῖ οὔτε μιὰ ψυχή, ἀπὸ αὐτὲς ποὺ τοῦ
ἐμπιστεύθηκε ὁ Κύριος.
Ἡ
προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ μας πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα
δονοῦσε τὰ σωθικὰ τοῦ π. Εὐσεβίου. «Κύριε, οὓς
δέδωκάς μοι οὐκ ἀπώλεσα ἐξ αὐτῶν οὐδένα» (Ματθ.
ιη΄ 9). Στόχο του εἶχε νὰ κερδηθοῦν ψυχές, «ὑπὲρ
ὧν Χριστὸς ἀπέθανε» καὶ ὄχι νὰ χαθοῦν.
Γι’ αὐτὸ
καὶ τὶς προσέγγιζε μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια, μὲ
οἰκειότητα, μὲ ταπεινὸ φρόνημα, μὲ προσευχή. Τὴν
ἱερὴ ἐξομολόγηση ἐξασκοῦσε μὲ αὐταπάρνηση ὡς
λειτούργημα καὶ προσφορὰ στὶς πονεμένες καὶ
πάσχουσες καρδιές.
Ὁ
Γέροντας ὡς γνήσιος δοῦλος Χριστοῦ ἦταν ἀπόλυτος
ἐκφραστὴς τῆς ἀγάπης. Ζοῦσε γιὰ νὰ ἀγαπάει,
ἀφοῦ, κατὰ τὰ λόγια του, ἡ ἀγάπη ἦταν ἡ ζωὴ τῆς
καρδιᾶς του.
Ἡ ἀγάπη
του γιὰ τὰ παραστρατημένα παιδιά, γιὰ τὶς ψυχὲς
ποὺ ἀκουμποῦσαν ἐπάνω του ἦταν ἄμεση. Δὲν ἔβαζε
ἐπιτίμιο. Τὸ «ἐγὼ φταίω» εἶχε ἀντικαταστήσει
μέσα του τὸ «φταῖς»!
Πάντα
ἔρριχνε στὸν ἑαυτό του τὸ φταίξιμο. «Ἄν ἐμεῖς
εἴμαστε καλύτεροι δὲν θὰ ἔπεφταν στὴν ἁμαρτία οἱ
ἄλλοι», ἔλεγε.
Ἂν ἐμεῖς
τοὺς ρίχναμε τὸ σωσίβιο τῆς ἀγάπης, θὰ τοὺς
σώζαμε πρὶν καταποντισθοῦν στὸν βυθὸ τῆς
ἁμαρτίας. Ἔπεσαν οἱ ἄλλοι στὴν ἁμαρτία ἀπὸ δική
μας ἀμέλεια.
* Νὰ μὴν ἀλλοτριωθεῖ ἀπὸ τὰ σύγχρονα ρεύματα.
Ὁ π.
Εὐσέβιος πήγαινε πάντοτε ἀντίθετα στὸ ρεῦμα τῆς
ἐποχῆς ὄχι ἀπὸ ἀναχρονισμό, ἀφοῦ πιὸ προοδευτικὸ
καὶ ἀνοικτὸ μυαλὸ δὲν εἴχαμε συναντήσει, ἀλλὰ
γιατὶ ἔβλεπε τὴν κατρακύλα τοῦ κόσμου μὲ τὸ
ὑλιστικὸ φρόνημα, τὴν ἐπιδίωξη τῆς καλοπέρασης
καὶ ὄχι τῆς ἀρετῆς, τὴν παραθεώρηση τῆς πίστεως
στὸν ἀληθινό Θεό μας.
Ἡ
προτροπὴ τοῦ Παύλου «στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς
παραδόσεις» (Β΄ Θεσ. β΄ 15 ), νομοτελειακὴ γιὰ
τὸν π. Εὐσέβιο, θεωρεῖτε ἄχρηστη σήμερα ἀπὸ τοὺς
προοδευτικοὺς τοῦ αἰῶνος τούτου, τοῦ ἀπατεῶνος.
Τὸ ρεῦμα
τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωήρρυτο, ἔλεγε, ἐνῶ τὰ ρεύματα
τοῦ κόσμου ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια.
Ὅπως τὰ
ζωντανὰ ψάρια, ὁ π. Εὐσέβιος πήγαινε ἀντίθετα
στὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ τῶν σύγχρονων ἀπολαύσεων
καὶ ἠθῶν καὶ αὐτὴ τὴν ἀντίσταση περνοῦσε σὲ
ὅλους μὲ τὸ χριστοκεντρικό του βίωμα.
* Νὰ μὴν σταματήσει νὰ δέεται τοῦ Κυρίου ὑπὲρ
πάσης ψυχῆς τρυχομένης καὶ καταπονουμένης.
Οἱ
ἀνάγκες τῶν πιστῶν δὲν τελειώνουν. Ὁ
Παπαδιαμάντης μας ἔλεγε: «Σὰν νάχαν ποτὲ
τελειωμὸ τὰ πάθια κι οἱ καημοὶ τοῦ κόσμου».
Ὁ π.
Εὐσέβιος ζοῦσε ταυτόχρονα στὴν ἔρημο, ἀλλὰ καὶ
μέσα στὸν κόσμο. Ἡ ἔρημος ἦταν γιὰ τὴν συνεχῆ
ἐπικοινωνία του μὲ τὸν Χριστό μας καὶ ὁ κόσμος
γιὰ τὴν προσφορὰ ἀγάπης καὶ συμπαραστάσεως σὲ
κάθε πικραμμένο, πονεμένο, δυστυχισμένο,
ἐμπερίστατο.
Φοβόταν
μήπως ἀκούσει τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἐφ' ὅσον οὐκ
ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ
ἐποιήσατε (Ματθ. κε΄ 46).
Ἄλλωστε
πῶς φαίνεται ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεὸ ἂν δὲν
συνοδεύεται ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τοὺς συνανθρώπους
μας; Καὶ ὁ π. Εὐσέβιος ἦταν ὁ ἐκφραστὴς τῆς
ἀγάπης.
Γι’ αὐτὸ
ἔλεγε: «Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ζωὴ τῆς καρδιᾶς μου».
Δηλαδὴ ὅσο κτυπάει ἡ καρδιά μου δὲν θὰ πάψω νὰ
ἀγαπῶ. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη μοῦ δίνει ζωή. Ζῶ γιὰ νὰ
ἀγαπῶ καὶ νοιώθω ζωντανὸς ἐπειδὴ ἀγαπῶ.
* Νὰ μὴν ξηραθεῖ ἡ μελάνη στὸ μελανοδοχεῖο τῆς
καρδιᾶς του πρὸς οἰκοδομὴ ψυχῶν μέσα ἀπὸ
συγγραφὴ βιβλίων καὶ ἀλληλογραφίας.
Ὁ
Γέροντας διάβαζε γιὰ νὰ οἰκοδομεῖται ὁ ἴδιος καὶ
ἔγραφε καὶ ἀλληλογραφοῦσε, γιὰ νὰ οἰκοδομεῖ τοὺς
ἄλλους.
Ἡ
πνευματικὴ ἐργασία καὶ ἡ συγγραφικὴ δραστηριότης
τοῦ πατρὸς Εὐσεβίου μὲ καρποὺς ὑψηλῆς διανοήσεως
ἔχει ἀφήσει ἴχνη ἀνεξίτηλα.
Ἐπίσης ἡ
ἀρθρογραφία του εἶναι ὑπέρογκη, ὅπως καὶ ἡ
ἀλληλογραφία του γιὰ στήριξη καὶ παρηγοριὰ τῶν
ἀμετρήτων φίλων του, ποὺ προσέτρεχαν «ἁγιωσύνη
του», ὅπως ἐπισημαίνει πολὺ σωστὰ ὁ φίλος του,
τώρα Ὁμότιμος Καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς
τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὁ γνωστὸς ποιητὴς καὶ
συγγραφέας Π.Β.Πάσχος.
* Νὰ τιμᾶ καὶ διακονεῖ τοὺς ἄλλους μὴ δεχόμενος
ὁ ἴδιος τιμές.
Τὸ «οὐκ
ἦλθον διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι» (Μᾶρκ. ι΄
45) τοῦ Κυρίου μας ἐφάρμοζε ἀπόλυτα ὁ π.
Εὐσέβιος.
Πῶς
ἀλλιῶς μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ ὅτι ἔγινε ἀχθοφόρος
καὶ ρακοσυλλέκτης στὸ Παρίσι, γιὰ νὰ βοηθήσει
οἰκονομικὰ τοὺς ἀστέγους;
Πῶς νὰ
ἐξηγηθεῖ ὅτι στὴν Σουηδία ἔστηνε τραπεζάκι στὸ
σταθμό, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσει τοὺς Ἕλληνες
μετανάστες ποὺ ἀναζητοῦσαν ἐκεῖ ἐργασία;
Πῶς νὰ
ἐξηγηθεῖ ὅτι στὰ ἔργα ἀγάπης πρωτοστατοῦσε ὁ
ἴδιος ὡς ἔσχατος πάντων; Καὶ δὲν ἦτσν μόνο ἡ
τιμὴ διακονία του.
Ἦταν καὶ
ἡ τιμὴ ποὺ ἀπέδιδε στοὺς ἄλλους ἀκολουθώντας τὸ
παύλειο: «Τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι» (Ῥωμ.
ιβ΄ 10). Ἀπέδιδε τιμὲς χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ δέχεται.
Προσέβλεπε πάντοτε στὸν Χριστό μας, ὁ ὁποῖος γιὰ
νὰ κινήσει τὴν ἀγάπη μας καὶ νὰ μᾶς διδάξει ὅτι
ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε ὑποχωρητικοὶ ἔκανε Ἐκεῖνος
τὸ πρῶτο μεγάλο βῆμα.
Ἂν καὶ
Θεὸς δὲν περίμενε ἐμᾶς, ποὺ τοῦ πταίσαμε, νὰ
κάνουμε πρῶτοι τὴν κίνηση. Ἡ εὐσπλαχνία καὶ ἡ
φιλανθρωπία Του δὲν περίμενε ἄλλο. Ἡ ἀγάπη Του
ἔγινε φιλαδελφία.
Ἡ
φιλαδελφία ἔγινε φιλοστοργία καὶ αὐτὴ ἔγινε
ἐκτίμηση. Ἡ ἐκτίμησή Του μᾶς πῆρε ἀπὸ τὸν Ἅδη,
τὸν ὁποῖο κατέτρωσε μὲ τὴ σταυρική Του θυσία,
τὸν ἐπίκρανε, τὸν ἐξόντωσε καὶ μᾶς χάρισε τὴν
ἀβράδιστη ἡμέρα τῆς οὐράνιας Βασιλείας Του.
* Νὰ μὴν ζητᾶ χρήματα ἐφαρμόζοντας τὴν πτωχεία
τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ
Γέροντας ὑπῆρξε ἀφιλάργυρος. Βίωνε τὴν πτωχεία
τοῦ Ἰησοῦ καὶ πλούτιζε τοὺς ἄλλους μὲ ἀγάπη καὶ
μὲ ὅσα ἡ ἀγάπη τῶν πνευματικῶν του παιδιῶν τοῦ
ἔδινε, γιὰ φιλανθρωπία.
Γιὰ τοὺς
φτωχοὺς καὶ τοὺς ἐνδεεῖς ἧταν «»πατερούλης», ὅσο
ζοῦσε καὶ ὁ «πατερούλης τοῦ οὐρανοῦ» μετὰ τὴν
κοίμησή του. Χαρακτηριστικὴ ἡ περίπτωση τῆς νέας
νέα, ἡ Β. ἀναπαυόταν πνευματικὰ στὸν Γέροντα καὶ
δεχόταν τὸ προϊὸν ὄχι μόνο τῶν προσευχῶν του,
ἀλλὰ καὶ τῆς ὑλικῆς του στηρίξεως.
Ὁ
Γέροντας γνώριζε τὸ δυφυὲς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως
καὶ δὲν ἔμενε σὲ εὐχολόγια.
Δὲν
ἔλεγε:
-Ὕπαγε
καὶ ἐγὼ θὰ προσεύχομαι γιὰ σένα.
Τί νὰ
τὴν κάνει κανεὶς μόνο τὴν εὐχή, ὅταν τὸ στομάχι
διαμαρτύρεται; Ὁ Γέροντας ὄχι μόνο πονοῦσε γιὰ
τοὺς ἐνδεεῖς, τοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφούς μας,
ἀλλὰ μεριμνοῦσε καὶ γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν
ὑλικῶν τους ἀναγκῶν. Ἦταν πραγματικὸς πατέρας.
Τὴν Β.
πολλὲς φορὲς τὴν εἶχε εὐεργετήσει καὶ αὐτὴ
ἔνοιωθε τὸν Γέροντα ὄχι μόνο πνευματικὸ πατέρα,
ἀλλὰ καὶ τροφέα καὶ ἀνακουφιστὴ καὶ ἀρωγὸ στὶς
καθημερινὲς ἀπαιτήσεις τῆς ζωῆς.
Ἦλθε ἡ
εὐλογημένη στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Κύριος τοῦ
οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς κάλεσε τὸν Γέροντα Εὐσέβιο
γιὰ νὰ τὸν κάνει οὐρανοπολίτη, νὰ τοῦ χαρίσει
τὴν ἀτελεύτητη μακαριότητα.
Μετὰ τὴν
ὁσιακή του κοίμηση ἡ κ. Β. βρέθηκε σὲ δεινὴ
θέση. Ποιός τώρα θὰ τῆς κάλυπτε τὰ ἔξοδα; Ποιός
θὰ τὴν βοηθοῦσε;
Ἀπελπισμένη σήκωσε τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ
ψέλλισε:
-Πατερούλη τοῦ οὐρανοῦ, τί θὰ ἀπογίνω τώρα;
Ἡ
ἔκπληξη ἦλθε ἀπὸ τὸν οὐρανό. Τὸ ἑπόμενο πρωῒ
βρίσκει κάτω ἀπὸ τὴν ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ της
ἕναν φάκελλο. Εἶχε ὄνομα: «π. Εὐσέβιος». Τὸ
ἄνοιξε βιαστικὰ καὶ ἔμεινε ἄφωνη.
Ὁ
«Πατερούλης τοῦ οὐρανοῦ» εἶχε μεριμνήσει γιὰ τὶς
ἀνάγκες της. Θαυμαστό; Ναί. Γράμμα ἀπὸ τὸν
οὐρανὸ μὲ χρηματικὸ ποσὸν ἱκανὸ νὰ τῆς λύσει τὰ
τρέχοντα οἰκονομικὰ προβλήματα καὶ ὄχι μόνον.
* Νὰ βιώνει τὴν ἁπλότητα, τὴν λιτότητα καὶ νὰ
ἀποφεύγει τὸ σκάνδαλο.
Συγκινοῦσε τὸν Γέροντα ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ
λιτότητα. Ἁπλότητα καὶ ταπείνωση ἀποτελοῦν τὸ
δίδυμο τῆς ἐπιτυχίας στὴν προσπάθειά μας νὰ
ζωγρήσουμε στὴ σαγήνη τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ καὶ
αὐτοὺς τοὺς ἐχθρούς μας.
Αὐτὲς οἱ
δυὸ ἀρετὲς μαλάκωνουν καὶ τὶς σκληρότερες
καρδιὲς καὶ ἑλκύουν τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ
Χριστοῦ μας. Οἱ ἀρετὲς τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς
ἁπλότητος εἶναι μαγνῆτες ποὺ ἑλκύουν.
Γεννοῦν
τὴ συγχωρητικότητα καὶ αὐτῶν ἀκόμα τῶν ἰσχυρῶν
τῆς γῆς. Ἡ λιτότητα ἐπίσης ἦταν χαρακτηριστικὴ
τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντα.
Λιτότητα
στὴν διατροφή, σχεδὸν ἀπόλυτη ἀσιτία, λιτότητα
στὴν διαμονή, χωρὶς ἀνέσεις, χωρὶς θέρμανση,
σχεδὸν αἴθριος μιμούμενος τὸν φερώνυμό του Ὅσιο
Εὐσέβιο τὸν Αἴθριο, ποὺ ζοῦσε στὸ ὕπαιθρο.
Καὶ
ἀποφυγὴ σκανδάλου. Ὅταν ἔβλεπε ὅτι ὑπῆρχε ὑποψία
σκανδάλου καὶ μάλιστα πειρασμικοῦ, ἐκεῖ ποὺ δὲν
τὸ περίμενε, ὁ π. Εὐσέβιος ἔφευγε. Ἡ ταπείνωσή
του ἦταν ἀπύθμενη.
* Νὰ ζεῖ τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία.
Ὁ π.
Εὐσέβιος ἦταν ὑψιπέτης ἀετὸς τοῦ πνεύματος ποὺ
δὲν μποροῦσε νὰ ζήσει χωρὶς πνευματικὲς
ἀναβάσεις.
Διατηροῦσε παντοτινὰ τὴν ἐλευθερία, «ᾗ Χριστός
αὐτὸν ἠλευθέρωσε», καὶ δὲν ὑπέκυψε σὲ κανένα
«ζυγὸ δουλείας» (Γαλ. δ΄ 1). Ὄντας «δοῦλος
Κυρίου», ἦταν «ἀπελεύθερος Κυρίου» (Α΄ Κορ. ζ΄
22).
Ἐδέχετο
τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ στὴν ζωή του, ὅποιο καὶ ἂν
ἦταν αὐτό, δοξολογικὰ καὶ εὐχαριστιακά. Γι’ αὐτὸ
καὶ ὑπέμεινε ἀδιαμαρτύρητα ὅ,τι ὁ Θεὸς τοῦ
ἐπεφύλασσε, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν ὀδυνηρὴ ἀσθένειά
του.
Ἀπόλυτα
ἐλεύθερος ἦταν ὁ Γέροντας Εὐσέβιος, ἀφοῦ ζοῦσε
Χριστὸ καὶ ὁ Χριστός, ἡ ἐλευθερία, ἀναπαυόταν
στὴν καρδιά του. Κάθε δουλικὴ σκέψη, εἴτε στὸ
χρῆμα, εἴτε στὰ πάθη, εἴτε στὴν ἐπιδίωξη
ἀξιωμάτων δὲν μποροῦσε νὰ περάσει ἀπὸ τὸ μυαλὸ
τοῦ ζῶντος τὴν ἐν «Χριστῷ ἐλευθερία» Γέροντος.
Δὲν
ἤθελε οὔτε νὰ ὑποχρεώνεται στοὺς ἄλλους, ἔστω
καὶ γιὰ εὐγενικὲς ἐπιθυμίες, γνωρίζοντας ὅτι ἡ
ὑποχρέωση συνιστᾶ δουλεία μὲ ἔμπονο πολλὲς φορὲς
ξεπλήρωμα.
Ἐμεῖς οἱ
Ἕλληνες, ἔλεγε, φωνάζουμε γιὰ ἐλευθερία,
δικαιοσύνη, ἴση μεταχείριση, ἀλλὰ δὲν ἀρχίζουμε
πρῶτοι τὴν ἐφαρμογή τους ἀπὸ τὸ σπίτι μας.
Εἶναι
καταπληκτικὴ ὅσο καὶ προκλητικὴ ἡ μονοπωλιακὴ
καπηλεία ἰδεῶν σχετικὰ μὲ τὴν ἐλευθερία, τὴν
ἰσότητα, τὴν ἀδελφοσύνη, τὴν δικαιοσύνη, τὸν
πατριωτισμό, τὴν ἑλληνικότητα, τὴν
ἐθνικοφροσύνη, τὴν χριστιανικότητα, τὴν
ὀρθοδοξία.
Ὅποιος
δὲν ἀσπάζεται τὶς ἀντιλήψεις ποὺ ἔχει ἕνας
ἄλλος, ἤ, πρὸ πάντων, μιὰ μὲ κοινὴ ἰδεολογικὴ
κατεύθυνση ὁμάδα, χαρακτηρίζεται χωρὶς ἄλλο ὡς
ἐχθρός, ὡς ἀντιδραστικὸ στοιχεῖο.
Τοῦ
κηρύσσεται ἀμείλικτος πόλεμος καὶ δὲν τὸν
ἀφήνουν σὲ χλωρὸ κλαρί...
* Νὰ ἀποφεύγει τὴν κρίση τῶν ἄλλων.
Ἡ κρίση τῶν ἄλλων κρύβει
ἐγωϊστικὸ φρόνημα. Ὁ Γέροντας ὡς ταπεινὸς καὶ
θεωρώντας τὸν ἑαυτό του σκύβαλο τοῦ κόσμου καὶ
ἄχθος ἀρούρης τὴν ἀπέφευγε ὁλοκληρωτικά.
Ἄλλωστε
θυμόταν καὶ βίωνε τὸ Παῦλο ποὺ ἔλεγε: «Σὺ τίς εἶ
ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην;» (Ῥωμ. ιδ΄ 4). Ποιὸς
εἶσαι ἐσὺ ποὺ κατακρίνεις ξένο δοῦλο, ξένο
ὑπηρέτη;
Τὸ
δικαίωμα τῆς κρίσεως ἀνήκει ἀποκλειστικὰ καὶ
μόνο στὸν Θεό μας. Αὐτὸς εἶναι ὁ Νομοθέτης,
Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ Κριτής!
Ἂν
βλέπαμε τὰ ἐλαττώματα τὰ δικά μας δὲν θὰ κρίναμε
καὶ δὲν θὰ κατακρίναμε κανένα. Ὁ π. Εὐσέβιος
ἦταν ἀπόλυτος. Ἡ κρίση ἀνήκει μόνο στὸν Χριστό
μας.
Ἂλλωστε
καὶ ἡ χωρὶς ὅρια ἀγάπη του αὐτὸ δὲν τὸ ἐπέτρεπε.
Εἶχε συνέπεια λόγων καὶ πράξων. |
|
|
|
|