Ἐμεῖς καί ἡ ἀγάπη μας
Ἀρχιμανδρίτη Εὐσέβιου Βίττη
Ἡ ἀγάπη. Κατ’ ἐξοχήν πιστότητα
ἀκολουθήσεως τοῦ Ἰησοῦ
Ἀπό τή
στιγμή πού γίναμε χριστιανοί, καί ἰδιαίτερα ἐν
ἐπιγνώσει χριστιανοί, πρέπει νά τό πάρουμε
ἀπόφαση, πώς δέν μποροῦμε νά μείνουμε ἀργοί
πνευματικά. Καί τό ἔργο μᾶς εἶναι ἡ ἀκολούθηση
τοῦ Ἰησοῦ. Κοντά Του δέ θά βροῦμε ἀνάπαυση
σωματική ἤ πνευματική ἀκολουθώντας Τόν. Ὁ
ἴδιος διακήρυξε: «Ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι
ἐργάζεται, καγῶ ἐργάζομαι». Καί: «Ἐμέ δεῖ
ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ πέμψαντος μέ ἕως ἡμέρα
ἐστίν? ἔρχεται νύξ ὄτε οὐδείς δύναται
ἐργάζεσθαι». Ἀκολουθώντας ἑπομένως τόν Ἰησοῦ,
κατά πόδας «ὅπου ἄν ὑπάγη», καλούμεθα σέ πορεία
εὐλογημένη, καί συγκεκριμένα γιά τήν περίπτωσή
μας, πορεία ἀγάπης. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἡ
προσωποποιημένη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.«Οὕτω γάρ
ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ
τόν μονογενῆ ἔδωκεν, ἴνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς
αὐτόν μή ἀπολυται, ἀλλ’ ἔχη ζωήν αἰώνιον». Καί?
«ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων Χριστός ὑπέρ ἠμῶν ἀπέθανε».
Ἀκολουθώντας λοιπόν τόν Ἰησοῦ, ὀφείλουμε νά τόν
ἀκολουθήσουμε χωρίς καμιά διακοπῆ στό δρόμο τῆς
ἀγάπης, πού ὁ ἴδιος ἀκολούθησε μέ κάθε συνέπεια
μέχρι τέλους. Ἡ ἀκολούθηση τοῦ Ἰησοῦ δέν
εἶναι μόνο στατική, δηλαδή μόνο συναισθηματική
κατάσταση παθητικότητος, ἀλλά δυναμική καί
κινητική, ἔκφρασή της δηλαδή ἐνεργός καί πρός τά
ἔξω.
Ὁ Χριστός δέν εἶναι μόνο «ἡ ἀλήθεια
καί ἡ ζωή», ἀλλά καί ἡ «ὁδός», πού πρέπει μέσω
τοῦ νά βαδίσουμε, δηλαδή ἐκτός τῶν ἄλλων, κυρίως
τήν ἀγάπη, πού εἶναι αὐτός ὁ ἴδιος. Καί ὅπως
αὐτός περπάτησε τό δρόμο τῆς ἀγάπης μέχρι
θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ, ὀφείλουμε καί ἐμεῖς
τόν ἴδιο δρόμο νά ἀκολουθήσουμε, ἀγαπώντας, ὅπως
Αὐτός. Δέν εἶναι βέβαια εὔκολος ὁ δρόμος
αὐτῆς τῆς ἀγάπης. Χρειάζεται πολύ μεγάλη
γενναιοψυχία καί ἐξαιρετική «εὐηκοΐα», δηλαδή
πολύ εὐαίσθητο αὐτί, ἱκανό νά συλλαμβάνει καί νά
ἀφουγκράζεται τούς στεναγμούς τῶν «πεπεδημένων»
ἀπό τήν ἁμαρτίαν, τούς γόους τῆς θλίψεως καί
τούς στεναγμούς τοῦ πόνου, τά ἀγκομαχητά τῶν
βαρυφορτωμένων ἄγχος καί ἀγωνία, ἀηδία καί πλήξη
ἀνθρώπων, ἔλλειψη νοήματος τῆς ζωῆς, τό δράμα
τῶν θυμάτων τῆς εὐμαρείας καί τοῦ δυσβάσταχτου
σκοτεινοῦ καί καταθλιπτικοῦ φορτίου τῶν παθῶν
καί τῶν ποικίλων ἀσθενειῶν, πού βαραίνοντας τούς
ὤμους ἀδελφῶν μας καθιστοῦν τή ζωή τούς κόλαση.
Ἡ ζωή μας ὡς πιστῶν πρέπει νά ἀποτελεῖ μία
συνεχῆ παράδοσή μας «εἰς καταβρῶμα» στούς
ἀδελφούς μας. Πρέπει νά προσφερόμαστε στούς
ἀδελφούς μας σάν ἄρτος εἰς βρῶσιν πρός ἐνίσχυση
καί τόνωση κάτω ἀπό τό βάρος τῶν δοκιμασιῶν
τους. Αὐτό πρέπει νά εἶναι τό μέτρο, πού μέ βάση
αὐτό θά τραβάει ὁ Θεός κάθε καλό, πού βρίσκεται
μέσα μας, γιά νά πραγματοποιεῖται ἔτσι ἡ ἔμπονη
ἀκολούθηση τοῦ Ἰησοῦ στό δρόμο τῆς ἀγάπης.
Ὑπάρχει ἴσως σέ κάποιους ἡ ὄχι σωστή ἀντίληψη,
ὅτι δῆθεν ἀρκεῖ νά ἀγαποῦμε ἐσωτερικά τους
ἄλλους, χωρίς νά χρειάζεται νά τό ἐκδηλώνουμε
ἐξωτερικά. Ὅμως αὐτή ἡ ἀντίληψη δέ στέκει μέ
κανένα τρόπο. Ἡ ἀγάπη τοῦ πιστοῦ ἀκολούθου τοῦ
Χριστοῦ πρέπει βέβαια νά ὑπερπληροί τό ἐσωτερικό
του.
Ὅμως ἡ ἀγάπη πού ἐμπνέει καί ζητάει
ὁ Κύριος, ὅπως ἄλλωστε καί κάθε ἄλλη ἀγάπη,
πρέπει νά ἐκδηλώνεται καί ἐξωτερικά, χωρίς αὐτό
νά σημαίνει ἐπίδειξη, γιά νά εἶναι ἡ ἀγάπη ὄντως
ἀγάπη. Χωρίς πρακτική ἐκδήλωση ἀγάπης, ἡ ἀγάπη
μᾶς τελικά καταντᾶ φαντασίωση ἀγάπης, ὑποκρισία,
καθαρή αὐταπάτη. Μόνο πού ἡ ἀγάπη τοῦ πιστοῦ
πρέπει νά εἶναι ἁπλή, ἄδολη, διακριτική,
κρυμμένη ἴσως μέσα στήν πεζή πραγματικότητα.
Ἀλλά καί ἄν δέν εἶναι πρακτικά ἐξωτερικά
ἐκδηλώσιμη μέ συνηθισμένους τρόπους, δέν εἶναι
καθόλου ἐλλιπής σέ ἐξωτερίκευση, π.χ. μία
αὐθόρμητη ἔκχυση θερμῶν δακρύων σέ ὁλονύχτια
προσευχή ἀγάπης γιά κάποια ἤ κάποιες ψυχές ἤ γιά
ὁλόκληρο τόν κόσμο.
Δέν εἶναι καθόλου
ἀνάξια λόγου ἔκφραση ἀγάπης κρυμμένη σέ κάποιες
ταπεινές διακονίες, πού δέν τραβοῦν τήν προσοχή
τῶν πολλῶν, πού ὅμως στήν πραγματικότητα μπορεῖ
νά ἀποτελοῦν ὑπέροχες πράξεις σπάνιου ἡρωισμοῦ
καί αὐταπαρνήσεως. Ἔτσι ἤ ἀλλιῶς ἡ ἀγάπη
εἶναι ἀνάγκη νά ἐκφράζεται μέ συγκεκριμένους
τρόπους πρός τά ἔξω. Καί ἐπειδή σημαίνει νά τή
μετροῦμε μέ μέτρο γιά τήν αὐτοαγάπη μας (δέν
λέει ἡ ἐντολή? «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς
σεαυτόν»;) σημαίνει πώς ἡ ἀπόκτηση τῆς ἀγάπης
δέν εἶναι εὔκολη δουλειά οὔτε πετυχαίνεται στά
γρήγορα σάν μανιτάρι, πού μεγαλώνει μέσα σέ μία
νύχτα. Χρειάζεται κόπος καί μόχθος πολύς καί
ἀγώνας συνεχής καί ὄχι λίγος χρόνος γιά τήν
ἀπόκτηση τῆς ἀγάπης, καί αὐτό ὄχι μέ μόνες τίς
δικές μας προσπάθειες καί δυνάμεις, ὥστε νά
γίνει ἡ ἀγάπη μόνιμη κατάσταση τῶν ψυχῶν μας καί
νά ἀκτινοβολεῖ γύρω της ὡς συνεχής πράξη, ὅπως
ἀκτινοβολεῖ ἕνα στερεό σῶμα, πού ἔχει πυρακτωθεῖ
ὡς τά ἔγκατά του.
Ἄς μή λησμονοῦμε πώς
στά βάθη τῆς ψυχῆς μᾶς κρύβονται ὄγκοι καθόλου
εὐκαταφρόνητοι φιλαυτίας καί ὑπερηφάνειας, πού
δύσκολά μας ἀφήνουν νά ἀναγνωρίσουμε, ὅτι ἤ δέν
ξέρουμε ἤ δέν μποροῦμε νά ἀγαπήσουμε σωστά.
Ἀκριβῶς γιατί κάτι τέτοιο συμβαίνει, εἴμαστε
τόσο εὔκολοι στήν κατάκριση ἄλλων, ὅτι δέν ἔχουν
ἀγάπη. Καί ὄχι σπάνια δίνουμε ἕνα εὐπρεπές ὄνομα
στήν κατάκριση, γιά νά καλύψουμε τήν ἀσχήμια
της, ἀλλά καί τή δική μας γυμνότητα ἀπό ἀγάπη.
Διαστάσεις τῆς ἀγάπης, ποιές
πρέπει νά εἶναι
Αὐτές πού εἶχε
καί ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ, τηρουμένων βέβαια καί τῶν
ἀναλογιῶν. Καί ἡ ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ ἦταν πάντοτε
ἀγάπη καθολική, ἀγάπη, πού ἀγκαλίαζε τούς
πάντες. Ἡ ἔκφραση ἀγάπης σέ ὁρισμένα μόνο
πρόσωπα ἀποτελεῖ ὄχι σωστή ἀγάπη, ἀλλά λειψή, ἤ
καί ὄχι σπάνια ἀγάπη ἀρρωστημένη καί παθολογική.
Τό συναισθηματικό ἀγαπητικό μονοπώλιο καί ἡ
ἀγαπητική ἀποκλειστικότητα ἀφαιροῦν τήν
ἐλευθερία τῆς καρδιᾶς ὡς πρός τίς σχέσεις καί
πρός τόν ἴδιο τόν Κύριο καί τά ἐν Χριστῷ ἀδέλφια
μας, πού εἶναι καί αὐτά ἀδέλφια τοῦ Ἰησοῦ. Μήν
ξεχνοῦμε πῶς ἄν ἔχουμε τέτοια μονοδιάστατη
ἀγάπη, τότε «τί περισσόν ποιοῦμεν; Οὐχί καί οἱ
τελῶναι τό αὐτό ποιούσι;». ἡ ἀγάπη μας στήν
περίπτωση αὐτή εἶναι καθαρά κοσμική, καί γι’
αὐτό πρέπει νά ξεριζώσουμε ἀπό τήν καρδιά μας τή
μονομέρεια ἤ τήν ἀποκλειστικότητα στό ζήτημα
αὐτό. Πρέπει νά πολεμοῦμε τή σκοτεινή ἤ ἐν πάση
περιπτώσει τή στενή ἀντίληψη περί ἀγάπης μέ τήν
εἰλικρίνεια ἔναντί του Κυρίου μᾶς πρώτιστα, τοῦ
ἑαυτοῦ μας ἔπειτα, μέ τήν κατανόηση, τή σωστή
χριστιανική σκέψη καί τή γνήσια ἐπαφή πρός τούς
συνανθρώπους μας, ὅποιοι κι ἄν εἶναι. Ἄς
τοποθετοῦμε τόν ἑαυτό μας στή θέση τοῦ ἄλλου καί
ἄς προσπαθοῦμε νά βλέπουμε μέ τό μάτι τοῦ ἄλλου
ὅ, τί ἀφορᾶ σ’ αὐτόν ἤ στή σχέση τοῦ μαζί μας,
γιά νά μποροῦμε νά τόν κατανοοῦμε.
Ἡ
καθολική ἀγάπη, ἡ καρδιά, πού περιχωρεῖ τούς
πάντες μέσα της, ἡ εἰλικρίνεια καί ἡ γνησιότητα
τῶν συναισθημάτων ἀποτελοῦν τά καλύτερα κίνητρα
γιά μία ἁγία καί διαισθητική «περιέργεια», γιά
ἕνα ζωντανό καί καθαρά πνευματικό ἐνδιαφέρον γιά
νά μαθαίνουμε ὅ, τί θά μᾶς φέρνει πιό κοντά
στούς ἀδελφούς μας, χωρίς ὅμως νά τούς βλάπτουμε
ἤ νά βλαπτόμαστε ἐμεῖς πνευματικά. Μέσα σέ
μία κοινωνία ἀνθρώπων μέ, ἄς τήν ὀνομάσω ἔτσι,
«μονοκομματική» «ἀγάπη» καί «φιλία», ὅπου ἡ
καρδιά στρέφεται μόνο σέ ὅσους καί τρέφεται ἀπό
ὅσους τήν ἀγαποῦν ἀντανακλαστικά καί ὅπου ὅλα
πνίγονται μέσα σέ ἕνα κονφορμισμό καί μία
καμουφλαρισμένη ἰδιοτέλεια, μόνον ἡ ἀγάπη τῶν
πιστῶν στόν Ἰησοῦ ψυχῶν μπορεῖ νά προσφέρει τό
ἀνανεωτικό στοιχεῖο, πού θά διευρύνει, θά
ἐξαγνίσει καί θά ἐξυψώνει τίς ἀνθρώπινες
σχέσεις, βοηθώντας στό ξεπέρασμα τῶν φυλετικῶν,
κοινωνικῶν, πολιτιστικῶν, πολιτικῶν καί ἄλλων
φραγμῶν τῆς κοσμικῆς καί τόσο γήινης μικροψυχίας
καί στενοκαρδίας.
Τίποτε ἄλλο δέν
ἀντιτίθεται στήν πνευματική μας κλήση ὅσο ἡ
αὐστηρή καί εὐτελής ἐκ μέρους μᾶς κρίση τῶν
ἄλλων καί οἱ παράλογες ἐκ μέρους μᾶς
ἀντιπάθειες. Ἀντίθετα, πρέπει νά γινόμαστε ἁπλοί
στίς ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης μας ἔναντι τῶν
ἀδελφῶν μας, ἀλλά καί προσεκτικοί, χωρίς αὐτό νά
σημαίνει καί ἐλάττωση τῆς ἐγκαρδιότητος. Ἄς
εἴμαστε αὐθόρμητοι, χωρίς κρυψίνοιες καί
φιλυποψίες. Δέν πρέπει ποτέ νά τούς λέμε ὅ, τί
θά ἔκανε νά ντραποῦμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἤ ἐκεῖνοι.
Κάτι τέτοιο δέν εἶναι ἐκ Θεοῦ. Ἀγάπη σημαίνει
ἐκτός τῶν ἄλλων τάκτ καί λεπτότητα ἔναντι τῶν
ἄλλων. Μήπως ὁ Ἰησοῦς δέν ἀγάπησε μέ τέτοιον
τρόπο, ο, τί κι ἄν ἦταν ὁ ἄλλος ὡς ἄνθρωπος; Ἄς
θυμηθοῦμε μέ τί λεπτότητα μίλησε στόν ἐπί
τριανταοχτῶ χρόνια παράλυτο? «θέλεις ὑγιής
γενέσθαι;» Χρειαζόταν νά τόν ρωτήσει; Γι’ αὐτό
δέ βρισκόταν στήν Κολυμβήθρα τῆς Βηθεσδᾶ; Γιά νά
γίνει καλά δέν περίμενε ἐκεῖ ὅλον τόν καιρό:
Ὅμως ἡ γεμάτη λεπτότητα ἀγάπη τοῦ Κυρίου τοῦ
μιλάει ἔτσι, ὅπως ἁρμόζει σέ ἄνθρωπο ἐλεύθερον
καί ἄξιον σεβασμοῦ.
Τό ἴδιο ἔκανε καί
στήν περίπτωση τῶν δύο τυφλῶν, πού εἶχαν χαλάσει
τόν κόσμο μέ τίς κραυγές τους, ζητώντας τό ἔλεος
τοῦ Κυρίου γιά τήν κατάστασή τους. Καί ὅταν τούς
κάλεσε κοντά Του, τούς ρώτησε καί ἐκείνους? «τί
θέλετε ποιήσω ὑμίν;». Λέτε νά μήν ἤξερε τί
ἤθελαν τήν ὥρα, ποῦ ἡ ἴδια κατάστασή τους βοοῦσε
γιά τή λαχτάρα τους; Καί ὅμως δέν μπαίνει στήν
προσωπική τους ζωή χωρίς τήν ἄδειά τους. Τό
ἴδιο καί στήν περίπτωση πού κάποια ἁμαρτωλή του
ἄλειψε μέ μύρον τά πόδια στό σπίτι τοῦ Σίμωνος
τοῦ Φαρισαίου, καί στήν περίπτωση τῆς γυναίκας,
πού σύμφωνα μέ τό νόμο θά ἔπρεπε νά λιθοβοληθεῖ,
φέρθηκε κατά τρόπον τέτοιον, πού καί τήν ἴδια
δέν τήν τσαλάκωσε ὡς προσωπικότητα, παρά τό
παράπτωμά της, καί στούς ἄλλους ὑπέδειξε μέ
λεπτότητα, πώς δέν ἦταν δά καί οἱ ἴδιοι τέλειοι
προκειμένου νά προβοῦν σέ λιθοβολισμό της, ὡς
τάχα αὐτοί ἀναμάρτητοι… Αὐτό θά πεῖ λεπτότητα
ἀγάπης καί ἀγάπη κοσμημένη μέ λεπτότητα πού
γοητεύει, πού συγκινεῖ καί πού, πρό πάντων,
σώζει…
Ἀγάπη καί συναίσθημα
Ἕνα ἄλλο δεῖγμα ἱερῆς
τρυφερότητος ἀναφέρεται στό διακριτικότατο καί
σοφότατο Ἀββᾶ Ποιμένα, ἕναν ἀπό τούς πιό
μεγάλους Ἀββάδες. «Παρέβαλον τινές τῶν
γερόντων πρός τόν Ἀββᾶ Ποιμένα καί εἶπον αὐτῶ ?
θέλεις, ἐάν ἴδωμεν τούς ἀδελφούς νυστάζοντας εἰς
τήν σύναξιν, νύξωμεν αὐτούς, ἴνα γρηγορῶσιν εἰς
τήν ἀγρυπνίαν; Ὁ δέ λέγει αὐτοῖς ? ἐγώ τέως ἐάν
ἴδω τόν ἀδελφόν νυστάζοντα, τίθω τήν κεφαλήν
αὐτοῦ ἐπί τά γόνατά μου καί ἀναπαύω αὐτόν».
«Πῆγαν, λέει ἡ διήγηση, κάποιοι γέροντες στόν
Ἀββᾶ Ποιμένα καί τοῦ εἶπαν ? ἐπιτρέπεις, ἄν
ἰδοῦμε τούς ἀδελφούς νά νυστάζουν τήν ὥρα τῆς
ἱερῆς συνάξεως, νά τούς σκουντήσουμε λιγάκι γιά
νά μήν κοιμοῦνται κατά τή διάρκεια τῆς
ἀγρυπνίας; Ὁ Ἀββάς τούς ἀποκρίθηκε ? ἐγώ, ἄν ἰδῶ
τόν ἀδελφό μου νά νυστάζει, τοῦ βάζω τό κεφάλι
στά γόνατά μου καί τόν ξεκουράζω». Ἀλήθεια.
Τί ὑπερβολή τρυφερότητος καί κατανοήσεως τοῦ
κόπου ἤ τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἄλλου! Ἡ ὑπερφυσική
καί οὐράνια ἀγάπη δέ θά μποροῦσε νά ἐκφρασθεῖ
καλύτερα, ἐξαγνισμένη καί ἁγιασμένη ἐν Χριστῷ,
ἀπό τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ἐκφράζονται καί οἱ
ἀνωτέρω Πατέρες, ἀλλά καί πάρα πολλοί ἄλλοι.
Γι’ αὐτό δέν σταυρώθηκε ὁ Κύριος καί δέν
ἀνέστη, γιά νά μεταμορφώσει τή φύση μας καί νά
τήν κάνει ἀπό θηριώδη καί ἀγριωπή, λεπτή,
τρυφερή, πονετική, γεμάτη κατανοοῦσα ἀγάπη;
Ἡ μεταμορφώνουσα τήν «πεπτωκυίαν» φύση μᾶς
χάρις χύνεται πλούσια στήν ἀνθρώπινη καρδιά, τήν
ἀνασταίνει ἀπό τή σκληρότητα καί διαφθορά της,
ὥστε νά μπορεῖ ἄνετα διά μέσου της νά
ἐκφράζονται τά πλούσια χαρίσματα τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος, ἕνα ἀπό τά ὁποία, τό κυριότερο δέ,
εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἑπομένως, προκειμένου νά
ἐκφράσουμε τήν ἀγάπη μας πρός τά ἔξω, δέν πρέπει
νά ἀλλοιώσουμε ἀφύσικα τήν καρδιά μας καί νά
στραγγαλίσουμε τήν εὐαισθησία της, ἀλλά κυρίως
νά ἀφήσουμε τή χάρη τοῦ Κυρίου νά κατευθύνεται
σωστά καί νά κυριαρχεῖ μεταμορφωμένη στόν ἴδιο
τόν ἑαυτό της, μέ πλήρη αὐτολησμοσύνη της, χάριν
τοῦ ἀγαπομένου, «μή ζητοῦσα τά ἑαυτῆς».
Δέν εἶναι τό ἴδιο νά καταπνίγουμε τήν καρδιά μας
καί νά τή διαστρέφουμε καί νά τή μικραίνουμε καί
τό ἴδιο νά τή θέτουμε στήν ὑπηρεσία τῆς
πνευματικῆς ἀγάπης, νά τήν εὐαισθητοποιοῦμε πιό
πολύ, νά τήν κάνουμε πλατειά καί εὐρύχωρη, ξένη
πρός κάθε μικρότητα καί κάθε φίλαυτη καί
ἐγωιστική ἐπιδίωξη, πού σ’ αὐτή θά μᾶς ὠθοῦσε
εὐχαρίστως «ὁ παλαιός ἠμῶν ἄνθρωπος». Δέν
ἀγνοοῦμε τούς κινδύνους, πού ἐλλοχεύουν στό
σημεῖο αὐτό. Ὑπάρχει πάντοτε ὁ φόβος νά
προχωρήσουμε στήν ἀντίθετη κατεύθυνση καί νά
ὑποχωρήσουμε στίς κατώτερες κλίσεις μας, ἄν δέν
προσέξουμε. Συνεπῶς δέν εἶναι εὔκολος ὁ δρόμος
τῆς ἀγάπης, ὑποδεικνύοντας νά θέτουμε ὅλον τόν
συναισθηματικό μας πλοῦτο, πού μᾶς ἔδωσε ὁ
Κύριος, καί θέτοντας τόν στήν ὑπηρεσία τῆς
ἀγάπης. Χρειάζεται γι’ αὐτό ὁλοκληρωτική
αὐταπάρνηση.
Μή λησμονοῦμε πώς γιά ἡ
αὐταπάρνηση, πού εἶναι ἕνα εἶδος ζωντανοῦ
θανάτου, μία ἑκούσια χάριν τοῦ Ἰησοῦ σταύρωση,
δέν ἀποβλέπει παρά στήν ἀνάσταση, πού ἀρχίζει
ἀπό τώρα καί θά τελειωθεῖ κατά τήν τελική καί
ὁριστική ἀνάστασή μας.
Δύσκολη καί ἴσως
κουραστική ἡ ὁδός τῆς ἀγάπης, ἀλλά πλούσιοι οἱ
καρποί της καί ἐν τῷ νῦν καί ἐν τῷ μέλλοντι
αἰώνι, ὅπου θά τελειώσουν οἱ ἀγῶνες καί θά μᾶς
χαρισθεῖ μία ὑπέρ ἔννοιαν καί ὑπέρ κατανόηση
ἄλλη βιοτή, μέ ἄλλο, πνευματικότατο καί μακάριο
περιεχόμενο.
Ἐκδόσεις Μονῆς Ὁσίου
Γρηγορίου Ἅγιον Ὅρος 2012. |
|
|
|
|