Γιά τήν ἀγάπη ἀπό
γράμμα σέ πρόσωπα μοναχῶν. Ἀρχιμανδρίτη
Εὐσέβιου Βίττη.
Στά πνευματικά
ζητήματα δέν ἔχει τόν πρῶτο λόγο ὁ λόγος, δηλαδή
ἡ καθαρά λογική σκέψη ἀνεξάρτητη καί μόνη, ὁ
λόγος πού κινεῖται ψυχρά μέ διαλεκτικό τρόπο, μέ
ἀφαιρέσεις καί γενικεύσεις καί συμπεράσματα
ἀπρόσωπα. Ό, τί καί νά πεῖ κανένας μένει τελικά
κενός λόγος, ἄν δέν ζωοποιηθεῖ ἀπό τό Λόγο, πού
«ζωοποιεῖ τούς νεκρούς». Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος
«ἀνιστά» μέσα στήν καρδιά τό λόγο, πού αὐτή
ὑποδέχεται στό ὄνομά Του, ἤ τόν λόγο πού
καταθέτει σέ ἄλλη καρδιά στό ὄνομά Του. Μέ τή
βασική αὐτή προϋπόθεση γράφτηκαν ὅσα προηγήθηκαν
μέχρι τώρα καί γράφονται καί ὅσα θά
ἐπακολουθήσουν. Στό γράμμα ἐτοῦτο καί,
ὑποθέτω, καί στά γράμματα πού θά ἐπακολουθήσουν
ἀμέσως ἔπειτα ἀπό αὐτό, θά μᾶς ἀπασχολήσει ἡ
ἀγάπη ὡς κύριο χαρακτηριστικό (στατικά) καί ὡς
ἐκδήλωση (κινητικά) της ψυχῆς, πού ἀκολουθεῖ τόν
Ἰησοῦ μέ ὁλοκληρωτικό δόσιμό της σ’ αὐτόν μέσω
τῆς μοναχικῆς ζωῆς καί πολιτείας.
Εἶναι
ἄλλωστε ἡ ἀγάπη βασικό καί «τῶν ὧν οὐκ ἄνευ»
γνώρισμα τῆς ἰδιότητας τοῦ πραγματικοῦ μαθητῆ
τοῦ Χριστοῦ. «Ἐν τούτω γνώσοντες πάντες ὅτι ἐμοί
μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπη ἔχητε ἐν ἀλλήλοις», εἶπε
ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Ἀγάπη ὄχι βέβαια μονομερῆ,
ἀλλά παμμερή? ἀγάπη ὄχι μόνο πρός μία
κατεύθυνση, ἀλλά πρός ὅλες? ἀγάπη πρός ὅλους
τους ἐντός καί τούς ἐκτός, τούς ἐγγύς καί τούς
μακράν, τούς γνωστούς καί τούς ἀγνώστους.
Γιατί ὅλοι «οἱ ποτέ ὄντες μακράν ἐγγύς
ἐγενήθησαν ἐν τῷ αἵματι τοῦ Χριστοῦ» καί γιατί
αὐτός «ἔλυσε τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ», δηλαδή
τήν «ἔχθραν», πού χώριζε τούς ἀνθρώπους μεταξύ
τους. Αὐτός δώρισε τήν ἀγάπη στή γῆ, μέ
ἀποτέλεσμα νά ἐγκαθιδρύει τόν πιό στενό σύνδεσμο
ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, ὥστε νά ἔχουν «τήν
προσαγωγήν οἱ ἀμφότεροι ἐν ἐνί πνεύματι πρός τόν
Πατέρα». Εἶναι ἐπειγόντως ἀναγκαῖο νά
διαφωτισθεῖ τό θέμα αὐτό, ὅσο κι ἄν τό ξέρουμε
ἴσως, γιατί πολλές παρανοήσεις εἰσχωροῦν μέσα
μας ὡς πρός αὐτό καί πολλές εἶναι οἱ μορφές
ἐκφυλισμοῦ του καί τῆς καταπτώσεώς του σέ
φάντασμα ἀγάπης, σέ νόθες καί παραχαραγμένες
ἐκφράσεις της καί σέ ὑποβάθμισή της τελικά ἀπό
«βασιλίδος τῶν ἀρετῶν» ἤ συνισταμένης τους σέ
θλιβερή σκλάβα χαμερπῶν παθῶν καί
αἰσθησιακότητος.
Τί νόημα θά εἶχε μία ζωή
ὁλοκληρωτικά δοσμένη στό Θεό, ὅπως αὐτή φαίνεται
ἐξωτερικά τουλάχιστον, καί ἕνα ὡραῖο πρόγραμμα
ἀφιερωμένης ζωῆς, χωρίς ὁλοκληρωτικό ξερίζωμα
τοῦ ἐγωισμοῦ καί ἀντίστοιχα ἐλεύθερη καί τέλεια
παράδοσή μας στήν ἀγάπη, ἄν ἡ ἀγάπη αὐτή δέν
παρασύρει σάν ἕνα θεῖο ὁρμητικό ρεῦμα ὅλα τά
ἐγωιστικά στοιχεῖα ἀπό μέσα μας καί κάθε
ὑπόλειμμα αὐταρέσκειας καί ναρκισσισμοῦ; Ἀπό
τή στιγμή, πού ἀκολουθήσαμε τόν Ἰησοῦ, δέ θά
βροῦμε ἀνάπαυση σωματική, ὅπως δέ βρῆκε καί ὁ
Ἴδιος σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του.
«Ὁ Πατήρ μου ἕως ἄρτι ἐργάζεται, καγῶ
ἐργάζομαι». «Ἐμέ δεῖ ἐργάζεσθαι τά ἔργα τοῦ
πέμψαντος μέ ἕως ἡμέρα ἐστίν? ἔρχεται νύξ ὄτε
οὐδείς δύναται ἐργάζεσθαι». Ἀκολουθώντας
ἑπομένως τόν Ἰησοῦ «κατά πόδας» «ὅπου ἄν
ὑπάγει», δέν ὁδηγούμαστε σέ κανένα καταφύγιο
ὀκνηρίας καί νωθρότητος οὔτε σέ «κατάπαυση» πού
νά ἱκανοποιεῖ τή ραθυμία καί τήν ἀμέλειά μας.
Ἀκολουθώντας τόν Ἰησοῦ ὁδηγούμαστε, ἀντίθετα, σέ
δρόμο δουλειᾶς πολύ σκληρῆς. Ἡ ἀκολούθηση τοῦ
Ἰησοῦ, πού εἶναι ἡ προσωποποιημένη ἔκφραση τῆς
ἀγάπης τοῦ Θεοῦ καί Πατρός πρός τόν κόσμο τῶν
ἀνθρώπων – «οὕτω γάρ ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον,
ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν» καί «
ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἠμῶν Χριστός ὑπέρ ἠμῶν
ἀπέθανε» – ἡ ἀκολούθηση τοῦ Ἰησοῦ ὡς τῆς ἀγάπης
τοῦ Πατρός δέν εἶναι μόνο στατική, δηλαδή μόνο
συναισθήματα ἱερά καί κατάσταση παθητικότητος,
ἀλλά καί κινητική, δηλαδή καί ἔκφρασή της πρός
τά ἔξω, ὅπως θά μᾶς δοθεῖ εὐκαιρία νά μιλήσουμε
πιό κάτω. Ὁ Χριστός δέν εἶναι μόνο ἡ «ἀλήθεια
καί ἡ ζωή» τῆς ἀγάπης, ἀλλά καί ἡ «ὁδός» γι’
αὐτόν, καί ὁδός σημαίνει πορεία σέ ἀνάντη καί
ἀνηφορικό δρόμο, ὅπως ἦταν ὁ δρόμος τοῦ Ἰησοῦ. Ἡ
ἐν Χριστῷ ζωή ὡς ζωή εἶναι σύνδεση καί τῶν δύο
αὐτῶν στοιχείων, κίνησης καί στάσης, στάσης καί
κίνησης.
Ἕνας ἐρημίτης αὐστηρά
ἀποκλεισμένος ἀπό ἐξωτερικές προσβάσεις καί
διατάραξη τῆς ἡσυχίας του, δείχνει πώς διάλεξε
ἕνα «ζωντανό θάνατο», μία ἐθελούσια καί
ἀγαπητική προσφορά στόν Κύριό του ἑαυτοῦ του, μέ
μέτρο τῆς ἀγάπης τοῦ γι’ αὐτόν μία πολύπλευρη
νέκρωση. Ἕνας μοναχός ὅμως ( καί λέγοντας
μοναχός, ὅπως καί ἄλλη φορᾶ τόνισα, ἀναφέρω τή
λέξη περιληπτικά καί ἐννοῶ πάντα καί τή μοναχή,
ἐκτός ἄν πρόκειται γιά κάτι ἐντελῶς
ἐξειδικευμένο, ὅποτε θά γίνεται καί ἡ σχετική
διευκρίνιση), ἕνας μοναχός λοιπόν, πού ζεῖ σέ
κοινόβιο, καί μάλιστα κοντά στόν κόσμο, καλεῖται
νά ζήσει τόν ἴδιο θάνατο μέσα στά πλαίσια τῆς
ὑπακοῆς, τῆς ἀγαπητικῆς συνυπάρξεως, τοῦ μόχθου
τοῦ ἐργοχείρου του, τῆς πολλαπλῆς διακονίας καί
τῆς ἀγαπητικῆς συνάντησής του μέ τούς ἄλλους
ἀνθρώπους, τοῦ «ἐκτός», πού θά συναντήσει στήν
πορεία του, καί γενικότερα μέσα στό πλαίσιο τοῦ
ὅλου πνευματικοῦ προγράμματος τῆς Μονῆς του, τό
ὁποῖο δέν εὐνοεῖ τόν ὁποιοδήποτε ἐγωιστικό
αὐτοπεριορισμό σέ γυάλινους πύργους.
Κάθε
μέρα ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς νά μᾶς συναντήσει διά
μέσου του μόχθου, τῆς ποικίλης «ἀκαταστασίας»,
τῶν ἀπαιτήσεων τῶν ἄλλων, τῆς ἀπονεκρώσεως τοῦ
θελήματός μας καί κάθε ἐγωιστικῆς μας τάσεως,
καλώντας μας ἔτσι σέ μία ἀγάπη ὅλο καί πιό
ἀπογυμνωμένη ἀπό ὁποιαδήποτε στοιχεῖα, πού τήν
ἀλλοιώνουν καί τήν καθιστοῦν ὄχι πέρα γιά πέρα
καθαρή καί ἁγνή, καί ἑπομένως σέ ἀγάπη ἄξια του
Κυρίου, στόν ὁποῖο προσφέρεται ὡς τό πιό
πολύτιμο δῶρο τῆς ψυχῆς. Ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἔφερε στόν
ἱερό χῶρο τοῦ Μοναστηρίου, πού δέν εἶναι πέρα
γιά πέρα ἀποκλεισμένος ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά εἶναι
ἀνοιχτός, γιατί τραβάει κοντά του, ἀκριβῶς γιατί
εἶναι αὐτό πού εἶναι, ὅλο καί πιό πολύ τους
ἀνθρώπους. Τοποθετημένοι λοιπόν μέσα στό χῶρο
αὐτόν ἔχουμε κληθεῖ νά σηκώσουμε μαζί μέ τόν
Ἰησοῦ τό βάρος τῆς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου καί τοῦ
θανάτου.
Φορώντας διαρκῶς τό χιτώνα τοῦ
πένθους γιά τό κακό καί τήν ἁμαρτία, πού
κυριαρχεῖ μέσα μας καί ἔξω μας, ἀποτελοῦμε
ἀσίγαστη ἱκεσία πρός τόν Οὐρανό νά «ἐκλείψωσιν
ἁμαρτωλοί καί ἄνομοι ἀπό τῆς γής (ὄχι φυσικά μέ
κάποια καρατόμησή τους ἤ κάποια βίαιη ἐξαφάνισή
τους, ἀλλά μέ ἀληθινή μετάνοια καί ἐπιστροφή
στόν Πατέρα), ὥστε μή ὑπάρχειν αὐτούς», παρά
μόνο ὡς «καινή κτίσις», ὡς ἀδελφοί μας
μεταμορφωμένοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καί πορευόμενοι
τόν ἴδιο δρόμο μέ μας. Χρειάζεται ὅμως γιά τό
ἔργο αὐτό ἀληθινή γενναιοψυχία καί ἐξαιρετική
«εὐηκοΐα», αὐτί εὐαίσθητο καί ἱκανό νά συλλάβει
καί πρόθυμο νά ἀφουγκρασθεῖ «τούς στεναγμούς τῶν
πεπεδημένων» ἀπό τήν ἁμαρτία, τούς θρήνους τῆς
θλίψης καί τοῦ πόνου, τά ἀγκομαχητά τῶν
κουρασμένων καί φορτωμένων ἀγωνία, ἀηδία καί
πλήξη ψυχῶν, μέ τήν παράλληλη ἀποδοχή, ὅσο
γίνεται, μεγαλύτερου μέρους τοῦ φορτίου, πού
καταπιέζει τούς ὤμους τῶν ἀδελφῶν μας.
Ἡ
ζωή μᾶς πρέπει διαρκῶς «δίδοσθαι (τοῖς ἀδελφοῖς)
εἰς καταβρῶμα». Πρέπει νά δίνεται προσφορά στούς
ἀδελφούς μας σάν τόν ἄρτο πού προσφέρεται γιά
βρώση. Αὐτό πρέπει νά εἶναι τό μέτρο, πού μέ
βάση αὐτό θά τραβάει ὁ Θεός ὅ, τί πιό καλό
βρίσκεται μέσα μας, γιά νά ἀποτελεῖ στήν οὐσία
τήν ἄρση τοῦ σταυροῦ μας καί τήν κατακολούθηση
τοῦ Ἰησοῦ στή ματωμένη πορεία οὐ πρός τόν
Γολγοθά. Μήπως αὐτό ἀποτελεῖ λοξοδρόμηση τῆς
πορείας μας; παύουμε νά ἀκολουθοῦμε τό μοναχικό
πενθήρη δρόμο τῆς αὐτοπροσφορᾶς μας στόν Ἰησοῦ;
Κάθε ἄλλο! Ἀντίθετα τήν καταξιώνουμε. Ὑπάρχουν
εὐτυχῶς κάποιοι φράχτες στό δρόμο μας, πού δέν
ἐπιτρέπουν παρέκκλιση ἀπό τόν ἀρχικό μας σκοπό.
Ἡ ὑπακοή μᾶς π.χ., ἡ πτωχεία ὡς πρός τά
ἀνθρώπινα πράγματα καί μέσα, δέν ἐπιτρέπουν
ἀλλαγή πορείας. Ἄν αὐτά τά μέσα δέν ὑπῆρχαν,
τότε δέ θά ἦταν δύσκολο νά ἀπομακρυνθοῦμε σιγά
σιγά καί χωρίς νά τό καταλάβουμε ἀπό τή σιωπηλή
αὐτοπροσφορά τῆς ζωντανῆς καί λυτρωτικῆς ζωῆς
τῆς προσευχῆς, τῆς ἀσκήσεως, τῆς ἁγνότητος,
βυθιζόμενος σέ μία ἄκρατη ζωή ἀκτιβισμοῦ καί
ἐξωτερικῆς δραστηριότητος, χάνοντας σέ βάθος καί
οὐσία. Ἄλλοι ἀδελφοί μας μέσα στήν Ἐκκλησία
ἔχουν δεχτεῖ τήν κλήση τοῦ Θεοῦ γιά δράση πιό
ἐξωτερική, ὅπως εἶναι ἡ ποιμαντική καί λοιπή
δραστηριότητα μέσα στόν ἐθνικό χῶρο καί ἔξω ἀπό
αὐτόν. Ὁ χαρακτήρας ὅμως τοῦ Μοναστηριοῦ μας δέν
ἀλλάζει καί δέν πρέπει νά ἀλλάξει, ἄν πρέπει νά
σωθεῖ καί νά ἐξακολουθεῖ νά ζεῖ ὡς Μοναστήρι,
χωρίς νά τό μεταβάλλουμε σέ κέντρο ἀκτιβιστικῆς
δραστηριότητος. Ὅμως δέν μποροῦμε νά
ἀγνοήσουμε πώς ἀναρίθμητες ψυχές προστρέχουν σ’
αὐτό, ζητώντας λίγο νερό γιά νά βρέξουν μ’ αὐτό
τά φρυγμένα τούς χείλι καί λίγο ψωμί γιά νά
στομώσουν τήν ἀκατάσχετη πείνα τους. Καί ἐνῶ
λίγοι ἤ πολλοί, ἀδιάφορο, μπορεῖ νά λένε? γιά
κοίτα, τόσες νεανικές ψυχές κλείστηκαν στό
μοναστήρι.
Δέν θά μποροῦσαν νά ἔβγαιναν
ἔξω στήν κοινωνία, γιά νά ἀποδυθοῦν σέ ὡραίους
κοινωνικούς ἀγῶνες καί σέ ἔργα ὑψίστης
κοινωνικῆς σημασίας καί ἀντίστοιχης στάθμης: Δέν
θά μποροῦσαν νά ἀφιερώσουν τίς δυνάμεις τους σέ
ἔργα ἱεραποστολῆς π.χ. στή Μαύρη ἤ τήν Κίτρινη
ἤπειρο, ὅπου τόσες ψυχές διψοῦν νά ἀκούσουν
εὐαγγελικό λόγο καί μήνυμα σωτηρίας; Δέν θά
μποροῦσαν…; Καί ὁ κατάλογος τοῦ τί θά μποροῦσαν
νά κάνουν, κατά τή γνώμη αὐτῶν πού τά λένε αὐτά,
νά συνεχιστεῖ χωρίς τελειωμό. Ὅμως ἐμεῖς θά
συνεχίζουμε τήν πορεία μας, ὅπως τήν ἀρχίσαμε,
«καταφαγωνόμενοι», μειωνόμενοι καί
σμυκρινόμενοι, ὡς τήν ἔσχατη ἀδυναμία εἴτε
δεχόμενοι τό βάρος κάποιων συγκεκριμένων
ἀδελφῶν, εἴτε διαβλέποντας τό ἄγχος καί τήν
ἀγωνία κάποιων ψυχῶν δίπλα μας καί γύρω μας καί
συμμετέχοντας σ’ αὐτό «ὅλη καρδία» μέ θερμή
προσευχή, εἴτε καί δεχόμενοι τό ἄνοιγμα τῶν
ψυχῶν αὐτῶν, πού μᾶς κάνουν τήν τιμή νά ἀνοίξουν
τίς πληγές τούς μπροστά μας, μέ τήν προϋπόθεση
βέβαια πώς ἔχουμε τήν εὐλογία γι’ αὐτό. Ἔτσι θά
μάθουμε νά ἀγαποῦμε ὅπως ὁ Ἰησοῦς, μέ τρόπο πού
μονάχα στό Μοναχισμό προσιδιάζει, μέ ἀγάπη, πού
εἶναι τόσο πραγματική, ὅσο μπορεῖ νά εἶναι μία
πράξη, καί τόσο ἀνάλαφρη, ὅσο μπορεῖ νά εἶναι
μία ἀκτίνα φωτός. Πῶς ἀλλιῶς θά μπορούσαμε νά
εἴμαστε μοναχοί (χές), ἄν δέν ἀγαπούσαμε «ὅση
ἠμίν δύναμις», ὅπως ὁ Ἰησοῦς;
Ὑπάρχει
ἴσως ἡ ὄχι σωστή ἀντίληψη, ὅτι δῆθεν ὁ μοναχός
ἀγαπάει μόνο ἐσωτερικά μέ τρόπο πού δέ φαίνεται
ἐξωτερικά. Αὐτό ὅμως δέν ἀνταποκρίνεται στά
πράγματα. Ἡ ἀγάπη τοῦ μοναχοῦ, πού ὑπάρχει μέσα
του, ὅπως καί κάθε ἄλλη ἀγάπη, πρέπει νά
ἐκδηλώνεται καί ἐξωτερικά. Εἶναι ὅρος
ἀπαραίτητος αὐτός γιά νά εἶναι ἡ ἀγάπη ἀγάπη.
Χωρίς τήν ἐξωτερίκευση αὐτή, ἐκτός ἄν τά
πράγματα δέν τήν ἐπιτρέπουν σέ συγκεκριμένες
πράξεις, θά ἦταν ἡ ἀγάπη μας εἴτε φαντασίωση
εἴτε ὑποκρισία εἴτε καθαρή αὐταπάτη. Μόνο πού
ἡ ἀγάπη τοῦ μοναχοῦ ὡς πράξη εἶναι πιό
διακριτική, πιό ἀνάλαφρη, πιό ἀθόρυβη, κρυμμένη
μέσα σέ μία καθημερινότητα καί πεζότητα,
κρυμμένη σέ μία πράξη ὑπακοῆς ἤ μία ἔκχυση
θερμῶν δακρύων μέσα σέ ὁλονύχτια προσευχή γιά
κάποια ἤ κάποιες ψυχές, γιά ὁλόκληρο τόν κόσμο,
ἤ σέ κάποια ταπεινά διακονήματα, πού κανένας
ἴσως δέν δίνει σ’ αὐτά σημασία. Πάντως εἴτε
ἔτσι εἴτε ἀλλιῶς ἡ ἀγάπη πρέπει νά ἐκδηλωθεῖ μέ
συγκεκριμένους τρόπους πρός τά ἔξω. Καί θά
ἰδοῦμε πιό κάτω πώς πολλά ἐμπόδια δέν ἐπιτρέπουν
νά ἀγαπήσουμε τούς ἄλλους σάν ἀδέρφια μας, σάν
ἄλλους «ἑαυτούς».
Καί αὐτό σημαίνει πώς ἡ
ἀπόκτηση ἀγάπης δέν εἶναι εὔκολη δουλειά, οὔτε
πετυχαίνεται στά γρήγορα, σάν ἕνα μανιτάρι πού
μεγαλώνει μέσα σέ μία νύχτα. Θά χρειαστεῖ
κόπος καί μόχθος πολύς καί χρόνος ἀντίστοιχος,
προκειμένου νά πετύχουμε νά κάνουμε τήν ἀγάπη
μόνιμη κατάσταση τῶν ψυχῶν μας, ὥστε νά
ἀκτινοβολεῖ γύρω της ὡς συνεχής πράξη, ὅπως
ἀκτινοβολεῖ ἕνα σῶμα πού ἔχει πυρακτωθεῖ ὡς τά
ἔγκατά του. Μέσα στά βάθη τῆς ψυχῆς μᾶς
βρίσκονται ὄγκοι καθόλου εὐκαταφρόνητοι
φιλαυτίας καί ὑπερηφάνειας, καί δύσκολα
ἀναγνωρίζουμε πώς δέν ξέρουμε ἤ δέν μποροῦμε νά
ἀγαπήσουμε σωστά. Ἀκριβῶς, γιατί τέτοιο εἶναι
τό ἐσωτερικό μας, πέφτουμε εὔκολα στήν κατάκριση
τῶν ἄλλων, μάλιστα κατακρίνοντάς τους γιά
ἔλλειψη ἀγάπης! Καί ὄχι σπάνια δίνουμε στήν
κατάκριση ἕνα «εὐπρεπές» ὄνομα, γιά νά καλύψουμε
τήν ἀσχήμια της. Καί ἔτσι ἄνετα
παρακολουθοῦμε τούς ἄλλους μέ κάποια χαιρεκακία,
ὅταν εἶναι στίς κακές τους, νιώθοντας μία
ἀφύσικη ἱκανοποίηση καθώς πέφτουν σέ λάθη, πού
κι ἐμεῖς πέσαμε σ’ αὐτά, ἤ θεωρώντας τούς
κατώτερους ἀπό μας, ἄν τυχόν δέν πέσαμε ὅπως
αὐτοί.
Ὅλα αὐτά καί ὅ, τί συναφές μέ αὐτά
πρέπει νά τά ἀνακαλύψουμε, ὅσο κι ἄν κρύβονται
ἐπιμελῶς μέσα μας, καί, ἀφοῦ τά ἀνακαλύψουμε, νά
τά ἀναγνωρίσουμε ὡς στοιχεῖα τῆς «παλαιότητός»
μας, ὡς στοιχεῖα ἐγωιστικότητος καί αὐτοφιλίας,
πού δύσκολα τά ἀπαρνούμαστε. Ὅμως πρέπει νά τά
ἀπαρνηθοῦμε, ἄν θέλουμε νά καθαριστεῖ τό ἔδαφος
τῆς ψυχῆς μας, προκειμένου νά ἀνθοφορήσει σ’
αὐτήν ἡ ἀγάπη. Πῶς ὅμως θά ἀνακαλύψουμε ὅλα
αὐτά τά στοιχεῖα; Δέν εἶναι τόσο δύσκολο τό
ἐγχείρημα, ὅσο κι ἄν φαίνεται τέτοιο. Ἄν π.χ.
προσέξουμε λίγο περισσότερο καί ἐπιμελέστερα τόν
ἑαυτό μας, θά ἀνακαλύψουμε πόσο εὔκολα δέ
θέλουμε νά μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄλλοι, πόσο δέν
ἐπιθυμοῦμε νά «χαλάσουμε τή ζαχαρένια μας» στό
χρόνο πού τόν θεωροῦμε ἐντελῶς δικό μας. Δέ
μᾶς εὐχαριστεῖ νά κουραζόμαστε γιά τούς ἄλλους,
ἄν μάλιστα συμβαίνει νά μήν εἶναι εὐχάριστοι
τύποι. Δέν νιώθουμε πρόθυμοι νά
ἀφουγκραστοῦμε τόν πόνο τους καί τίς δυσκολίες
τους. Συγκεντρωμένοι στά δικά μας μικρά ἤ μεγάλα
προβλήματα, ἀπορροφημένοι ἀπό τίς δικές μας
δυσκολίες, γινόμαστε σιγά σιγά ἀναίσθητοι ἔναντι
τῶν ἄλλων, ἀδιάφοροι, σκληροί καί τελικά
ἀνάπηροι κατά κάποιο τρόπο στό ζήτημα αὐτό.
Ἔτσι μέ τόν καιρό δέ μᾶς ἐνδιαφέρει τίποτε
ἄλλο παρά μόνο ὅ, τί ἔχει σημασία γιά τόν ἑαυτό
μας, ο, τί μᾶς βολεύει καί ὅ, τί μᾶς κολακεύει
φανερά ἤ κρυφά. Ἀκόμη εὔκολα περιγελοῦμε τούς
ἄλλους χωρίς πολλές τύψεις, τούς εἰρωνευόμαστε ἤ
τούς χλευάζουμε, πρό πάντων ὅταν τούς
αἰσθανόμαστε κατώτερους ἀπό μας. Εἴμαστε
ἐπίμονοι στή γνώμη μας καί συζητοῦμε μέ
φιλονεικη διάθεση γιά μικροπράγματα χωρίς
πραγματικό ἐνδιαφέρον γιά τήν ἀλήθεια, ἀλλά μόνο
γιά νά στηρίξουμε τή γνώμη μας καί τίς ἀπόψεις
μας, ἔστω κι ἄν δέν εὐσταθοῦν. Ἐπίσης μπορεῖ νά
ἀνακαλύψουμε μέσα μᾶς προκαταλήψεις εἰς βάρος
ἄλλων προσώπων στό ἄμεσο ἤ εὐρύτερο περιβάλλον
μας. Ὄχι σπάνια μποροῦν νά καμουφλαριστοῦν ὡς
δῆθεν ἀγάπη μέ καθαρά ψυχολογικά ἐλατήρια ἤ
καταστάσεις, ὅπως ὁ θαυμασμός, ἡ ὀμορφιά, ἡ
ἐξυπνάδα ἤ ἡ ἰδιοφυία κάποιου προσώπου, κατά
συνθήκην κληρονομημένες ἀπόψεις γιά ἄλλους ἤ
ἐπειδή ὅλοι ἔχουν τή γνώμη αὐτή, ἔστω κι ἄν
ἐμεῖς δέν ἔχουμε ἀκόμη σχηματίσει δική μας
προσωπική γνώμη. Ἄλλοτε πάλι θέλουμε νά
ἐνεργοῦμε «πρωτότυπα», ὄχι δηλαδή ὅπως ἐνεργοῦνε
οἱ ἄλλοι, ἀλλά σάν νά εἴμαστε ἐμεῖς κάποιοι
σπουδαῖοι ἄνθρωποι καί ξεπερνοῦμε τό μέσο τύπο
ἀνθρώπου.
Ἄλλοτε πάλι, ἀπό φόβο μήν τυχόν
μᾶς κρίνουν ἄσχημα, ἐνεργοῦμε ἔτσι, ὥστε νά
διατηρήσουμε τό θαυμασμό ἤ τήν ἐκτίμηση ἤ μία
κάποια καλή ἰδέα, πού ἔχουν οἱ ἄλλοι γιά μας,
γιά τή δῆθεν σύνεση καί φρονιμάδα μᾶς κ.λπ.,
κ.λπ., πράγμα πού κάνει νά φερόμαστε ἐγωιστικά
καί σκληρά. Ἐφόσον λοιπόν ὑπάρχουν στήν ψυχή
μᾶς τέτοια ἐπιθέματα καί τήν παραμορφώνουν, πῶς
μποροῦμε νά εἴμαστε διαφανεῖς καί διαυγεῖς καί
πεντακάθαροι στίς ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης μας, ἄν
προβαίνουμε καί ὅσες φορές προβαίνουμε σέ
τέτοιες; Ἄν εἴμαστε γυαλιά μαυρισμένα ἀπό τά
πάθη μας, πῶς νά διαπεράσουν οἱ φωτεινές ἀκτίνες
τῆς καρδιᾶς γιά νά φωτίσουν ἄλλες καρδιές καί
πῶς νά ἐκπεμφθεῖ ἡ θερμότητα ποῦ θά τίς
θερμάνει; Πῶς μπορεῖ μέ ἄλλα λόγια νά εἶναι ἁγνή
καί γνήσια ἡ ἀγάπη μας, ὅταν ἔχουμε ἕνα τέτοιο
καταλερωμένο ἐσωτερικό; Αὐτές οἱ διαπιστώσεις
ἐπιβάλλουν νά προσέχουμε ἀδιάκοπα τά ἑξῆς
σημεῖα: τήν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς, τήν
ἀδελφική ἀγάπη, τή φιλία, καί τέλος τή
θεϊκή ἀγάπη.
Ὅλα αὐτά εἶναι πολύ
συνδεδεμένα μεταξύ τους, καί μάλιστα πολύ
περισσότερο ἀπό ὅ, τί φανταζόμαστε. Ὡς ψυχές,
πού νιώθετε νά ἔχει ἀντηχήσει μέσα σας ἡ κλήση
νά ἀκολουθήσετε τόν Κύριο, πρό πάντων οἱ νέες
στήν ἡλικία, θά καταλάβετε καλά, ὅτι τό ἀληθινό
πρόβλημα γιά μία ψυχή, πού δίνεται ὁλοκληρωτικά
στόν Κύριο, εἶναι ἀσφαλῶς τό πρόβλημα τῆς ἁγνῆς
ἀγάπης, χάριν τῆς ὁποίας διακινδυνεύουμε τήν
ἴδια τή ζωή μᾶς προσφέροντας τήν ὡς «θυσίαν
ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῶ, τήν λογικήν
λατρείαν ἠμῶν». Γιά τίς νέες ψυχές ἀνάμεσά
σας εἶναι φανερό πώς «κατ’ ἄνθρωπον» ὑπάρχουν
πολύ μακροτέρες προοπτικές ἀπό αὐτές, πού
ὑπάρχουν γιά ὅσες ἔχουν προχωρημένη πιά ἡλικία.
Καί γιά μερικές μερικές ἀπό τίς πολύ μεγάλες,
ἐλάχιστες ἀκόμη ἀπομένουν οἱ προοπτικές καί τά
περιθώρια χρόνου γιά κάτι πολύ σπουδαῖο. Οἱ
νέες ψυχές φλογίζονται, τό διαισθάνεται κανένας
αὐτό, ἀπό τή λαχτάρα νά δώσουν ὅλης τους τήν
ὕπαρξη θυσία στό βωμό τῆς θείας καί ἀνθρώπινης
ἀγάπης. Ὅμως ἡ πείρα δείχνει πώς τά χρόνια
γρήγορα περνοῦν. Ὁ ἐνθουσιασμός πέφτει σιγά σιγά
καί ἀνεπαίσθητα, τά πόδια ἀρχίζουν νά βαραίνουν
στήν πορεία καί ἡ φθορά ἀρχίζει νά γίνεται πιό
ἔκδηλη καί χειροπιαστή. Καί γεννιέται τό
ἐρώτημα? τί θά ἀπομείνει λοιπόν ἀπό τήν ἀγάπη
τῶν τωρινῶν εἴκοσι καί εἰκοσιπέντε καί
εἰκοσιοχτῶ χρόνων ὕστερα ἀπό κάμποσα χρόνια;
Τί θά ἀπομείνει ἀπό τή φλόγα, ποῦ φαίνεται
νά κατατρώει τήν ψυχή στό τέλος τῆς γήινης
πορείας της; Θά ἔχει μεγαλώσει μαζί μέ τήν ψυχή
ἡ ἀγάπη ἤ θά ὑποστεῖ μία ἐγωιστική σκλήρυνση,
ὅπως τό κυκλοφορικό παράρτημα τῆς βιολογικῆς
καρδιᾶς; Θά μποροῦν νά ὑπολογίζουν στόν
πλοῦτο τῶν συναισθημάτων τους, ὅπως τώρα, ἤ οἱ
θύελλες καί οἱ ἐπαναστάσεις τῆς σάρκας καί τῆς
καρδιᾶς θά σαρώσουν κάθε τί στό ξέσπασμά τους
καί θά ἐξαφανίσουν ὅ, τί εὐγενικό μέσα τους; Θά
παραμείνουν πιστές στό πρῶτο τους ὄνειρο καί θά
μεταμορφωθοῦν σύμφωνα μέ αὐτό ἤ θά σβήσει σιγά
σιγά ἡ φλόγα, γιά νά ἁπλωθεῖ ἡ παγωνιά τοῦ
θανάτου στήν ψυχή; Θά κατασιγάσουν καί θά
μεταμορφωθοῦν κατά Χριστόν τά πάθη ἤ θά
κυριαρχήσουν τελικά αὐτά καί ἡ ψυχή θά
«παρασυμβληθῆ τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις»
βόσκοντας γῆ ἀντί νά τρέφεται μέ τό μάννα τῆς
ἀγάπης τοῦ οὐρανοῦ; Θά μπορέσουν νά παραμείνουν
στή γενναιοφροσύνη, πού ἀγνοεῖ τόν ἑαυτό της, ἤ
θά ὑποκύψει στή δύναμη τῶν ὁποιωνδήποτε κρίσεων
ἡλικίας καί αὐξήσεως, δυσκολιῶν ἐσωτερικῶν καί
ἐξωτερικῶν; Θά συνεχίσουν τήν πορεία τους
πρός τόν οὐρανό παρά ταῦτα ἤ θά τίς γοητεύσει
κάποιο τραγούδι σειρήνων καί θά σταματήσουν
καταμεσίς τῆς πορείας τους, γιατί θά ἔχουν
δελεαστεῖ ἀπό τά ἐφήμερα ἀγαθά καί τίς ἡδονές
τοῦ παρόντος; Θά ἐξακολουθεῖ νά τίς ἐνθουσιάζει
ἡ ἁγνή ἀγγελική ἀγάπη ἤ θά ξεπέσει αὐτή σέ
σαρκικότητα καί χοϊκότητα, πού μαραίνει καί τά
πιό ὡραία ὄνειρα καί ἰδανικά;
Γιά νά
δοθεῖ ἀπάντηση, πού νά ξεπερνᾶ τήν κάθε
ἀπαισιοδοξία καί τήν κάθε ἀπογοήτευση, πού θά
δημιουργοῦσε μία ἀρνητική ἀπάντηση στά παραπάνω
ἐρωτηματικά, θά πρέπει νά προσέξουμε μέ ὅση
προσοχή χρειάζεται κάποια ἐνδιαφέροντα σημεῖα
ἀντιμετωπίσεώς τους. Ποιά μπορεῖ νά εἶναι αὐτά;
α) Ἡ γενναιότητα καί σταθερότητα τῆς θελήσεώς
μας Ἡ θέλησή μας εἶναι ἕνα ἀπό τά στοιχεῖα
τῆς ὑπάρξεώς μας, πού μποροῦμε νά ἔχουμε στό
χέρι μας, ἄν δουλεύουμε κατάλληλα καί ἔγκαιρα,
καί νά μήν τήν ἀφήνουμε νά ὑποδουλωθεῖ σέ
ὁποιαδήποτε πάθη καί κακές συνήθειες. Ἡ θέληση
προσδιορίζει τό ποιόν καί τό χαρακτήρα τῶν
ἐνεργειῶν μας, ἄρα καί τήν ἀγάπη μας καί τή
διάθεσή μας νά ἐμμείνουμε σ’ αὐτήν. β) Ἡ
ἀδιάκοπη ἐκζήτηση τῆς βοήθειας τῆς θείας χάριτος
Ἄν τό κάνουμε αὐτό συστηματικά καί μέ ἐπιμονή,
δέ θά μᾶς λείψει ἡ θεία βοήθεια. Ἰδιαίτερο μέσον
γιά τήν πρόσκτηση καί διατήρηση τῆς θείας
βοήθειας εἶναι ἡ ὁλόψυχη μετοχή μας στά μέσα τῆς
χάριτος μέ ἀντίστοιχη ἐσωτερική ἐργασία. Γνωστά
αὐτά καί κανονισμένα ἀπό τό πρόγραμμα τῆς ζωῆς
μέσα στόν ἱερό χῶρο, πού ζεῖτε. γ) Ἡ ὀρθότητα
τῆς ἀντιλήψεως καί βιώσεως τῆς ἀγάπης τέτοιας,
πού τή θέλει ὁ Ἰησοῦς Ἄς μήν ξεχνοῦμε πώς δέ
φτάνει μονάχα ἡ καλή θέληση νά ἐπιτύχουμε κάτι
τό ὡραῖο καί ὑψηλό. Στό λάθος αὐτό πέφτουν
πολλοί νέοι, πού στηρίζονται ἐντελῶς ἀνθρώπινα
στήν ἁγνότητα τῶν προθέσεών τους, ἀλλά ἀγνοοῦν
τόν «παλαιόν ἄνθρωπον» πού κρύβεται στά βάθη τῆς
ὑπάρξεώς τους. Ὅσο ἁγνές κι ἄν εἶναι οἱ
προθέσεις μας, ὅσο καλή καί ἀνιδιοτελής κι ἄν
εἶναι ἡ θέλησή μας γιά τήν ἐπιτυχία κάποιου
ὡραίου καί μεγάλου σκοποῦ, δέν εἶναι ἀρκετή γιά
νά μᾶς προφυλάξει ἀπό τήν ἐκλογή λανθασμένου
δρόμου ἤ ἀπό ὁποιαδήποτε παρέκκλιση ἤ
ἐκτροχιασμό στήν πορεία μας. Ἄς ἔχουμε διαρκῶς
ὑπ’ ὄψη μας, ὅτι γιά μᾶς τό πᾶν καί στό ζήτημα
τῆς ἀγάπης εἶναι ὁ Ἰησοῦς, πού μᾶς εἶπε: «χωρίς
ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»!
Ἀρχιμανδρίτη Εὐσέβιου Βίττη
Ἐμεῖς καί ἡ
ἀγάπη μας Ἐκδόσεις Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὅρος 2012 (σέλ. 47-64) |
|
|
 |
|