Ἐμεῖς καί ἡ Ἀγάπη μας Ἱερομ.
Εὐσεβίου Βίττη
«Ζηλοῦτε δέ τά
χαρίσματα τά κρείττονα...»
(Ἅ' Κόρ. 12,
31)
«...μείζων δέ τούτων ἡ ἀγάπη» (Ἅ'
Κόρ. 13, 13)
«Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθώς
ἠγάπησα ὑμᾶς» (Ἰωάμ. 15, 12)
«Ἐάν τίς
ἀγαπᾶ μέ τόν λόγον μου τηρήσει» (Ἰω. 14, 23)
«Μηδείς τό ἑαυτοῦ μόνον ζητείτω, ἀλλά καί τό
τοῦ πλησίον ἕκαστος» (Ἅ' Κόρ. 10, 24)
Ἀγάπη γιά τόν Ἰησοῦ καί διά τοῦ Ἰησοῦ
Ἀγάπη καθαρή γιά τόν Ἰησοῦ καί ἀγάπη πρός
τούς ἀνθρώπους διά τοῦ Ἰησοῦ ἐγγυᾶται τήν
ἀπαλλαγή της ἀπό κάθε ἐγωιστικό στοιχεῖο, χωρίς
τήν προσδοκία ὁποιασδήποτε ὠφέλειας, ὑλικῆς ἤ
πνευματικῆς ἐκ μέρους τῶν ἄλλων, ἔστω καί ἑνός
«εὐχαριστῶ», ἔστω καί μέ εἴσπραξη πικρίας ἀντί
εὐγνωμοσύνης ἤ ἀκόμη καί προδοτικῆς συκοφαντίας
γιατί αὐτό σημαίνει μίμηση τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ,
πού ἀγάπησε πρῶτος Αὐτός τήν Ἐκκλησία χωρίς νά
ὑπολογίση καθόλου τόν ἑαυτό Τοῦ θυσιαζόμενος
πρός χάριν της. Μόνον ἡ ἀγάπη κατά μίμησιν καί
χάριν τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νά εἶναι ἀπαλλαγμένη
ἀπό κάθε στοιχεῖο ὠφελιμισμοῦ ἐγωιστικοῦ. Ὁ
Ἰησοῦς Χριστός ἀγάπησε καί ὡς ἄνθρωπος πλήρως
καί τελείως τόν οὐράνιο Πατέρα Του καί δέχθηκε
τήν πλήρη ὑποταγή στό θέλημά Του «γενόμενος
ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Καί
μέ τόν τρόπον αὐτόν ἀποτελεῖ τό αἰώνιο καί
ἀνυπέρβλητο παράδειγμα τῆς τέλειας ἀγάπης, ὄχι
μόνον ὡς Θεός Λόγος τοῦ Πατρός, αὐτό εἶναι
αὐτονόητο, ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος, ἔχοντας τήν
τέλεια ἀνθρώπινη φύση. Ἑπομένως, ἄν θέλουμε νά
εἴμαστε πραγματικοί ἀκόλουθοί του Κυρίου Ἰησοῦ,
πρέπει νά μαθητεύουμε πάντα παρά τούς πόδας Του
γιά νά μαθαίνουμε ὅλο καί περισσότερο καί
συνεπέστερα νά ἀγαποῦμε πάντοτε, ὅπως Αὐτός,
ὅ,τι κι ἄν μᾶς κοστίση, ἀφοῦ τό ἔργο αὐτό θέλησε
νά ἀσκῆται ἀδιάλειπτα καί πάντοτε καί στή γῆ καί
στόν οὐρανό. Γιατί ἡ «ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει»
(Ἅ' Κόρ. ἰγ' 8), ἀφοῦ εἶναι αἰώνια καί ὁ ἴδιος ὁ
Θεός εἶναι ἀγάπη (Ἅ' Ἰω. δ' 8).
Ἀγάπη καί αὐτογνωσία
Ἀσφαλῶς, ὡς ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί, νιώθουμε
μέσα μας τή λαχτάρα γιά ἀγάπη πρός τούς ἄλλους.
Ἀσφαλῶς μᾶς συγκινεῖ ἡ σκέψη νά ἀγαποῦμε τόν ἕνα
ὅπως ὅλους μαζί καί ὅλους ὅπως τόν ἕνα. Μεγάλος
αὐτός ὁ πόθος, ἄν ὑπάρχη μέσα μας καί ἴσως εἶναι
τό πιό μεγάλο ἐπιδιωκτέο τέλος. Ὅμως δέν πρέπει
νά λησμονοῦμε τήν πραγματικότητά μας, ποιοί
ἀκριβῶς εἴμαστε, ποιά εἶναι ἡ φυσική μας
κατάσταση, προτοῦ ἐπιχειρηθῆ ἡ ἐν Χριστῷ
μεταμόρφωσή μας στό καμίνι τῆς ἀγάπης γιά τόν
ἴδιο καί διά μέσου Του γιά τούς ἀδελφούς μας
συνανθρώπους.
Συχνά μιλώντας γιά ἀγάπη
λησμονοῦμε τό ἔδαφος, στό ὁποῖο αὐτή φυτρώνει.
Γι' αὐτό συμβαίνει ἐτοῦτο τό παράδοξο, ἐνῶ ὁ
πόθος μας γιά ἀγάπη μπορεῖ νά εἶναι πολύ
μεγάλος, ὅμως ὁ τόπος, ὅπου πρέπει νά ἀναπτυχθῆ,
ἡ καρδιά μας δηλαδή, πού τήν πλημμυρίζει αὐτός ὁ
πόθος, συμβαίνει νά εἶναι ἐντελῶς ἀκατάλληλος
γιά ἕνα τέτοιο οὐράνιο φυτό. Μέ τόν τρόπο αὐτόν,
μπορεῖ νά «ὠδίνη ὅρος καί νά τίκτη μῦν», νά
παρουσιάζεται δηλαδή μία πολύ μεγάλη δυσαναλογία
ἀνάμεσα σέ αὐτό, πού ποθοῦμε καί σέ αὐτό, πού
θέλουμε νά πραγματοποιήσουμε. Πρώτιστο ἔργο μας
μέ ἄλλα λόγια εἶναι, προκειμένου νά ἐξασκήσουμε
ἔργο ἀληθινό ἀγάπης, νά ἀναγνωρίσουμε καί νά
συνειδητοποιήσουμε τήν πνευματική μας ποιότητα,
ποιοί δηλαδή εἴμαστε στήν πραγματικότητα. Ἡ
ἀληθινή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας καί ἡ εἰλικρίνεια
ἔναντί του θά μᾶς πείση, ὅτι βασικά ἔχουμε μία
σχεδόν ἀκατανίκητη τάση νά ἀναζητοῦμε φανερά ἤ
ὄχι, συνειδητά ἤ ὄχι, θεληματικά ἤ ὄχι, τόν ἴδιο
τόν ἑαυτό μας διά μέσου της ἀγάπης πρός τούς
ἄλλους. Μπορεῖ νά ἀναζητοῦμε τή δική μας
συναισθηματική εὐφορία καί μία συγκινησιακή
ἔκσταση, μία εὐχαρίστηση προσωπική μόνο μέσω τῆς
ἀγάπης, πράγμα, πού ἄλλοι θά ἐπεδίωκαν μέ ἄλλα
μέσα. Καί τό ἐρώτημα εἶναι. κάνουμε τά ἔργα τῆς
ἀγάπης καί γενικά ἀγαποῦμε, γιά νά ἱκανοποιοῦμε
τόν ἑαυτό μας μέ τό εὐάρεστο συναίσθημα, πού
αὐτή δημιουργεῖ, καί αὐτό θέλουμε μόνο καί ὄχι
τή χαρά καί τήν εὐτυχία τοῦ ἄλλου; Καί μπορεῖ
ἔτσι νά κάνουμε τό ἔργο τῆς ἀγάπης π.χ. μόνο γιά
νά ἀκοῦμε εὐχαριστίες, γιά νά μᾶς ἀναγνωρίζουν
ὡς εὐεργέτες, γιά νά κάνουν λόγο γιά μας, καί νά
ἀποφεύγουμε δύσκολες περιπτώσεις ἀγάπης καί
κόπους καί θυσίες, πού δέν πρόκειται νά
ἀναγνωρισθοῦν. Γι' αὐτό πρέπει νά μάθουμε καί νά
κάνουμε φρόνημά μας, πώς τό κύριο χαρακτηριστικό
της ἀγάπης εἶναι ἡ αὐτολησμοσύνη καί τό «μή
ζητεῖν τά ἑαυτῆς». Γι' αὐτό ἄλλωστε συνιστᾶ ὁ
Κύριος τό «μή γνώτω ἡ ἀριστερά (μας) τί ποιεῖ ἡ
δεξιά» μας καί τήν ὅσο γίνεται μέ περισσότερη
ἐπιμέλεια «ἐν τῷ κρυπτῶ» διενέργειά της.
Ἀγάπη καί ἐσωτερικά πάθη
Ἡ ἀληθινή ἀγάπη ἀπαιτεῖ γιά τήν ἐξάσκησή της
κατά τό θέλημα τοῦ Κυρίου ἐσωτερική καθαρότητα,
μέ ἄλλα λόγια ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη, πού
ἀποτελοῦν τήν «παλαιότητα» καί τήν ἀκαθαρσία τῆς
ψυχῆς καί μολύνουν κάθε ἐνέργειά μας, ἀκόμη καί
τήν πιό εὐγενική κατ' ἄνθρωπον. Καί αὐτό
σημαίνει διαρκῆ ἀνίχνευση τοῦ ἐσωτερικοῦ μας καί
ἀνακάλυψη ὅλων τῶν ἀρνητικῶν στοιχείων, πού
κρύβονται ἐπιμελῶς μέσα μας. Ἡ αὐτοεξέταση θά
μᾶς πληροφόρηση γιά τήν ὕπαρξη τῶν ἀρνητικῶν
στοιχείων τῆς παλαιότητός μας, ὅπως εἶναι ἡ
ἐγωιστικότητα καί ἡ αὐτοφιλία ἤ φιλαυτία. Καί
γι' αὐτό ἔχουμε ἀνάγκη τοῦ θείου φωτισμοῦ, πού
μᾶς ἀποκαλύπτει καθαρά τό ἐσωτερικό μας. Ἔτσι
δέν εἶναι δύσκολο νά ἀνακαλύψουμε πρός μεγάλη
μας ἔκπληξη στοιχεῖα, πού δέν τά φανταζόμασταν
νά ὑπάρχουν σέ τέτοιο βαθμό. Ἄν προσέξουμε μέ
τέτοια διάθεση καί ἐκζήτηση τοῦ θείου φωτισμοῦ,
θά διαπιστώσουμε π.χ. πόσο εὔκολα δέν θέλουμε νά
μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄλλοι. Πόσο μᾶς εἶναι δυσάρεστο
νά μᾶς μιλοῦν οἱ ἄλλοι γιά τίς δυσκολίες τους,
τίς ἀνάγκες τους, τίς θλίψεις τους, τόν πόνο
τους, τά ποικίλα προβλήματά τους, μάλιστα, ἄν
ὑποπτευόμαστε, ὅτι πιθανόν θά ζητήσουν καί τή
δική μας συμπαράσταση. Πολύ ἐπιθυμοῦμε νά μή μᾶς
χαλάσουν τήν ἡσυχία μας κατά τόν χρόνο, πού
θέλουμε ἀπολύτως νά τόν ἔχουμε δικό μας. Δέν μᾶς
εὐχαριστεῖ νά μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄλλοι, μάλιστα ἄν
δέν εἶναι εὐχάριστοι τύποι. Συγκεντρωμένοι στά
δικά μας προβλήματα, ἀπορροφημένοι ἀπό τίς δικές
μας δυσκολίες, γινόμαστε σιγά σιγά ἀναίσθητοι
ἔναντι τῶν ἄλλων, ἀδιάφοροι, σκληροί καί τελικά
ἀνάπηροι πνευματικά ὡς πρός τούς ἄλλους. Μέ τόν
καιρό καί μέ κυρίαρχη αὐτήν τήν κατάσταση μέσα
μας, δέν μᾶς ἐνδιαφέρει τίποτε ἄλλο, παρά μονάχα
ὅ,τι ἔχει σημασία μόνο γιά τόν ἑαυτό μας, γιά
ὅ,τι μᾶς βολεύει καί γιά ὅ,τι μᾶς κολακεύει
φανερά ἤ κρυφά.
Ἀκόμη εὔκολα περιγελοῦμε
ἤ εἰρωνευόμαστε τούς ἄλλους ἤ καί χαιρεκακοῦμε
στίς πτώσεις καί ἀτυχίες τους. Μπορεῖ νά
ἀνακαλύψουμε προκαταλήψεις εἰς βάρος τῶν ἄλλων,
νά εἴμαστε εὔκολοι σέ ἀρνητικές γι' αὐτούς
πληροφορίες, χωρίς καν νά ἐξετάσουμε, ἄν
εὐσταθοῦν. Ὄχι σπάνια μποροῦν νά καμουφλαριστοῦν
μέσα μας ὡς δῆθεν ἀγάπη καθαρά ψυχολογικά
ἐλατήρια, π.χ. ὁ θαυμασμός γιά κάποιους, ἡ
ἐξυπνάδα τους, ἡ ἰδιοφυΐα τούς τυχόν σέ κάποιες
περιοχές τῆς ἐπιστήμης, τῆς ἐπιχειρηματικότητος,
μάλιστα ἄν συμβαίνη νά ἔχουν πολλοί τήν ἴδια
γνώμη. Καί ὅμως ὅλα αὐτά δέν μποροῦν νά ἔχουν
καμμιά σχέση μέ τήν ἀγάπη, πού εἶναι ἐντελῶς
ἄλλο πράγμα. Ἄλλοτε πάλι θεωροῦμε πώς ἐνεργοῦμε
μέ πολλή πρωτοτυπία, ὄχι δηλαδή ὅπως ἐνεργοῦν οἱ
ἄλλοι, ἀλλά μέ δικό μας ἤ καί δανεικό ἀπό ἄλλους
τρόπο, γιά νά φαινώμαστε ὡς σπουδαῖοι καί
ἐντελῶς ἄλλου τύπου, ὄχι συνηθισμένοι ἄνθρωποι,
ἀνώτεροι ἀπό τούς ἄλλους, πού μπροστά μας
φαίνονται ἀσήμαντα ἀνθρωπάκια, ἀνάξια τοῦ
ἐνδιαφέροντός μας καί τῆς δικῆς μας
«μεγαλωσύνης». Καί ὄχι σπάνια ἐνεργοῦμε ἀπό φόβο
μή τυχόν μᾶς ἐπικρίνουν οἱ ἄλλοι -τί θά πῆ γιά
μᾶς ὁ κόσμος, ἕνας μπαμπούλας, πού
κατατρομοκρατεῖ πολλούς καί σπουδαιοφανεῖς ἀκόμη
ἀνθρώπους- καί ἑπομένως ἐνεργοῦμε ἔτσι, πού νά
διατηροῦν οἱ ἄλλοι τόν θαυμασμό -κι ἄς εἶναι
συνήθως ἐπίπλαστος καί συμβατικός- ἤ τήν
ἐκτίμηση γιά τήν δῆθεν φρονιμάδα μας, τή
σοβαρότητά μας καί τά ὅμοια. Ὅλα αὐτά καί ὅ,τι
ἀντίστοιχο καί ὁμόλογό τους μᾶς κάνουν νά
φερώμαστε σκληρά καί ἀλαζονικά ἔναντι τῶν ἄλλων,
μάλιστα δέ σ' αὐτούς πού ξεπέφτουν ἤ βρίσκονται
σέ κατώτερη θέση ἀπό μας.
Ἐφόσον ὑπάρχουν
στήν ψυχή μᾶς τέτοια ἐπιθέματα καί τήν
παραμορφώνουν, πῶς εἶναι δυνατόν νά εἴμαστε
διαφανεῖς, διαυγεῖς καί πεντακάθαροι στίς
ἐκδηλώσεις ἀγάπης, ἄν τυχόν προβαίνουμε καί ὅσες
φορές μπορεῖ νά προβαίνουμε σέ τέτοιες; Ἄν εἶναι
γυαλιά μαυρισμένα ἀπό τήν κάπνα τῶν παθῶν μας,
πῶς θά διαπεράσουν φωτεινές ἀκτίνες τῆς καρδιᾶς
γιά νά φωτίσουν ἄλλες καρδιές καί πῶς θά
μποροῦσε νά ἐκπεμφθῆ θερμότητα γιά νά τίς
θερμάνη; Πῶς μπορεῖ μέ ἄλλα λόγια νά εἶναι ἁγνή,
φωτεινή καί θερμουργός ἡ ἀγάπη μας, ὅταν ἔχουμε
τόσο καταλερωμένο ἐσωτερικό;
Αὐτές οἱ
διαπιστώσεις ἐπιβάλλουν νά ἀσχολούμαστε ἀδιάκοπα
μέ τήν ἐσωτερική κατάσταση τῆς καρδιᾶς μας, ἄν
θέλουμε νά ἀποκτήσουμε πραγματική ἀγάπη, ὥστε
καί νά τήν ἐξασκοῦμε σωστά σύμφωνα μέ τo θέλημα
τοῦ Κυρίου μας. Καί αὐτό σημαίνει νά ζητοῦμε τήν
θεία βοήθεια καί χάρη, πού μόνον αὐτή μπορεῖ νά
ἀποκαθάρη τό ἐσωτερικό μας. Γι' αὐτό καί ἡ
προσευχή μᾶς πρέπει νά εἶναι τό θεῖο αἴτημα τοῦ
προφήτου: «καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ
Θεός, καί πνεῦμα εὐθές ἐγκαίνισον ἐν τοῖς
ἐγκάτοις μου». Αὐτό νά μήν τό ξεχνοῦμε ποτέ!
Ὑπάρχουν ἀγάπες ἐγωιστικές, ἀγάπες τυφλές,
ἀγάπες, πού διαφθείρουν καί καταστρέφουν, γιατί
στό βάθος τούς κρύβουν τό στοιχεῖο τῆς φθορᾶς
καί τῆς ἀνθρώπινης ἀνεπάρκειας, ὅσο κι ἄν
προβάλλονται ὡς ἁγνές καί καθαρές κρινόμενες μέ
ἀνθρώπινα μέτρα. Δέν φτάνει δυστυχῶς μόνο ἡ καλή
διάθεση καί ὁ συναισθηματισμός μας νά ἀγαποῦμε.
Στήν ἀπόλυτη ἐκτίμηση τῆς ἀνθρώπινης αὐτάρκειας
πέφτουν πολλοί στηριζόμενοι στήν ἁγνότητα τῶν
προθέσεών τους, ὅπως ὑποστηρίζουν. Παίρνουμε τό
παράδειγμα τοῦ ἰσχυρισμοῦ δύο νέων, πού ἔχουν
ἰσχυρότατο τό αἴσθημα ἀμοιβαίας ἀγάπης. Ἀφοῦ
ἀγαποῦμε, λένε, ὁ ἕνας τόν ἄλλο, γιατί νά
ζητήσουμε ἄλλη βοήθεια; Αὐτή ἡ ἀγάπη μᾶς
καθαγιάζει τόν δεσμό μας. Ἡ προαίρεσή μας εἶναι
τόσο καθαρή καί τόσο ἀμοιβαία! Τό ἴδιο περίπου
λένε καί ἄλλοι ἀναφερόμενοι σέ ἄλλους δεσμούς ἤ
σχετικές δραστηριότητες. Ὅμως δέν συμφωνεῖ ἡ
πραγματικότητα μέ αὐτούς τούς ἰσχυρισμούς, τούς
ὁποίους σύντομα διαψεύδει. Ὅσο ἁγνές καί ἄν
εἶναι οἱ προθέσεις μας, ὅσο ἀνιδιοτελής καί ἄν
εἶναι ἡ θέλησή μας γιά τήν ἐπιτυχία κάποιου
ὡραίου καί εὐγενικοῦ σκοποῦ, καί δέν
ἀμφιβάλλουμε γι' αὐτό, δέν εἶναι ἀρκετές αὐτές
οἱ διαβεβαιώσεις νά προφυλάξουν ἀπό τήν ἐκλογή
λανθασμένου δρόμου, ἀπό τήν ὑπερεκτίμηση τῶν
ἀνθρώπινων δυνατοτήτων, ἀπό τυχόν ἐκτροχιασμό
καί κατάληξη ἀπό ἀγάπη σέ μή-ἀγάπη ἤ, σέ
ἀδιαφορία ἤ ἀκόμα καί μίσος! Ποῦ πῆγε ἡ
προηγουμένως ὑποστηριζόμενη αὐτάρκειά της; Αὐτό
δέν καταβοά ἡ θλιβερή πραγματικότητα; Ἀναφέρω
ἐνδεικτικά τόν τρομακτικό ἀριθμό διαζυγίων καί
τό δράμα τῶν ζευγαριῶν, πού γιά διάφορους λόγους
δέν πραγματοποιοῦν τό διαζύγιο, ἀλλά ἔχουν
μεταβάλει τήν οἰκογένεια σέ ξενοδοχεῖο παραμονῆς
κάτω ἀπό κοινή στέγη, ἐνῶ οἱ καρδιές ἀπέχουν
μίλια μακρυά μεταξύ τους. Κάποτε ὅμως αὐτά τά
ζεύγη ξεκίνησαν μέ ὡραῖες προοπτικές καί
ἐλπίδες, ἀλλά μέ μόνα τά δικά τους ἐφόδια, γιά
νά καταλήξουν πολύ σύντομα ἤ καί μέ παρέλευση
κάποιου χρόνου στό δράμα, πού λέγεται καταστροφή
μίας οἰκογένειας μέ ὅλες τίς τραγικές συνέπειες
πού αὐτή συνεπάγεται. Σκοντάβουν ὅλες αὐτές οἱ
περιπτώσεις στήν ἀνθρώπινη ἀτέλεια καί
ἀνεπάρκεια. Ἀγάπη ἀληθινή καί διαρκῆ καί
ἀνθεκτική στά χτυπήματα τῶν περιστάσεων, μόνον ὁ
Θεός, πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ἀγάπης, μπορεῖ καί νά
τήν ἐμπνέη διαρκῶς, νά τήν τροφοδοτή καί νά
ἀνανεώνη τή φρεσκάδα της καί νά τήν κάνη ἱκανή
νά νικάη τόν χρόνο καί τήν γήρανση τοῦ
ἐξωτερικοῦ ἄνθρωπου. Καί ἕνα πολύ συνηθισμένο
μέσο, πού χρησιμοποιεῖ ἡ ἀγάπη τοῦ οὐρανίου
Πατρός, εἶναι ὁ πόνος, ὡς τό πιό ἀποτελεσματικό
φάρμακο ἐξαγνισμοῦ τῆς καρδιᾶς, σέ ἄλλους μέν
γιά νά ἀντιληφθοῦν τήν ἀνθρώπινη ἀνεπάρκεια καί
σέ ἄλλους γιά νά προαγάγουν τήν καθαρότητα καί
τήν ἁγνότητα τῆς καρδιᾶς, πού ἀγαπᾶ.
Ἀγάπη καί λειτουργικότητα τῆς ψυχῆς
Ὁ ἄνθρωπος ὡς σύνολο ψυχικῶν δυνάμεων ὅπως
τόν ἔπλασε ὁ Θεός ἀρχικά, εἶχε μία μοναδική
λειτουργικότητα. Ἡ λειτουργικότητα τοῦ ἀνθρώπου
σύμφωνα μέ τό σοφό σχέδιο τῆς ἀγαθότητος τοῦ
Θεοῦ, πού τόν δημιούργησε, ἀφοροῦσε στήν
ἐθελούσια ἀγαπητική φορᾶ τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν
Δημιουργό του, ὥστε νά φτάνη ἀνεφίκτως, νά
βυθίζεται ἀβυθίστως στή Θεότητα καί νά τήν
προσεγγίζη ἀπροσεγγίστως μέ ὅλο καί πιό στενή,
ὅλο καί πιό βαθειά ἀγαπητική ἕνωση μαζί της.
Μέσω δέ αὐτῆς τῆς ἑνώσεως μέ τόν Θεό νά
πετυχαίνη τήν ἕνωσή του καί μέ ὅλα τά ἄλλα
δημιουργήματα εἴτε λογικά, ὅπως εἶναι οἱ
ἄνθρωποι, κυρίως πρός αὐτούς, ἀλλά καί μέ ὅλα τά
ἄλλα δημιουργήματα, ὅπως τήν παρουσιάζει ὁ ἅγιος
Ἰσαάκ ὁ Σύρος.
Ἡ χρήση ὅμως τοῦ
αὐτεξουσίου του ἀνθρώπου, ἡ ὄχι σωστή, ὅπως θά
ἔπρεπε νά γινόταν «κατά φύσιν», ἀνέκοψε αὐτήν τή
φορά. Ὁ ἄνθρωπος ξέπεσε σέ μία «παρά φύσιν»
λειτουργικότητα. Καί αὐτό σήμαινε ἀνάμεσα στά
ἄλλα, ὅτι οἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς ὡς φορεῖς
ἀγάπης, δέν χρησιμοποιοῦν τίς ἐνέργειες τῶν
αἰσθήσεων ὡς ὄργανά τους, ἀλλά χρησιμοποιοῦνται
οἱ ἴδιες ἀπό τίς αἰσθήσεις ὡς ὄργανά τους.
Δηλαδή ἀνατράπηκαν οἱ ὄροι. Σάν νά ποῦμε, ὅτι
δέν τραβοῦν πιά σ' ἕνα κάρο, τά ἄλογα τόν
καροτσέρη, ἀλλά ὁ καροτσέρης τά ἄλογα! Ἔτσι,
ἀντί νά συγκεντρώνη ἡ ψυχή διά τῶν αἰσθήσεων
μέσα τῆς τά διηρημένα ἀπό τή φύση τούς στοιχεῖα
σέ ἕναν καινούργιο κόσμο, κάνοντας ἔτσι μία
σύνθεση, ἕνα ἔργο δημιουργικό κατά τό πρότυπό
του Δημιουργοῦ της, ἀφοῦ τῆς ἔδωσε αὐτήν τήν
ἱκανότητα, ὑποδουλώνεται ἡ ψυχή στίς αἰσθήσεις
της καί αἰχμαλωτίζεται ἀπό τά πράγματα διά μέσου
τῶν αἰσθήσεων. Μέ τόν τρόπο αὐτόν δέν εἶναι ἡ
ψυχή αὐτή, πού ἐπιβάλλεται στά αἰσθητά καί ὑλικά
πράγματα, ἀλλά τά ὑλικά πράγματα ἐπιβάλλονται
κυριαρχικά σ' αὐτήν μέ συνέπεια νά ὁδηγῆται σέ
«παρά φύσιν» ὑποταγή τῆς σ' αὐτά. Ὅταν ὅμως οἱ
δυνάμεις τῆς ψυχῆς ντυθοῦν τή μορφή τῶν αἰσθητῶν
πραγμάτων καί μορφοποιηθοῦν σύμφωνα μέ αὐτά,
τελικά ὑποκύπτουν σ' αὐτά καί ἔτσι ἡ ψυχή, ἀντί
νά χρησιμοποιῆ κυριαρχικά καί λειτουργικά
ἐλεύθερα τά ὑλικά πράγματα, κυριαρχεῖται ἀπό
αὐτά. «Διά μέσης σαρκός, παρατηρεῖ ἕνας ἅγιος,
πρός τήν ὕλην ἡ ψυχή κινουμένη τήν χοϊκήν
ὑποδύεται μορφήν», γίνεται δηλαδή καί ἡ ἴδια
χωματένια καί συζεύγνυται τό ἄλογο σχῆμα, πού
ἔχουν τά αἰσθητά, χάνοντας ἔτσι τόν πνευματικό
της χαρακτήρα. Καί γιά νά γίνω πιό
συγκεκριμένος, γι' αὐτό ἔχουμε ἀνθρώπους, πού
γίνονται σκλάβοι καί ὄχι ἀφεντικά π.χ. τοῦ
χρήματος, σκλάβοι τοῦ ποτοῦ, σκλάβοι τοῦ τζόγου,
κ.λπ. κ.λπ.
Καρπός αὐτῆς τῆς ὑποταγῆς,
τῆς παράλογης αὐτῆς χρήσεως εἶναι τά τέρατα, πού
ἀλλιῶς τά ὀνομάζουμε πάθη. Καί εἶναι ἑπόμενο
στήν περίπτωση αὐτή νά ἐκμηδενίζη ἡ ψυχή τόν
ἑαυτό τῆς «θυμούς καί ἐπιθυμίας καί ἠδονᾶς διά
τῶν εἰρημένων ἀπρεπεῖς ἐφευρίσκουσα». Μία ματιά
στόν σύγχρονο ἄνθρωπο καί τίς ἐκδηλώσεις τῆς
ζωῆς τοῦ μᾶς πείθει γιά τήν ἀλήθεια τῆς ἀπόψεως
αὐτῆς. Ἡ ἡδονή, γιά τήν ὁποία κάνει λόγο αὐτή ἡ
πατερική ρήση, εἶναι τρόπος αἰσθησιακῆς
ἐνέργειας, πού συνίσταται στήν ὤθησή της ἀπό τήν
ἄλογη ἐπιθυμία, ἀπό παρά φύσιν ἐπιθυμία καί ὄχι
κατά φύσιν, πού θέλει ὁ Δημιουργός. Οἱ
αἰσθήσεις, μέ ἄλλα λόγια, κινοῦνται ἀπό τή
λειτουργικότητα, ἀπό μή λογική ἐπιθυμία καί
σπρώχνει τόν ἄνθρωπο παίρνοντας στήν κατοχή τοῦ
τό ὑλικό ἀγαθό νά τό χρησιμοποιῆ μέ τήν σαρκική
καί καθαρῶς ὑλική εὐχαρίστηση. Π.χ. ἔχοντας τό
ποτό στήν κατοχή του δέν τό χρησιμοποιεῖ γιά νά
ἱκανοποίηση τήν ἀνάγκη νά πιῆ κάτι, ἀλλά νά πίνη
γιά νά πίνη καί νά καταντᾶ τελικά ἕνας θλιβερός
καί παθολογικός πότης, μέ ἄλλα λόγια ἀλκοολικός.
Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά πολλά ἄλλα πράγματα,
ἀκόμη καί γιά τήν ὑλική τροφή, γιά τήν ὁποία
τόσος λόγος γίνεται σχετικά μέ τίς βλαβερές
συνέπειές της, ὅταν τόν λόγο ἔχει ὄχι ἡ λογική
καί ὑγιεινή της χρήση, ἀλλά ἡ λαιμαργία καί ἡ
χωρίς μέτρο καί γνώση χρήση της.
Γιά νά
τό καταλάβουμε αὐτό καλύτερα, ἄς ἀκούσουμε τί
λέει σχετικά ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: Ἡ
ψυχή, λέει, μέ ὄργανό της κάθε αἴσθηση π.χ.,
ὅραση, ἀκοή, γεύση κ.λπ., σύμφωνα μέ τούς
νόμους, πού ἔθεσε ὁ σοφός Δημιουργός τῶν πάντων,
ἔρχεται σέ κατά φύση σχέση μέ διαφόρους τρόπους
μέ τά αἰσθητά πράγματα, ὅταν τά χρησιμοποιῆ καλά
καί ἐπειδή χρησιμοποιεῖ σωστά τίς αἰσθήσεις. Καί
αὐτό, μέ τή συνείδηση πώς πίσω ἀπό τά ὑλικά
πράγματα κρύβεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού τά
δημιούργησε. Ἄν ἐνεργήση ἔτσι, δημιουργεῖ μέ τήν
προαίρεσή της μέσα στή διάνοιά της ἕνα
πνευματικόν κόσμο, μία σύνθεση καί πλάθει μία
σωστή ἀντίληψη γιά τόν κόσμο, πού τήν
περιβάλλει, μέ ἀποτέλεσμα νά καταλήγη στήν
δημιουργία μέσα τῆς τή δυνατότητα τῆς ἀρετῆς.
Διά μέσου της ἀρετῆς ἑνώνεται μέ τόν Θεό, τόν
Δημιουργό της. Καί ἔτσι βρίσκεται ἡ ψυχή σέ θέση
νά μπορῆ νά ἀντιλαμβάνεται τό Θεό, πού μέ
κανέναν ἄλλο τρόπο δέν μπορεῖ νά γίνη
ἀντιληπτός.
Γιατί λέγονται αὐτά, πού
ἀσφαλῶς εἶναι λίγο δύσκολα καί δέν μᾶς ἐπιτρέπει
ὁ χρόνος νά τά ἀναλύσουμε περισσότερο; Λέγονται,
γιά νά μᾶς βοηθήσουν νά ἐρευνοῦμε τόν ἑαυτό μας,
ἄν εἶναι ἐλεύθερος ἀπό πάθη, πού αὐτά μέ τή
σειρά τους δέν μᾶς ἐπιτρέπουν νά ἀσκήσουμε
καθαρή ἀγάπη. Συνειδητοποιώντας ὅμως τά πάθη
μας, μποροῦμε νά ἀγωνιστοῦμε γιά τή μεταμόρφωσή
τους ἀπό ἀρνητικές σέ θετικές καταστάσεις καί
δυνάμεις, ὥστε ἐλεύθεροι ἀπό πάθη νά μποροῦμε νά
ἐνεργοῦμε «κατά φύσιν», δηλαδή ὅπως θέλει ὅ
Θεός, καί σέ κάθε ἐνέργειά μας, ἀλλά πρό πάντων
στήν ἐξάσκηση τῆς ἀγάπης μέ τόν πιό σωστό καί
θεάρεστο τρόπο. Μέ τήν αὐτοεξέταση καί τή σωστή
αὐτογνωσία δέν ἀποκλείεται νά διαπιστώσουμε π.χ.
ἐνστικτώδεις ἀντιπάθειες, ἀπέχθειες, ἀποστροφές
γιά κάποια πρόσωπα, ἀρνητικές διαθέσεις ἔναντί
τους, ζήλειες, μίση, σκληρότητα κ.λπ. κ.λπ. Ὅλα
αὐτά, μποροῦμε νά τά ἀνακαλύπτουμε κάτω ἀπό τό
φῶς τοῦ Χριστοῦ.
Πρέπει ἀνακαλύπτοντας
αὐτές τίς ἀρνητικές καταστάσεις νά ἀπελπιστοῦμε
καί νά ἀπογοητευθοῦμε; Ὄχι βέβαια. Ἄν δέν
κυριάρχησαν μέσα μᾶς κάποια ἀπό αὐτά, ἄν δέν
ἔχουν γίνει πάθη, ἀλλά εἶναι ἁπλῶς καταστάσεις
ἀρνητικές, πρέπει νά πολεμηθοῦν μέ τά μέσα, πού
μᾶς δίνει ἡ Ἐκκλησία μας, π.χ. τόν λόγο τοῦ
Θεοῦ, τήν ἐξομολόγηση καί τήν προσευχή. Ἔτσι
καθαρίζοντας τήν ψυχή μας ἀπό αὐτά τά ζιζάνια,
θά μποροῦμε νά χρησιμοποιοῦμε σωστά καί τά
συναισθήματά μας καί τίς ἄλλες ψυχικές μας
δυνάμεις στήν ὑπηρεσία τῆς κατά Χριστόν ἀγάπης
καί εὐεργετικότητος.
Χρειάζεται λοιπόν νά
ἀνακαλύψουμε τόν τρόπο λειτουργίας τοῦ
ἐσωτερικοῦ μας κόσμου, χωρίς φόβο καί ταραχή,
ἀνακαλύπτοντας τίς ἰδιοτυπίες τῆς λόγω π.χ.
κληρονομικότητος, ἐπιδράσεων τοῦ περιβάλλοντός
μας ἄμεσου ἤ εὐρύτερου κ.λπ. Τό πρόβλημα δέν
εἶναι γιατί εἴμαστε τέτοιοι, πού διαπιστώνουμε
γιά τόν ἑαυτό μας, ἀλλά πῶς θά γίνουμε αὐτό πού
πρέπει νά γίνουμε σύμφωνα μέ τήν ἀλήθεια τοῦ
Εὐαγγελίου. Ὁ Θεός δέν θά μᾶς κρίνη γιατί
ὑπήρξαμε τέτοιοι, πού ἤρθαμε στόν κόσμο, ἀλλά
γιατί δέν προσπαθήσαμε νά κάνουμε ὅ,τι
χρειαζόταν νά γίνουμε κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ,
ἀφοῦ μᾶς δόθηκαν οἱ εὐκαιρίες καί οἱ δυνατότητες
γιά κάτι τέτοιο.
Ἄς ἀφήσουμε λοιπόν τίς
τυχόν ἀπογοητεύσεις μας καί τίς ἀπαισιοδοξίες
γιά τίς τυχόν ἀδυναμίες μας. Ἄς ἀγαπήσουμε
περισσότερο καί συνεπέστερα τόν Κύριο Ἰησοῦ μας.
Ἄς τόν ἐπικαλούμαστε συνεχῶς μέ τήν καρδιακή
προσευχή καί ἄς τρέφουμε ἔτσι τήν ἱερή φλόγα τῆς
ἀγάπης στόν Κύριο. Ἡ ἀκατάπαυστη ἐπίκληση τοῦ
Ἰησοῦ κόμπο τόν κόμπο, ἡ χρήση τοῦ κομποσκοινιοῦ
μας, μέ στεναγμό στόν στεναγμό ἀπό τά βάθη τῆς
καρδιᾶς μας, μέ χτύπο στόν χτύπο τῆς «καιομένης
καρδίας» μας, θά εἶναι οἱ «σταγόνες, αἵ πέτρας
κοιλαίνουσι» πέφτοντας μία μία, ἀθόρυβα,
ἀσήμαντα, ἀδύναμα, φαινομενικά σπάζοντας οἱ
ἴδιες σέ χίλια σταγονίδια καθώς θά πέφτουν στή
σκληρή πέτρα. Τελικά ὅμως θά τήν ὑποτάξουν. Θά
εἶναι τά δόντια τοῦ πριονιοῦ, πού λίγο λίγο
τρῶνε τόν κορμό καί τοῦ πιό ψηλοῦ καί δυνατοῦ
δέντρου. Καί ὅ,τι δέν πέτυχαν ἀνεμοβρόχια,
καταιγίδες καί θύελλες, τό κατορθώνουν τά
ἀσήμαντα αὐτά δοντάκια, πού σιγά σιγά, ἀλλά
συστηματικά, τό ρίχνουν τελικά κάτω. Θά εἶναι ἡ
σιγανή βροχούλα, πού πέφτοντας ἁπαλά ἁπαλά στήν
κατάξερη γῆ τήν κάνει γόνιμη καί πολύκαρπη καί
ἱκανή «του ἑξαγαγεῖν ἄρτον ἐκ τῆς γής καί χλόην
τή δουλεία τῶν ἀνθρώπων».. ἱκανή νά μεταμορφώση
«γῆν ἔρημον καί ἄβατον καί ἄνυδρον» σέ
πραγματικό παράδεισο, δηλαδή τήν καρδιά μας.
ἱκανή νά χορτάσουν «τά ξύλα τοῦ πεδίου καί αἵ
κέδροι τοῦ Λιβάνου» οἱ πελώριες
Ὅταν ὁ
Ἰησοῦς ἐγκατασταθῆ μέσω τῆς φλογερῆς μας ἀγάπης
καί τοῦ θείου ἔρωτος γι' Αὐτόν στήν καρδιά μας,
τότε ἀπό τή φλόγα αὐτή θά πετιοῦνται ἕνα γύρο
καί οἱ θεϊκές σπίθες ὅλων τῶν ἐκδηλώσεων ἀγάπης
πρός τούς ἄλλους. Καί τότε πιά δέν θά τίθεται
ζήτημα πῶς νά χρησιμοποιοῦμε σωστά καί τή
συναισθηματικότητά μας καί ὅλες τίς ψυχικές μας
δυνάμεις.. ὅταν «ὁ νῦν ζῶμεν ἐν σαρκί, ἐν πίστει
ζῶμεν τή τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντος ἠμᾶς
καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἠμῶν» (Γάλ. β' 20)
καί ἀναστάντος ἐνδόξως, τότε «οὐκέτι ἐαυτοῖς»
(θά) ζῶμεν, ἀλλά (θά) ζῆ ἐν ἠμίν ὁ Κύριος Ἰησοῦς
(Γάλ. β' 20). Καί αὐτό θά ἀποτελῆ θρίαμβο τῆς
ἀγάπης καί ἀγλαό καρπό τῆς παρουσίας Τοῦ μέσα
μας. γιατί θά μποροῦμε νά ἀγαποῦμε, τό κατά τή
δύναμη βέβαια, μέ τήν ἔνταση καί τήν καθαρότητα
καί τή γνησιότητα, πού μέ αὐτήν ἀγαποῦσε ὁ
Ἰησοῦς. Ή, πιό σωστά, θά ἀγαποῦμε μέ τήν καρδιά
τοῦ Ἰησοῦ. Καί αὐτό, γιατί, ὅταν ἔτσι ἀγαποῦμε,
ὅταν «ζῶντες οὐκέτι ἐαυτοῖς», ἀλλά «τῷ ὑπέρ ἠμῶν
ἀποθανόντι καί ἐγερθέντι» (Β' Κόρ. ἐ' 15)
Ἀγάπη καί συναίσθημα
Ἡ ἀγάπη,
εἴπαμε, πρέπει νά εἶναι ἀγάπη πρώτιστα στόν
Ἰησοῦν καί διά Ἰησοῦ ἡ ἔκφρασή της στούς
ἀδελφούς μας. Θά πρέπει νά ἀγνοηθῆ ὁ ρόλος τοῦ
συναισθήματος; Θά ἦταν λάθος ἡ παραγνώρισή του.
Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἄγγελος, γιά νά ἀγαπάη σάν
ἄγγελος. Καί ὡς ἄνθρωπος ἔχει τήν ἰδιοτυπία του
στήν ἔκφραση τῆς ἀγάπης του. Μιλώντας γιά ἀγάπη
δέν μποροῦμε νά ἀποφύγουμε νά μιλήσουμε γιά
τρυφερότητα καρδιᾶς, γιά εὐαισθησία κ.λπ. Ἡ
ἀγάπη λειτουργεῖ μέσα μας ὄχι ὡς κάτι ξένο πρός
τόν μηχανισμό τοῦ ψυχικοῦ μας κόσμου. Ὅμως ἡ
χριστιανική ἀγάπη δέν εἶναι μόνο
συναισθηματισμός. Εἶναι χάρισμα τοῦ Θεοῦ, στό
ὁποῖο καλεῖται νά συμμετάσχη καί ὁ
συναισθηματισμός μᾶς ἐξαγιαζόμενος.
Ὁ
Κύριός μας δέν καταργεῖ τό συναίσθημα, ἀλλά τό
ἐξαγιάζει. Προσέχοντας στό παράδειγμά Του
βλέπουμε πόση ἀνθρωπιά δείχνει, πόσο γλυκός
εἶναι. Τόν συγκινοῦν τά παιδιά, τά ὁποία παίρνει
στήν ἀγκαλιά Του καί τά παρουσιάζει ὡς εἰκόνες
γιά μία ὥριμη καί συνετή ἀθωότητα καί
παιδικότητα. Στενάζει μπροστά στόν ἀνθρώπινο
πόνο, τόν ὁποῖο ἀπαλείφει ἀπό πολλές καρδιές.
Κλαίει μπροστά στό θέαμα τοῦ θανάτου, πού θέτει
τέρμα στήν ὀμορφιά τῆς ζωῆς. Καί μιλάει λίγο
πρίν ἀπό τό θεῖο πάθος Του, μέ μία ἀπέραντη
τρυφερότητα στούς μαθητᾶς Του, πού δέν διστάζει
νά τούς ὀνομάση «τεκνία» Του. Θυμηθῆτε τήν ὡραία
καί τόσο παραστατική εἰκόνα, πού χρησιμοποιεῖ
ἀπευθυνόμενος μέ θλίψη στήν Ἱερουσαλήμ γιά τήν
ἄρνησή της νά δεχθῆ τήν ἀγάπη Του: «Ἱερουσαλήμ,
Ἱερουσαλήμ!... ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυνάξαι τά
τέκνα σου ὄν τρόπον ὄρνις τήν ἑαυτῆς νοσιᾶν ὑπό
τάς πτέρυγας, καί οὐκ ἠθελήσατε!». Πόση θλιμμένη
τρυφερότητα δέν κρύβει αὐτό τό παράπονο!
Καί οἱ Ἅγιοί της Ἐκκλησίας μας, πού ἀκολούθησαν
τά ἴχνη τοῦ Κυρίου, δέν παραγνώρισαν τόν μεγάλο
θησαυρό τῆς εὐαισθησίας καί τῆς
συναισθηματικότητος, προκειμένου νά ἐκφράσουν
τήν πεντακάθαρη ἀγάπη τους στά παιδιά τοῦ Θεοῦ,
τά πνευματικά τους ἀδέρφια. Πρῶτος καί καλύτερος
ὁ μεγάλος ἀπόστολος Παῦλος. Πόση ἦταν ἡ ἀγάπη
του γιά τόν Κύριο, τό γνωρίζουμε καλά. Καί δέν
μᾶς εἶναι ἄγνωστη ἡ ὑπερβολή τῆς ἀγάπης του γιά
τούς πιστούς, τούς ὁποίους «ἐγέννησεν ἐν τῷ
Εὐαγγελίω». Ἔτσι σέ μία στιγμή ξεσπάσματος τῆς
καρδιᾶς τοῦ ἀφήνει νά ἀκουστή ἐτούτη ἡ κραυγή:
«Τεκνία μου, οὖς πάλιν ὠδίνω, ἄχρις οὐ μορφωθῆ
Χριστός ἐν ὑμίν! Ἤθελον δέ παρεῖναι πρός ὑμᾶς
ἄρτι καί ἀλλάξαι τήν φωνήν μου!» (Γάλ. δ'
19-20). Καί σέ ἄλλη περίπτωση: «Τίς ἀσθενεῖ, καί
οὐκ ἀσθενῶ; Τίς σκανδαλίζεται, καί οὐκ ἐγώ
πυροῦμαι;» (Β' Κόρ. ἴα' 29), ἔκραζε μέ πόνο
πολύ. Πῶς νά μή συγκινήσουν τίς καρδιές τέτοιες
ἐκδηλώσεις ἀγάπης θεϊκῆς σέ μεγαλεῖο καί
ντυμένης τόση ἀνθρωπιά καί κατανόηση;
Ἄς
ἀκούσουμε καί δύο ἄλλες φωνές, ἀπό τίς
πάμπολλες, μέσα ἀπό τήν ἀσκητική παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας μας.
Εἶναι κλασσικό καί
ἀνυπέρβλητο τό χωρίο τοῦ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, ὅπου
μιλάει γιά «καῦσιν καρδίας». Νά, τί λέει, γιά νά
τό ὑπενθυμίσω στήν ἀγάπη σας:
«Καρδία
ἐλεήμων ἐστι καῦσις ὑπέρ πάσης της κτίσεως, ὑπέρ
ἀνθρώπων καί τῶν ὀρνέων καί τῶν ζώων καί τῶν
δαιμόνων καί ὑπέρ παντός κτίσματος. Καί ἐκ τῆς
μνήμης αὐτῶν καί τῆς θεωρίας ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοί
αὐτοῦ δάκρυα. Καί ἐκ τῆς πολλῆς καί σφοδρᾶς
ἐλεημοσύνης καί συνεχούσης τήν καρδίαν καί ἐκ
τῆς πολλῆς καρτερίας σμικρύνεται ἡ καρδία αὐτοῦ
(=του θεωροῦντος καί δακρύοντος) καί οὐ δύναται
βαστᾶσαι ἤ ἀκοῦσαι ἤ ἰδεῖν βλάβην τινά ἤ λύπην
μικρᾶν ἐν τή κτίσει γινομένην. Διά τοῦτο ὑπέρ
τῶν ἀλόγων καί ὑπέρ τῶν ἐχθρῶν της ἀληθείας καί
ὑπέρ τῶν βλαπτόντων αὐτῶν ἐν πάση ὥρα εὐχήν μετά
δακρύων προσφέρει τοῦ φυλαχθῆναι αὐτούς καί
ἰλασθῆναι αὐτούς. Ὁμοίως καί ὑπέρ φύσεως τῶν
ἑρπετῶν ἐκ τῆς πολλῆς ἐλεημοσύνης τῆς κινουμένης
ἐν τή καρδία αὐτοῦ ἀμέτρως κατά τήν ὁμοιότητα
τοῦ Θεοῦ» (Ἰσαάκ τοῦ Σύρου, Τά εὑρεθέντα
ἀσκητικά, Λόγος πά'. Ἔκδ. Σπανοῦ, Ἀθῆναι, σέλ.
306).
Καί μέ ἁπλά λόγια: Καρδιά ἐλεήμων,
δηλαδή καρδιά γεμάτη τρυφερή ἀγάπη εἶναι τελικά
θέρμη καρδιᾶς, πού καίγεται κυριολεκτικά γιά ὅλα
τά δημιουργήματα, γιά τούς ἀνθρώπους, γιά τά
πουλιά, γιά τά ζῶα καί γιά τούς δαίμονες καί
γενικά γιά κάθε κτίσμα. Καί στήν ἀνάμνησή τους
καί στή θέα τούς τά μάτια τοῦ ἀνθρώπου, πού ἔχει
ἐλεήμονα καρδιά, πλημμυρίζουν ἀπό δάκρυα. Ἀπό
τήν πολλή καί ἔντονη ἀγαπητική διάθεση, πού
συνέχει τήν καρδιά του, καί ἀπό τήν πολλή
καρτερικότητά της γίνεται πολύ εὐαίσθητη καί δέν
μπορεῖ νά ἀνεχθῆ ἤ νά ἀκούση ἤ νά ἰδῆ νά
συμβαίνη κάποια βλάβη ἤ κάποια μικρή λύπη στή
Δημιουργία. Γι' αὐτό καί κάθε ὥρα καί στιγμή
προσεύχεται μέ δάκρυα καί γιά τά χωρίς λογικό
δημιουργήματα καί γιά τούς ἐχθρούς της ἀλήθειας
καί γι' αὐτούς, πού τοῦ προξενοῦν ζημιές καί
βλάβες παρακαλώντας τόν Θεό νά φυλαχτοῦν καί νά
συγχωρεθοῦν. Τό ἴδιο προσεύχεται ἀκόμη καί γιά
τά ἑρπετά (πού γι' αὐτά νιώθει κανένας
ἐνστικτώδη ἀποστροφή). Καί τό κάνει αὐτό
ἐξαιτίας τῆς ἄμετρης εὐαισθησίας, πού ἔχει στήν
καρδιά του, ὅπως ὁ Θεός.
Ἕνα ἄλλο δεῖγμα
ἱερῆς τρυφερότητος ἀναφέρεται στόν
διακριτικώτατο καί σοφώτατο Ἀββᾶ Ποιμένα, ἔναν
ἀπό τούς πιό μεγάλους Ἀββάδες.
«Παρέβαλον
τινές τῶν γερόντων πρός τόν Ἀββᾶν Ποιμένα καί
εἶπον αὐτῶ. θέλεις, ἄν ἴδωμεν τούς ἀδελφούς
νυστάζοντας εἰς τήν σύναξιν, ἴνα νύξωμεν αὐτούς
ἴνα γρηγορῶσιν εἰς τήν ἀγρυπνίαν; Ὁ δέ λέγει
αὐτοῖς. ἐγώ τέως ἄν ἴδω τόν ἀδελφόν νυστάζοντα,
τιθῶ τήν κεφαλήν αὐτοῦ ἐπί τά γόνατά μου καί
ἀναπαύω αὐτόν» (Γεροντικόν, ἔκδ. «Ἀστέρος»,
Ἀθῆναι 1970, σέλ. 99, Ἀββάς Ποιμήν).
Πῆγαν, λέει ἡ διήγηση, κάποιοι γέροντες στόν
Ἀββᾶ Ποιμένα καί τοῦ εἶπαν. ἐπιτρέπεις, ἄν
ἰδοῦμε τούς ἀδελφούς νά νυστάζουν τήν ὥρα τῆς
ἱερῆς συνάξεως, νά τούς σκουντήσουμε λιγάκι γιά
νά μήν κοιμοῦνται κατά τή διάρκεια τῆς
ἀγρυπνίας; Ὁ Ἀββάς τούς ἀποκρίθηκε. ἐγώ, ἄν ἰδῶ
τόν ἀδελφό μου νά νυστάζη, τοῦ βάζω τό κεφάλι
στά γόνατά μου καί τόν ξεκουράζω.
Ἀλήθεια, τί ὑπερβολή τρυφερότητος καί
κατανοήσεως τοῦ κόπου ἤ τῆς ἀδυναμίας τοῦ ἄλλου!
Ἡ ὑπερφυσική καί οὐράνια ἀγάπη δέν θά
μποροῦσε νά ἐκφρασθῆ καλύτερα, ἐξαγνισμένη καί
ἁγιασμένη ἐν Χριστῷ, ἀπό τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖο
ἐκφράζονται καί οἱ ἀνωτέρω Πατέρες, ἀλλά καί
πάρα πολλοί ἄλλοι. Γι' αὐτό δέν σταυρώθηκε ὁ
Κύριος καί δέν ἀνέστη, γιά νά μεταμορφώση τή
φύση μας καί νά τήν κάνη ἀπό θηριώδη καί
ἀγριωπή, λεπτή, τρυφερή, πονετική, γεμάτη
κατανοοῦσα ἀγάπη; Ἡ μεταμορφώνουσα τήν
«πεπτωκυίαν» φύση μᾶς χάρις χύνεται πλούσια στήν
ἀνθρώπινη καρδιά, τήν ἀνασταίνει ἀπό τήν
σκληρότητα καί διαφθορά της, ὥστε νά μπορῆ ἄνετα
διά μέσου της νά ἐκφράζωνται τά πλούσια
χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἕνα ἀπό τά ὁποία,
τό κυριώτερο δέ, εἶναι ἡ ἀγάπη (Γάλ. ἐ' 22).
Ἑπομένως, προκειμένου νά ἐκφράσουμε τήν
ἀγάπη μας πρός τά ἔξω, δέν πρέπει νά ἀλλοιώσουμε
ἀφύσικα τήν καρδιά μας καί νά στραγγαλίσουμε τήν
εὐαισθησία της, ἀλλά κυρίως νά ἀφήσουμε τή χάρη
τοῦ Κυρίου νά κατευθύνεται σωστά καί νά κυριαρχῆ
μεταμορφωμένη στόν ἴδιο τόν ἑαυτό της, μέ πλήρη
αὐτολησμοσύνη της, χάριν τοῦ ἀγαπωμένου, «μή
ζητοῦσα τά ἑαυτῆς». Δέν εἶναι τό ἴδιο νά
καταπνίγουμε τήν καρδιά μας καί νά τή
διαστρέφουμε καί νά τήν μικραίνουμε καί τό ἴδιο
νά τή θέτουμε στήν ὑπηρεσία τῆς πνευματικῆς
ἀγάπης, νά τήν εὐαισθητοποιοῦμε πιό πολύ, νά τήν
κάνουμε πλατειά καί εὐρύχωρη, ξένη πρός κάθε
μικρότητα καί κάθε φίλαυτη καί ἐγωιστική
ἐπιδίωξη, πού σ' αὐτήν θά μᾶς ὠθοῦσε εὐχαρίστως
«ὁ παλαιός ἠμῶν ἄνθρωπος» (Ρώμ. ς' 6).
Δέν ἀγνοοῦμε τούς κινδύνους, πού ἐλλοχεύουν στό
σημεῖο αὐτό. Ὑπάρχει πάντοτε ὁ φόβος νά
προχωρήσουμε στήν ἀντίθετη κατεύθυνση καί νά
ὑποχωρήσουμε στίς κατώτερες κλίσεις μας, ἄν δέν
προσέξουμε. Συνεπῶς δέν εἶναι εὔκολος ὁ δρόμος
τῆς ἀγάπης, ὑποδεικνύοντας νά θέτουμε ὅλον τόν
συναισθηματικό μας πλοῦτο, πού μᾶς ἔδωσε ὁ
Κύριος, καί θέτοντας τόν στήν ὑπηρεσία τῆς
ἀγάπης. Χρειάζεται γι' αὐτό ὁλοκληρωτική
αὐταπάρνηση. Μή λησμονοῦμε πώς ἡ αὐταπάρνηση,
πού εἶναι ἕνα εἶδος ζωντανοῦ θανάτου, μία
ἑκούσια χάριν τοῦ Ἰησοῦ σταύρωση, δέν ἀποβλέπει
παρά στήν ἀνάσταση, πού ἀρχίζει ἀπό τώρα καί θά
τελειωθῆ κατά τήν τελική καί ὁριστική ἀνάστασή
μας. Δύσκολη καί ἴσως κουραστική ἡ ὁδός τῆς
ἀγάπης, ἀλλά πλούσιοι οἱ καρποί της καί ἐν τῷ
νῦν καί ἐν τῷ μέλλοντι αἰώνι, ὅπου θά τελειώσουν
οἱ ἀγῶνες καί θά μᾶς χαρισθῆ μία ὑπέρ ἔννοιαν
καί ὑπέρ κατανόηση ἄλλη βιοτή, μέ ἄλλο,
πνευματικώτατο καί μακάριο περιεχόμενο.
«ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΜΑΣ»
Ἱερομ. Εὐσεβίου Βίττη Ἐκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΚΥΨΕΛΗ»
|
|
|
|
|