background
 
Ἀγαλλίαμα Καρδίας

Εἶναι ἀναμφισβήτητο γεγονός, ὅτι ὁ Θεός ἔδωσε τό νόμο Του στόν ἄνθρωπο ὡς ἔκφραση τῆς θείας Τοῦ βουλῆς γιά τή σωτηρία του. Ὁ νόμος Του, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, εἶναι βέβαια διατυπωμένος κάπου καί φυλαγμένος ὡς λόγος γραπτός. Αὐτό ὅμως δέ σημαίνει πώς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά πάρει τά βιβλία αὐτά, νά τά διαβάσει καί νά ἀντιληφθεῖ ἔτσι στό ἄψε-σβῆσε τί θέλει ἀπό αὐτόν ὁ Θεός. Τό ζήτημα εἶναι πιό σύνθετο. Αὐτό τό κατανοεῖ ὁ ἱερός ψαλμωδός. Καταλαβαίνει πόσο ἀνεπαρκεῖς εἶναι οἱ δυνάμεις τοῦ προκειμένου νά ἀγκαλιάσει καί νά περιλάβει μέσα τοῦ ὅ,τι ἀποτελεῖ βουλή τοῦ Θεοῦ καί μάλιστα μέ προσωπικό γι' αὐτόν τόν ἴδιο μήνυμα σωτηρίας.

Μένει, λοιπόν, ἔτσι μετέωρος καί ἀναποφάσιστος; Τά χάνει καί δέν ξέρει τί νά κάνει; Καθόλου βέβαια. Ἔχει καταλάβει μία μεγάλη ἀλήθεια. Ὁ Θεός πού ἔδωσε τό νόμο, ὁ Θεός θά δώσει καί τό φωτισμό Του γιά νά τόν ἀντιληφθεῖ σωστά ὁ ἄνθρωπος. Ὁ Θεός θά δώσει τήν εἰδική Του χάρη καί γιά νά κατανοήσει σωστά καί γιά νά μπορέσει νά βάλει σέ πράξη καί ἐφαρμογή ὅπως πρέπει ὅσα ὁρίζει στόν ἄνθρωπο ὡς βουλή Του. Τότε δηλαδή μπορεῖ νά ἰδιοποιηθεῖ, νά κάνει δικό του κτῆμα, τό θεῖο νόμο καί ὡς θεωρία καί ὡς πράξη, καί ὡς ἔργο λόγου καί ὡς λόγο πράξεως, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός τόν χειραγωγήσει καί στό ἕνα καί στό ἄλλο. Γι' αὐτό καί δέν παύει ὁ ἱερός ψαλμωδός νά ζητάει καί τά δύο αὐτά χαρίσματα ἀπό τόν Κύριο, ὅπως θά ἰδοῦμε στή συνέχεια.

Ὁ ἱερός ψαλμωδός ρίχνει ἕνα ἐρευνητικό βλέμμα στό ἐσωτερικό του. Καί ἀνακαλύπτει πόσο σκοτάδι βρίσκεται μέσα του, πόσο εἶναι οὐσιαστικά τυφλός. Ξέρει, ὅτι ἔχει μάτια πνευματικά, ἀλλά τά μάτια τοῦ αὐτά δέ βλέπουν. Εἶναι σκεπασμένα μέ καλύμματα ἀδιαπέραστα ἀπό τό φῶς καί ἀδυνατεῖ γι' αὐτό νά ἰδῆ. Γι' αὐτό παρακαλεῖ θερμά τόν Κύριο καί τόν ἱκετεύει: «Ἀποκάλυψον τούς ὀφθαλμούς μου καί κατανοήσω τά θαυμάσια ἐκ τοῦ νόμου σου» (18)

Πίσω ἀπό τό γράμμα τοῦ νόμου, πού τό βλέπει ὁ καθένας, κρύβεται πλουσιότατο πνευματικό περιεχόμενο, πού ὅμως δέν τό βλέπει ὁ καθένας. Τό γράμμα εἶναι τό κάλυμμα. Πῶς νά φύγει ὅμως τό κάλυμμα; Μόνο ὁ ἴδιος ὁ Θεός μπορεῖ νά τό ἀφαιρέσει. Αὐτό ἔκανε ὁ Κύριος μετά τήν Ἀνάστασή Του στούς μαθητᾶς Του. «Διήνοιξεν αὐτῶν τόν νοῦν τοῦ συνιέναι τάς Γραφᾶς» (Λούκ. κδ' 45). Ὁ Κύριος φώτισε μέ τό θεῖο Τοῦ φῶς τό νοῦ τῶν μαθητῶν Του καί τούς ἄνοιξε τά μέσα μάτια γιά νά μποροῦν νά καταλάβουν τί ἀκριβῶς ζητάει ὁ Θεός μέσω τῶν Γραφῶν καί, ἀκόμα, θέρμανε τίς καρδιές τους γιά νά μποροῦν νά προχωρήσουν καί στήν ἐφαρμογή τοῦ θείου νόμου, πράγμα ἀδύνατο γιά τό φυσικό καί μή ἀναγεννημένο ἄνθρωπο.

Αὐτό ἀποτελεῖ βέβαια τέλειο δῶρο καί χάρη τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου. Αὐτό, πού εἶναι δῶρο τοῦ μεγάλου ἐκείνου καί κοσμοσωτηρίου γεγονότος, τό ζητάει ὁ ἱερός ψαλμωδός στό βαθμό πού θά τοῦ τό ἔδινε ὁ Κύριος ἐκεῖνον τόν καιρό. Γι' αὐτό καί παρακαλεῖ καί ἱκετεύει• «ἐν ὅλη καρδία ἐξεζήτησα σέ, μή ἀπώση μέ ἀπό τῶν ἐντολῶν σου» (10). Σέ ἀναζητῶ μέ ὅλη μου τήν καρδιά, Κύριε, καί δέ σού ζητῶ τίποτε ἄλλο παρά νά μή μέ σπρώξεις καί μέ ἀπωθήσεις μακριά σου ὡς ἀνάξιο ἀπό τό θησαυρό τῶν ἐντολῶν σου, ἀλλά ἀξίωσε μέ νά γευτῶ τήν οὐράνια γλυκύτητά τους.

Ἄλλοτε πάλι, ἀναγνωρίζοντας τήν ἀδυναμία τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καί τήν ἀντινομικότητά της, πού ἐνῶ γιά μία στιγμή συγκινεῖται μέχρι δακρύων ἀπό τόν θεῖο νόμο, τήν ἑπόμενη στιγμή εἶναι ἕτοιμη κιόλας νά τόν προδώσει σέ μία στιγμή ἀπροσεξίας ἡ ἀδυναμίας, ἀλληθωρίζοντας πρός τήν ἁμαρτία, παρακαλεῖ ταπεινά καί λέει: «ἀποστρεψον τούς ὀφθαλμούς μου τοῦ μή ἰδεῖν ματαιότητα• ἐν τή ὀδῶ σου ζῆσον μέ» (37). Ποιά εἶναι ἡ «ματαιότης», ποῦ ἀπό αὐτήν ζητάει νά τόν προστατέψει ὁ Κύριος; Βασικά εἶναι τά «μάταια», τά εἴδωλα πού δέν εἶναι παρά τό κενό, ἡ ἀνυπαρξία, τό μηδέν πού ξεγελάει τήν ψυχή μέ μία φανταχτερή μόνο ἐμφάνιση, ἀλλά γιά νά τήν ἀπογοητέψει γρήγορα μόλις τήν ἀποδεχτεῖ μέ τήν κενότητά της καί τήν ἀδυναμία της νά πληρώσει τό κενό της ψυχῆς, πού λαχταράει πληρότητα.

Σχολιάζοντας τό στίχο αὐτό ὁ Μέγας Ἀθανάσιος παρατηρεῖ τά ἑπόμενα:
Ματαιότητα, εἶναι ἡ μανία νά βλέπει κανένας καί νά ἀσχολεῖται μέ τήν θεώρηση αὐτῶν πού δέν πρέπει νά βλέπει κανένας, ἡ ἄτοπη καί ἀταίριαστη καί παράλογη φανταστική θέα τους μέ τό νοῦ, ἡ ὀνειροπόληση π.χ. Τήν ἔννοια τῆς ματαιότητας τήν ἀποσαφηνίζει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος λέγοντας: οἱ εἰδωλολάτρες ἔχουν σκοτισμένο τό νοῦ τους καί εἶναι ἀποξενωμένοι ἀπό τή ζωή τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἀπό τή ζωή πού μεταδίδει ὁ Θεός στούς δικούς Του. Ἐπίσης λέγεται ματαιότητα τοῦ νοῦ ἡ στάση τοῦ ἄνθρωπου πού ἔχει μέν νοῦν, ἀλλά δέν τόν χρησιμοποιεῖ γιά νά θεωρεῖ καί βλέπει τά ἀληθινά, ἀλλά τόν παραδίδει στό σατανᾶ πού τόν ἁλυσοδένει. Αὐτό, λοιπόν, ζητώντας νά ἀποφύγει ὁ ἱερός ψαλμωδός λέει: «ἀποστρεψον τούς ὀφθαλμούς μου τοῦ μή ἰδεῖν ματαιότητας». Καί αὐτό εἶναι χάρη Θεοῦ. Ὑπάρχει ὅμως καί μία ἄλλη ἔννοια στή λέξη ματαιότητα. Μάταια εἶναι αὐτά πού μέ τά σαρκικά μάτια φαίνονται ὡραῖα, τά σωματικά ὡραῖα. Αὐτά τά ὀνομάζει ὁ προφήτης ματαιότητα.

Καί εἶναι ἑπόμενο αὐτό. Ὅλα, καί τά πιό ὡραία καί καταπληκτικά σέ ἁρμονία καί γοητεία σωματικά κάλλη, τά ἐξουδετερώνει καί τά παρασύρει τό σάρωθρο τοῦ χρόνου. Αὐτό τό γνωρίζει ὁ προφήτης καί γι' αὐτό τονίζει: «πάροικος ἐγώ εἰμί ἐν τή γῆ» (19)• καί: «πόσαι εἰσίν αἵ ἡμέραι τοῦ δούλου σου» (84); Εἶναι τόσος λίγος ὁ χρόνος τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου στή γῆ, πού θά ἦταν ἀκόμα πιό μεγάλη ἀνοησία ἐκ μέρους του νά ἐπιτρέψει στόν ἑαυτό του νά γοητευθεῖ ἀπό τή ματαιότητα καί παροδικότητα τοῦ κόσμου αὐτοῦ.

Ἐπειδή ὅμως ἡ ψυχή ἀποζητάει ἔντονα τήν πλήρωσή της, πράγμα πού οὔτε μόνος του μπορεῖ νά τό πετύχει ὁ ψαλμωδός, οὔτε κανένα ἀπό τά θεωρούμενα ἀγαθά τοῦ κόσμου αὐτοῦ μπορεῖ νά τοῦ προσφέρει, ζητάει ἀπ' τό Θεό νά τό κάνει αὐτός μέσω τοῦ θείου τοῦ νόμου. Γι' αὐτό τόν παρακαλεῖ νά τόν ἀξιώσει νά μήν παρασυρθεῖ ἀπό τά μάταια κάλλη καί τίς ὀμορφιές τοῦ κόσμου αὐτοῦ, πού εὔκολα μποροῦν νά δελεάσουν τά μάτια του. Διά μέσου του θείου νόμου θά μπορέσει νά θεαθεῖ τά ἄρρητα κάλλη τοῦ πνευματικοῦ κόσμου, τοῦ ἴδιου του Θεοῦ, πού ὁ θεῖος τοῦ νόμος ἀντανακλᾶ. Γι' αὐτό καί ἐπιμένει: «ἐκολλήθην τοῖς μαρτυρίοις σου, Κύριε• μή μέ καταισχύνης» (31). Μή μέ ντροπιάσεις, Κύριε, ἐγκαταλείποντας μέ τή στιγμή πού ἐγώ κόλλησα καί γαντζώθηκα στό νόμο σου καί δέν ξεκολλῶ μέ κανέναν τρόπο, ἄν ἐσύ δέ μέ ἀφήσεις μοναχό μου.

Πιό πάνω, ὅπως ἤδη παρατηρήσαμε, εἶχε πεῖ ὁ ἱερός ψαλμωδός ἀρνητικά:
«ἀποκάλυψον τούς ὀφθαλμούς μου», «μή ἀπώση μέ ἀπό τῶν ἐντολῶν σου», «ἀποστρεψον τούς ὀφθαλμούς μου τοῦ μή ἰδεῖν ματαιότητα», «μή μέ καταισχύνης».

Αὐτά τώρα τά λέει καί θετικά, δείχνοντας πόσο περίμενε ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό νά τόν χειραγώγηση στό θεῖο Τοῦ νόμο.

«Τῷ νόμω σου ἐλέησαν μέ, Κύριε» (29), λέει. Εἶμαι φτωχός. Πνευματικά φτωχός. Πάμφτωχος γιά τήν ἀκρίβεια. Τό ξέρω πολύ καλά αὐτό. Ἔλεός σου ζητῶ γι' αὐτό. Ἔλεος πνευματικό. Καί τό ἔλεός σου θά μοῦ τό δείξεις μέ τή φανέρωση τοῦ νόμου Σου. Καί ὅ,τι ἤδη εἶπε ἀρνητικά, «ἀποστρεψον τούς ὀφθαλμούς μου τοῦ μή ἰδεῖν ματαιότητα», τό λέει καί θετικά: «κλῖνον τήν καρδίαν μου εἰς τά μαρτύριά σου καί μή εἰς πλεονεξίαν» (36). Καί ἔχει πολύ δίκαιο. Ὅπως τά νερά, ὅπου τό ἔδαφος ἔχει κλίση τρέχουν αὐτόματα καί, μάλιστα, ὅπου βροῦν κάποιο διέξοδο, ἐκεῖ κατευθύνονται ὅλα, ἔτσι συμβαίνει καί μέ τή φύση μας. Ἡ πτώση τῆς τήν ἔκανε νά γέρνει πρός τήν ἁμαρτία. Τόση εἶναι ἡ κλίση καί ἡ φορά μας πρός τά πάθη, ὥστε νά νικοῦν αὐτά τήν καλή κατά βάθος προαίρεσή μας. Αὐτό διαπιστώνει ὁ ἱερός ψαλμωδός γιά τό πάθος τῆς πλεονεξίας, πού εἶναι μία ἄλλη μορφή εἰδωλολατρίας, ἀφοῦ ἀπολυτοποιεῖ τά ὑλικά ἀγαθά.

Ζητάει, λοιπόν, ἕνα ἰσχυρό ἀντίρροπο ἐναντίον της. Καί αὐτό δέν τό βρίσκει πουθενά ἄλλου παρά μόνο στό θεῖο νόμο, πού αὐτός καί μόνο μπορεῖ νά κάνει τήν καρδιά νά γέρνει πρός τό Θεό καί ὄχι πρός τό φθαρτό καί ρέοντα κόσμο καί τά παρερχόμενα ἀγαθά του.

Ἐπίσης ξέρει πόσο στενόκαρδος εἶναι ὁ ἄνθρωπος προκειμένου νά βαδίσει τό δρόμο τοῦ Θεοῦ. Ὅταν πρόκειται νά δώσει στό Θεό, τότε γίνεται ἀπόλυτα τσιγκούνης καί δύσκολος. Καί ἐνῶ τό κακό χωράει μέσα του καί καλοβολεύεται, δέ χωράει καθόλου τό καλό. Ἡ καρδιά τοῦ γίνεται τότε μικρή. Γι' αὐτό ζητάει ἀπό τόν Κύριο νά τοῦ δώση ἐκεῖνος μεγάλη καί πλατιά καρδιά, ἕτοιμη καί ἁπλόχερη σέ προσφορά καί τοῦ ἴδιου του ἑαυτοῦ της. «Ὁδόν ἐντολῶν σου ἔδραμον, ὅταν ἐπλάτυνας τήν καρδίαν μου» (32), λέει. Μόλις μεγαλώσεις ἐσύ, Κύριε, τήν καρδιάν μου, μόλις μου δώσεις τή σχετική δύναμη, ἐγώ θά νικήσω τή μικροψυχία μου, τούς φόβους μου, τήν ἀδυναμία μου καί θά τρέξω μέ εὐκολία τό δρόμο τῶν ἐντολῶν σου.

Τέλος παρακαλεῖ μέ θέρμη: ἐπειδή ἐνίωσα, Κύριε, τήν ἀξία καί σημασία πού ἔχει γιά μένα ὁ νόμος Σου καί ἐπειδή γνωρίζω τό εὐμετάβολο καί εὐρίσπιστο τῆς φύσεώς μου, καί ἀκόμα πόσο τή νικάει ἡ ἀκηδία καί ἡ ραθυμία ἡ πνευματική, σέ παρακαλῶ πολύ «βεβαίωσαν μέ ἐν τοῖς λόγοις σου» (28) καί «στῆσον τῷ δούλω σου τό λόγιόν σου εἰς τόν φόβον σου» (38). Στήριξε Θεέ μου, παρακαλεῖ, τά λόγια σου στήν καρδιά μου μέ τό φόβο σου, πού δέν εἶναι παρά γεμάτη εὐλάβεια καί βαθύτατο σεβασμό στάση ἔναντί σου. Αὐτό τό φόβο χρειάζεται κάθε πιστός μέσα στά κατάβαθά της ὑπάρξεώς του μέ τέτοιον τρόπο πού νά μήν ἔχει φόβο χωρίς λόγο καί οὔτε λόγο χωρίς φόβο ἔναντί του Θεοῦ. Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τό στερεό βράχο, πάνω στόν ὁποῖο στηρίζεται ἡ ἀληθινή θεογνωσία, πού σιγά σιγά θά ὡριμάσει σέ θερμή ἀγάπη, πού τελικά «ἔξω βάλλει τόν φόβον» (Ἅ' Ἰωάν. δ' 18).

Στήν προηγούμενη παράγραφο τόνισε ὁ ἱερός ψαλμωδός μία μεγάλη ἀλήθεια. Ὁ ἄνθρωπος μόνος του δέν μπορεῖ νά ἀνακαλύψει τό θεῖο θέλημα, ἄν αὐτό δέν τοῦ ἀποκαλυφθεῖ, ἄν αὐτό δέν τοῦ φανερωθεῖ ἀπό τόν ἴδιο τό Θεό. Καί ὁ Θεός τό ἔκανε αὐτό γενικά διά μέσου τῶν ἁγίων του προφητῶν καί μάλιστα τοῦ ἀγαπημένου τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ καί Λόγου, τοῦ Κυρίου μᾶς Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά, εἴπαμε, πώς καί πάλι ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος νά κατανοήσει καί μέ τρόπο προσωπικό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά καταλάβει δηλαδή τί θέλει ἀπό αὐτόν ὁ Θεός σέ μία συγκεκριμένη περίπτωση. Χρειάζεται γι' αὐτό μία εἰδική χειραγωγία τῆς θείας ἀγάπης καί στό ζήτημα αὐτό. Γι' αὐτό καί ἀπευθύνεται ὁ ἱερός ψαλμωδός στή θεία ἀγαθότητα καί τῆς ὑποβάλλει τό θερμό του αἴτημα, ζητώντας τή χάρη καί τή βοήθειά του. Ἄν καί ἐκφράζει τό αἴτημά του αὐτό μέ πολλούς τρόπους, ὅπως τό εἴδαμε, ἤδη, ὅμως γυρίζει καί ξαναγυρίζει στόν ψαλμό του σέ δύο βασικά αἰτήματα, πού ἔχουν σχέση μέ τά παραπάνω.

α) Τό πρῶτο αἴτημα τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ εἶναι «δίδαξον μέ». Μέ νέο τρόπο κάθε φορᾶ, μέ νέα θέρμη καί λαχτάρα τό ζητάει αὐτό ἀπό τόν Κύριο. Βλέποντας τήν ἄβυσσο τοῦ θείου ἐλέους καί τῆς θεϊκῆς ἀγάπης, ὁ προφήτης ξεσπάει σέ αὐθόρμητη δοξολογία. «Εὐλογητός εἰ, Κύριε», λέει. Εἶσαι ἄξιος κάθε εὐλογίας. Εἶσαι ἄξιος κάθε τιμῆς, γιατί ὅλα ὅσα σου ζήτησά μου τά ἔδωσες ἁπλόχερα καί ἡγεμονικά. Μοῦ ἔδωσες ὅμως πρίν ἀπ' ὅλα καί πάνω ἀπό ὅλα τό θεῖο Σου νόμο, Κύριε. Καί εἶναι θησαυρός ἀνεκτίμητος ὁ νόμος Σου, πολυτιμότερος ἀπό ὅλους τους θησαυρούς τοῦ κόσμου. Ἄν ὅμως δέ μέ τόν διδάξεις ἐσύ, Κύριε, μοῦ εἶναι ἀδύνατο καί νά ἐκτιμήσω τό μέγεθος τῆς δωρεᾶς Σου, πού ὅσο κι ἄν τήν ἐκτιμῶ, πάντα λιγότερο ἀπό ὅ,τι πρέπει θά τό κάνω. Καί ἄν δέν μέ διδάξεις ἐσύ τήν ἀξία πού ἔχει ὁ νόμος Σου γιά τή ζωή μου, ποτέ δέ θά κατορθώσω νά τόν κάνω πράξη στή ζωή μου. Γι' αὐτό «δίδαξον μέ τά δικαιώματά σου» (12) ἐσύ ὁ ἴδιος, Κύριε.

Ἐγώ σου ἀναφέρω ταπεινά τί κάνω καί πῶς φέρομαι βάσει τοῦ νόμου Σου, Κύριε, πού τόν μελετάω πρόθυμα καί ὅλη τή μέρα καί ὅλη τή νύχτα καί σέ ὅλη μου τή ζωή. Ὅμως αὐτό δέ μέ δικαιώνει, Κύριε, οὔτε μέ διαβεβαιώνει πώς βρίσκομαι σέ σωστό δρόμο. Εὔκολα ἡ ἁμαρτωλότητά μου καί ἡ αὐταρέσκειά μου μποροῦν νά μέ ἀπατήσουν. Κάτι μου λέει πάντα μέσα μου πώς εἶμαι λειψός καί ἐλλειμματίας. Γι' αὐτό ἄν καί «τάς ὁδούς μου ἐξήγγειλα καί ἐπήκουσάς μου» (26), ἄν καί σού ἀνάφερα ταπεινά ἐξομολογούμενος τί καί πῶς τό ἔκανα, πάντα βέβαια μέ βάση τό νόμο Σου, καί ἄν καί μέ εἰσάκουσες, πράγμα πού τό εἶδα πάνω στά πράγματα, πάλι δέν εἶμαι ἱκανοποιημένος. Λοιπόν, «δίδαξον μέ τά δικαιώματά σου» ὅλο καί πιό πολύ (26). Σού ἀπευθύνω τό αἴτημα αὐτό, Κύριε, ὅσο κι ἄν νιώθω τήν οὐτιδανότητά μου, τή μικρότητά μου, τήν ἀναξιοσύνη μου καί τήν ἁμαρτωλότητά μου, γιατί, ὅπου κι ἄν ρίξω τή ματιά μου γύρω μου, διαπιστώνω πώς «τοῦ ἐλέους σου πλήρης ἡ γῆ» (64). Ἀνέχεσαι τούς ἀσεβεῖς, τούς ὑπερήφανους, τούς ὑβριστές σου, τούς χυδαίους ἁμαρτωλούς, τούς σκληροτράχηλους ἐγκληματίες, τούς φαυλόβιους, τούς ἡδυπαθεῖς λάτρεις τῆς σάρκας, τούς πλεονέκτες - ὑλολάτρες, τούς καταχραστές τοῦ πλούτου καί τῆς ὑλικῆς δύναμης, ὅλους ὅλων τῶν ἀποχρώσεων τούς «ἀσυνετούντας».

Καί δέν παύεις μέσα στό πλῆθος τοῦ ἐλέους Σου, Κύριε, νά ἀνατέλλεις τόν ἥλιό Σου στούς πονηρούς καί ἀγαθούς καί νά βρέχεις καί γιά δικαίους καί ἀδίκους, στέλνοντας σ' ὅλους ἀδιάκριτα τόν πλοῦτο τῶν ὑλικῶν σου εὐεργεσιῶν. Αὐτό τό ἄμετρό Σου ἔλεος μέ κάνει κι ἐμένα νά μπορῶ νά ἀπευθύνομαι σέ σένα, Κύριε, καί νά σέ παρακαλῶ: δεῖξε τήν εὐσπλαχνία σου καί «δίδαξον μέ τά δικαιώματά σου».

Τό ξέρω, Κύριε, πώς πέφτω καί λυγίζω καί ἁμαρτάνω ἀξιοκατάκριτα. Τέτοιος εἶμαι. Δέν ἦταν δυνατό νά φερόμουν διαφορετικότερα. Εἶμαι χαλασμένος -τό ξέρεις- ἀπό τή ρίζα μου. «Ἰδού γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησε μέ ἡ μήτηρ μου» (Ψάλμ. 50, 7). Ὅμως δόξα στό ὄνομά σου, Κύριε! Ἐνῶ ἐγώ εἶμαι ἄχρηστος, ἀχρεῖος καί ὅταν ἀκόμη ἐκτελῶ στήν ἐντέλεια τό νόμο σου, ἐσύ εἶσαι ἀπόλυτα «χρηστός» (68), Κύριε. Αὐτή ἡ «χρηστότης» σου καί ἡ ἀπέραντη καλωσύνη σου, αὐτή μου δίνει τό θάρρος νά τήν ἐπικαλοῦμαι ὡς τόν πιό ἀποτελεσματικό συνήγορο τῶν δικῶν μου παραλείψεων καί ἁμαρτιῶν. Γι' αὐτό σέ ἱκετεύω καί σέ θερμοπαρακαλῶ, «δίδαξον μέ τά δικαιώματά σου» (68)! Καί δίδαξε κι ἐμένα «χρηστότητα καί παιδείαν καί γνῶσιν» διά μέσου του θείου σου νόμου (66). Γιατί, ἄν μου δίνεις τό νόμο Σου, Κύριε, μοῦ τόν δίνεις ἀκριβῶς γιά νά γίνω ὅμοιός σου κατά τό δυνατόν στή φύση μου. Ναί, Κύριέ μου, «δίδαξον μέ τά δικαιώματά σου»!

β) Τό δεύτερο αἴτημα τοῦ ἱεροῦ ψαλμωδοῦ εἶναι,
«συνέτισον μέ». Ζητάει τή θεϊκή σύνεση καί φρονιμάδα, δηλαδή τήν ἱκανότητα νά διακρίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σέ κάθε περίπτωση τῆς ζωῆς του.

Κύριε, λέει, εἶμαι δικό σου πλάσμα• «δοῦλος σου εἰμί ἐγώ» (125)• «αἵ χεῖρες σου ἐποίησαν μέ καί ἔπλασαν μέ» (73). Καί ὅπως μου ἔδωσες, Κύριε τήν ὑλική ὕπαρξη, καί ὅπως μέ πλούτισες μέ τήν εἰκόνα Σου, πού χάραξες βαθειά μέσα μου καί μέ ἔκανες δεκτικό «συνέσεως», ἔτσι καί τώρα δῶσε μου σύνεση, διακριτική δύναμη, γιά νά μπορῶ νά ξεχωρίζω κάθε ὥρα καί στιγμή ποιό εἶναι τό θέλημά Σου γιά κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Στεῖλε μου τό δικό Σου Πνεῦμα, «Πνεῦμα σοφίας καί συνέσεως» (Ἤσ. ἴα' 2) καί «συνέτισον μέ». Μόνο ἔτσι «μαθήσομαι τάς ἐντολᾶς σου» (73) καί «γνώσομαι τά μαρτύρια σου» (125). Γιατί δέν ποθῶ τήν ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλά τή δική Σου σοφία, Κύριε. Καί αὐτή μόνο μέ τή δική Σου χάρη καί τό δικό Σου φωτισμό μπορῶ νά τήν προσλάβω καί νά τή «μάθω» μέ ὁλόκληρη τή ζωή μου, μέ ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή μου, ἔστω κι ἄν αὐτό σημαίνει θλίψη, δάκρυα, κόπο, ἵδρωτα, αἷμα. Μόνο ἔτσι ἡ ἐσωτερική γνώση τῶν «μαρτυρίων» σου, Κύριε, θά μοῦ εἶναι μόνιμο καί ἀναφαίρετο κτῆμα....

* Οἱ ἐντός παρενθέσεως ἀριθμοί ἀναφέρονται στούς στίχους τοῦ 118 ψαλμοῦ.

** Ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ π. Ἐΰσεβιου Βίττη «ΑΓΑΛΛΙΑΜΑ ΚΑΡΔΙΑΣ» πού σχολιάζει τόν 118 ψαλμό τοῦ Δαβίδ (τόν "Ἄμωμο) ἀναδημοσιεύουμε τίς σελίδες 249-259).